Άνοιξη σκληρή…

on .

Μας μπήκε η Άνοιξη σκληρή, κρατώντας σα χάρος το δρεπάνι κι έκοβε κι έκοβε λουλούδια και κορφολογούσε μπουμπούκια και τρυφερές κορφούλες και γέμισε την όμορφη κοιλάδα των Τεμπών αίμα κι αποκαΐδια.

Γιατί, Θεέ μου, το επέτρεψες ετούτο το κακό; «Τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά και βγάζ' η γη χορτάρι» γιατί έπρεπε να την ποτίσεις αυτή τη γη με της νιότης το αίμα και τα όνειρα και τη ζωή που κόχλαζε, στα τρυφερά κορμιά τους;

Ω, Θεέ μου, πώς να μοιρολογήσω τόσα νιάτα και θλιβερούς γονιούς; Πώς ν' αγκαλιάσω τις μανούλες και με τι να γεμίσω τον αδειασμένο κόρφο τους; Νάμουν αγερικό, Θεέ μου, να γύρναγα στα Τέμπη, να φύσαγα πνοή ζωής, στα άψυχα κορμάκια και να ακούγονταν εκεί και να αχολογούσε ο όμορφος ο τόπος, από τραγούδι του έρωτα και της χαράς και όχι μοιρολόγι!

Αχ και να γινότανε! Αχ και να μπορούσα να πάρω συντροφιά όλους εκείνους που πενθούν και κλαίνε τους δικούς τους. Και να τους δίναμε ζωή, ζωή απ’ τη δική μας. Αχ και να μπορούσα. Αχ και να γινότανε…