Αστική αναγέννηση: Τα Γιάννενα, η Ήπειρος και η διεθνής εμπειρία…

on .

 Πώς συνδέονται το Παρίσι με τα Γιάννενα, το Λονδίνο με την Άρτα, η Βαρκελώνη με την Πρέβεζα και το Αμβούργο με την Ηγουμενίτσα; Οποιοσδήποτε συνειρμός μοιάζει ανέφικτος να συσχετίσει της γνωστές μητροπόλεις της Ευρώπης, με τις πρωτεύουσες των περιφερειακών ενοτήτων της περιφέρειας Ηπείρου. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή εμπειρία, από την αξιοποίηση και αναγέννηση των εγκαταλελειμμένων και υποβαθμισμένων αστικών εκτάσεων, μπορεί να αποτελέσει case study (περιπτωσιολογική μελέτη) για τις μεγαλύτερες πόλεις των νομών της Ηπείρου και όχι μόνο.

Το προσχέδιο της στρατηγικής ΒΑΑ  Δήμου Ιωαννιτών

Με αφορμή το προσχέδιο της στρατηγικής Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης (ΒΑΑ) που έθεσε ο Δήμος Ιωαννιτών σε δημόσια διαβούλευση, όπου αποτυπώνονται το όραμα και τα προτεινόμενα έργα -δράσεις για τα επόμενα χρόνια και δεδομένου ότι ανάλογη στρατηγική εκπονούν και άλλοι μεγάλοι Δήμοι της Ηπείρου, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τους φιλόδοξους στόχους που θέτει αυτή νέα στρατηγική, αλλά και να εξετάσουμε τη διεθνή εμπειρία, όσον αφορά περιπτώσεις στα πλαίσια των αστικών παρεμβάσεων με βασικό στόχο την αστική αναγέννηση.

Η στρατηγική Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης αποτελεί για τις πόλεις ένα απαραίτητο εργαλείο σχεδιασμού, αλλά και διεκδίκησης ευρωπαϊκών πόρων. Τα έργα μπορούν να ενταχθούν σε χρηματοδοτικά προγράμματα και να διεκδικήσουν πόρους από το  Ταμείο Ανάκαμψης, από το ΕΣΠΑ,  από το Interreg, από το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ήπειρος 2021-2027» αλλά και από εθνικούς πόρους. Τα προτεινόμενα έργα του Δήμου Ιωαννιτων έχουν προϋπολογισμό 46 εκατ. ευρώ και αφορούν:

-τον ψηφιακό μετασχηματισμό επιχειρήσεων,

-την ενεργειακή αναβάθμιση σε σχολικές μονάδες,

- την αντικατάσταση φωτιστικών και εγκατάσταση συστήματος ελέγχου σε κτίρια του Δήμου,

-τη δημιουργία δικτύου ποδηλατοδρόμων,

-την σύνδεση περιοχών της πόλης με υψομετρικές διαφορές για την βελτίωση της προσβασιμότητας,

- την ανάδειξη μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς,

- την βιοκλιματική ανάπλαση πλατειών,

- τη δημιουργία «πράσινων γειτονιών» που αφορούν δεντροφυτεύσεις,

- την επανάχρηση κοινόχρηστων χώρων και τη μετατροπή τους σε πάρκα, 

- την δημιουργία πράσινων χώρων στάθμευσης,

- την ανάπλαση και προστασία της παραλίμνιας περιοχής.

Οι προσκλήσεις για την ένταξη των έργων που θα προκηρυχθούν από τη Διαχειριστική Αρχή, θα απευθύνονται σε όλους δικαιούχους Δήμους και εκεί θα κριθεί η «ωριμότητα» των προτεινόμενων έργων. Το βασικότερο ζήτημα είναι ότι από όλα αυτά τα προτεινόμενα έργα, λίγα είναι «ώριμα» και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που είναι έτοιμες οι απαιτούμενες μελέτες. Πέρα όμως από την αντικειμενική δυσκολία των Δήμων (που σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν το απαραίτητο στελεχιακό δυναμικό), ούτε την οικονομική δυνατότητα, για να έχουν ώριμες μελέτες, ένα άλλο εξίσου μείζονος σημασίας ζήτημα, είναι με ποια φιλοσοφία, που και πώς προτείνονται έργα, αναπλάσεις, αξιοποίηση του κοινόχρηστου χώρου, αστικές παρεμβάσεις. 

Προφανώς αν συγκρίνουμε το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Βαρκελώνη και το Αμβούργο με τα Ιωάννινα, την Άρτα, την Πρέβεζα και την Ηγουμενίτσα, μια τέτοια σύγκριση θα ήταν υπερφίαλη και ατυχής. Η δυναμική των παραπάνω ευρωπαϊκών μητροπόλεων όπως και άλλων πόλεων που θα χρησιμοποιηθούν ως παραδείγματα στη συνέχεια είναι τελείως διαφορετική από τις πρωτεύουσες  των Νομών της Ηπείρου, ωστόσο η διεθνής εμπειρία, θα μπορούσε να αποτελέσει «οδηγό», για τη στρατηγική και τη φιλοσοφία που μπορούμε να υιοθετήσουμε, στη δική μας μικρότερη κλίμακα κατά περίπτωση.

Παραδείγματα  αστικών παρεμβάσεων σε δημόσιες εκτάσεις

Η υλοποίηση ενός μεγάλου αριθμού από τις γνωστές μεγάλης κλίμακας αστικές παρεμβάσεις αναζωογόνησης ή αναγέννησης περιοχών την τελευταία τριακονταετία, έγινε δυνατή χάρη στη μεταβίβαση, με διάφορους τρόπους και διαδικασίες, εκτάσεων μεταξύ δημοσίων φορέων διαχειριστών δημόσιας ιδιοκτησίας και δημοσίων φορέων αρμόδιων για τον σχεδιασμό του χώρου. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η πολιτική αποθεματοποίησης γης που υιοθετήθηκε, κυρίως σε χώρες που είχαν παραδοσιακά αναπτύξει μια δυναμική πολιτική γης. Σχηματικά εντοπίζονται τρεις κατηγορίες αστικών παρεμβάσεων σε σχέση με την προέλευση της γης. Επεμβάσεις που υλοποιήθηκαν: 

• λόγω της διαθέσιμης δημόσιας ιδιοκτησίας, κυρίως της ύπαρξης εγκαταλελειμμένων αστικών περιοχών που ανήκαν σε θεσμικούς ιδιοκτήτες ή διαχειρίζονταν από δημόσιους και ημιδημόσιους φορείς και οργανισμούς,

 • λόγω της εξαγοράς ιδιωτικών εγκαταλελειμμένων αστικών περιοχών, κυρίως βιομηχανικών, από δημόσιους φορείς και οργανισμούς ή τις τοπικές αυτοδιοικήσεις στο πλαίσιο βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων πολεοδομικών προγραμματισμών και πολιτικών γης, και 

• ως αποτέλεσμα συνδυασμού και των δύο περιπτώσεων. 

Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα παρατίθενται στη συνέχεια.

Επεμβάσεις ανάκτησης - ανάπλασης λιμενικών

 εγκαταστάσεων και θαλάσσιων και 

παρόχθιων μετώπων (docklands, waterfronts) 

Στοιχεία και πρακτικές αυτών των αναπλάσεων θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στην αντίστοιχη κλίμακα μεγέθους: στις λιμενικές εγκαταστάσεις της Ηγουμενίτσας, στο παραθαλάσσιο μέτωπο της Πρέβεζας, στο παρόχθιο μέτωπο της  Άρτας, και στην παραλίμνια έκταση των Ιωαννίνων.

Οι αναπλάσεις αυτές στοχεύουν στην αποκατάσταση της σχέσης πόλης και λιμανιού ή πόλης και νερού γενικότερα, ως στοιχείο της ταυτότητάς τους, μετά από την εγκατάλειψη των εγκαταστάσεων που είχαν αναπτυχθεί ιστορικά, εντάσσοντας ταυτόχρονα και την περιβαλλοντική προβληματική, σε σχέση με την εξυγίανση του νερού και γενικότερα των υδάτινων αποθεμάτων. Οι πρώτες επεμβάσεις ανάκτησης και ανάπλασης θαλασσίων μετώπων, υλοποιήθηκαν σε μητροπόλεις των ΗΠΑ από τη δεκαετία του ‘60 (Σαν Φραντσίσκο, Βοστώνη, Βαλτιμόρη) και χαρακτηρίζονταν από την πλήρη αντικατάσταση των λιμενικών δραστηριοτήτων, από εμπορικές δραστηριότητες, χρήσεις αναψυχής και πολιτισμού. Από τη δεκαετία του ‘80, ακολούθησαν ανάλογες επεμβάσεις σε διάφορες πόλεις - λιμάνια της Ευρώπης, με μια ποικιλία αντιμετωπίσεων και λειτουργικών προγραμμάτων, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, τον ρόλο των διαφορετικών συντελεστών, τις διαδικασίες αλλά και το είδος του σχεδιασμού και τους στόχους των επεμβάσεων. Από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος επεμβάσεις ήταν αυτή της ανάκτησης 22 χιλιάδων εκταρίων εγκαταλελειμμένων λιμενικών και αποθηκευτικών εγκαταστάσεων (docklands) στο Λονδίνο.

 Σημαντικές επεμβάσεις υλοποιήθηκαν επίσης στο παλιό λιμάνι και το παραθαλάσσιο μέτωπο της Βαρκελώνης, στη Λισσαβόνα (στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Expo ’98), στο παλιό λιμάνι της Γένοβα, στις αποβάθρες του Άμστερνταμ, στο Ντίσελντορφ, στο Ρότερνταμ και το στο Cardiff Bay, στις όχθες του ποταμού Garonne στο Μπορντώ, στη Μασσαλία, στη Δουνκέρκη, στη Γλασκώβη και το Εδιμβούργο. Ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα ανάκτησης λιμενικής ζώνης και ανάπλασης λιμενικής ζώνης είναι η Hafen City στο Αμβούργο, σε έκταση περίπου 155 εκταρίων η οποία ανήκει κατά τα 2/3 στην εταιρεία του Λιμένα του Αμβούργου και κατά το 1/3 στη Γερμανική Εταιρεία Σιδηροδρόμων. 

Μικρότερης κλίμακας αναπλάσεις έγιναν και σε ορισμένες ελληνικές πόλεις, όπως στην παραλία του Βόλου, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στη νέα παραλία, στην παραλία του Φαλήρου με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων και τη δημιουργία της γραμμής του τραμ, καθώς και σε τμήμα της παραλίας του Ηρακλείου. Επίσης, μια μητροπολιτικής εμβέλειας επέμβαση στην ευρύτερη περιοχή του Φαληρικού όρμου είναι υπό υλοποίηση.

Επεμβάσεις επανάχρησης και λειτουργικής  επανένταξης στρατιωτικών εκτάσεων και εγκαταστάσεων στον αστικό ιστό. 

Η ανάπλαση αυτού του τύπου θα μπορούσε να βρει εφαρμογή στην αξιοποίηση του στρατοπέδου Βελισσαρίου στα Ιωάννινα, για το οποίο έχει γίνει πολύ λόγος τα τελευταία χρόνια και πλέον φαίνεται να είναι ορατό το ενδεχόμενο παραχώρησης του στο Δήμο. 

 Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, οι περιπτώσεις των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και εκτάσεων που έχαναν τη χρήση τους ήταν μάλλον σημειακές και συνήθως η αλλαγή χρήσης και η ενσωμάτωσή τους στον αστικό ιστό γινόταν γρήγορα, με τη μετατροπή τους σε πολιτιστικές, εκπαιδευτικές ή διοικητικές εγκαταστάσεις, αλλά και σε επιχειρηματικά κέντρα σε συνδυασμό με εμπορικές χρήσεις και δημόσιες εξυπηρετήσεις, όπως το Part-Dieu στη Lyon ή η περιοχή La Défense στο Παρίσι. Από τη δεκαετία του ‘90 όμως, στο πλαίσιο της γενικότερης αναδιοργάνωσης των στρατηγικών άμυνας, οι περισσότερες χώρες, και ιδιαίτερα η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Μ. Βρετανία και η Ιταλία, βρέθηκαν αντιμέτωπες με το πρόβλημα διαχείρισης και αξιοποίησης ενός τεράστιου αποθέματος γης, αρκετά συχνά με χαρακτηριστικά που άξιζαν να διατηρηθούν και να προστατευτούν τόσο όσον αφορούσε το κτιριακό απόθεμα, όσο και το φυσικό περιβάλλον. Μέσα από την ανάπτυξη διαφορετικών πολιτικών διαχείρισης, ανάλογα με τη χώρα, αλλά και την υποστήριξη ειδικών ευρωπαϊκών και εθνικών προγραμμάτων για την ανάκτηση εγκαταλελειμμένων  στρατιωτικών εκτάσεων, υλοποιήθηκαν ποικίλες επεμβάσεις επανάχρησης, όπως:

- Νέοι πόλοι κεντρικότητας με ανάμειξη εκπαιδευτικών, πολιτιστικών, τουριστικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Χαρακτηριστικές είναι η επέμβαση στη Euralille στη Λιλ, καθώς και η επανάχρηση της ναυτικής βάσης στην πόλη Rosyth. 

- Δημιουργία νέων οικιστικών περιοχών με ανάμειξη χρήσεων και σε πολλές περιπτώσεις βάσει των αρχών του περιβαλλοντικού σχεδιασμού. Μερικά ενδιαφέροντα παραδείγματα μετατροπής στρατιωτικών εκτάσεων σε νέες περιοχές κατοικίας είναι: η συνοικία Vauban στο Freiburg, η συνοικία Südstadt στο Tübingen, η συνοικία Scharnhauser Park στο Ostfildern, η συνοικία Bonne στη Grenoble, η La Courrouze στη Rennes που υλοποιήθηκε επάνω σε εγκαταλελειμμένες στρατιωτικές και βιομηχανικές εκτάσεις.

-  Δημιουργία δημόσιων πράσινων χώρων τοπικής ή μητροπολιτικής εμβέλειας και επεμβάσεις με στόχο την εξυγίανση, την αποκατάσταση, την προστασία και την ανάδειξη του φυσικού τοπίου των στρατιωτικών εκτάσεων. Στη Γερμανία, σημαντικές επεμβάσεις, μεταξύ πολλών άλλων, είναι η αποκατάσταση της χέρσας γης και των βαλτότοπων στις βορειότερες κορυφές του μαύρου βουνού Hornisgrinde στο Grindenschwarzwald, καθώς και η εξυγίανση της στρατιωτική έκτασης Bad Saarow στο Kurpark και η μετατροπή της σε πάρκο, σε συνδυασμό με εγκαταστάσεις θερμών λουτρών λόγω του μεγάλου υδάτινου αποθέματος της περιοχής. 

Στην Ελλάδα τα στρατόπεδα  και οι λοιπές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καταλαμβάνουν σημαντικό χώρο μέσα στον αστικό ιστό πολλών πόλεων,  όπως στα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Η λειτουργία των στρατοπέδων μέσα στις πόλεις συχνά προκαλεί ασυνέχεια στον αστικό ιστό, αποκόπτοντας συνοικίες ή και διαχωρίζοντας ζώνες χρήσεων. Λόγω του ελλείμματος των περισσότερων ελληνικών πόλεων σε δημόσιους χώρους, η ένταξη των στρατοπέδων στη ζωή της πόλης ως ανοιχτοί κοινόχρηστοι χώροι - αστικό πράσινο, μετά την διακοπή της λειτουργίας τους, προβάλλεται από πολλούς μελετητές ως η ορθότερη λύση. Σταδιακά, παραχωρούνται στρατόπεδα ανά την Ελλάδα από το Ταμείο Εθνικής Άμυνας που τα διαχειρίζεται, στους δήμους, είτε προκειμένου να διαμορφωθούν ως κοινόχρηστοι χώροι, είτε προκειμένου να πολεοδομηθούν, στην περίπτωση αυτή διασφαλίζοντας υψηλό ποσοστό σε κοινόχρηστους χώρους κατά την πολεοδόμηση, αλλά και συμμετοχή του ελληνικού δημοσίου στην εκμετάλλευση των οικοδομήσιμων χώρων.

Έχοντας στον μυαλό μας τη δυνητική παραχώρηση του στρατοπέδου Βελισσαρίου  προς αξιοποίηση και ανάπλαση, είναι ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά στο Tübingen τη βάση Südstadt, την οποία κατείχαν οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις έως το 1990. Ο Δήμος την επαναχρησιμοποίησε ως αστική συνοικία που φιλοξενεί περίπου 6.500 κατοίκους και 2.000 θέσεις (50% υπηρεσίες, 20% τεχνικά και παραγωγικά επαγγέλματα, 10% λιανικό εμπόριο, 20% λοιπές παροχές υπηρεσιών) σε συνολική έκταση 65 περίπου εκταρίων. Έγινε μετατροπή των στρατιωτικών κτιρίων σε κατοικίες και επαγγελματικές στέγες (εργαστήρια, καλλιτεχνικά στούντιο) και ανάπλαση των κοινόχρηστων χώρων, με έμφαση στην κεντρική πλατεία Loretto. Δόθηκε βαρύτητα στην επανένταξη της περιοχής στη ζωή της πόλης από την αρχική φάση των έργων ανάπλασης έως το 2006, που ολοκληρώθηκαν τα έργα, με δράσεις όπως θεατρικές παραστάσεις και χορευτικές εκδηλώσεις, λειτουργία θερινού κινηματογράφου, υπαίθριων αγορών.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί επίσης και η περίπτωση της Βαρκελώνης. Οι τοπικές αρχές, από το 1976 που εγκρίθηκε το Γενικό Μητροπολιτικό Σχέδιο μέχρι το 1979, επωφελήθηκαν από την κρίση της βιομηχανίας για να αποκτήσουν, με την υποστήριξη των κατοίκων, μεγάλους βιομηχανικούς χώρους, με την προοπτική του μετασχηματισμού της πόλης. Η μακροπρόθεσμη αυτή πολιτική αποθεματοποίησης γης, έδωσε τη δυνατότητα αναδιοργάνωσης του αστικού χώρου, με τη δημιουργία δημοσίων χώρων και νέων πόλων κεντρικότητας στο πλαίσιο προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992. 

Η διεθνής εμπειρία είναι μια σημαντική παρακαταθήκη. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες, τα success stories αλλά και τα λάθη που έγιναν στις προσπάθειες αξιοποίησης του δημόσιου χώρου, μας φέρνουν σε μια πλεονεκτική θέση, για να διατυπώσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια και σαφήνεια το όραμα μας, μέσω ρεαλιστικά εφαρμόσιμων σχεδίων για τις πόλεις, τους Δήμους και τις Περιφέρειες του μέλλοντος.  O Bryan Tracy (Καναδός συγγραφέας) έλεγε: «Ένα καθαρό όραμα, με την υποστήριξη ενός ξεκάθαρου σχεδίου, δίνει στον άνθρωπο μια φοβερή αίσθηση αυτοπεποίθησης και προσωπικής δύναμης». Σίγουρα αυτή τη δύναμη θα τη χρειαστούμε, για να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες και τις προκλήσεις, για να κάνουμε την Ήπειρο στο μέλλον, ένα τόπο ακόμη περισσότερο αξιοβίωτο.  

* Ο Πέτρος Ι. Μπούγιας είναι Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός - Μελετητής (Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης) Msc, “Περιβάλλον &  Ανάπτυξη (Μετσόβιο Πολυτεχνείο), Χωρικός Σχεδιασμός: “Σύγχρονες Τάσεις & Ζητήματα Αιχμής” (Ε.Α.Π)..