Μνησιπήμων πόνος…

on .

 Η φράση «μνησιπήμων πόνος», η οποία ακούστηκε κατά τους τόσον πολλούς και θερμούς επικήδειους λόγους που εκφωνήθηκαν κατά την εξόδιο ακολουθία του εκλιπόντος καθηγητή της Ιατρικής Σχολής, Δημάρχου της πόλης και μαθητή μου στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων, Μωϋσή Ελισάφ, επενήργησε ως μίτος της Αριάδνης και ανασύρθηκε, κατά τους γνωστούς από την ψυχολογία νόμους του συνειρμού, από το λαβύρινθο του ψυχικού κόσμου -αυτά τα «πείρατα της ψυχής», κατά τον Ηράκλειτο- στη μνήμη μου.

Μάλιστα, στα κυριότερα στάδια που την είχα συναντήσει κατά το παρελθόν και την έφερνα κάθε τόσο στο παρόν όταν συνέβαιναν παθήματα που την καθιστούσαν επίκαιρη και συνάμα διδακτική. 

Γύρισα πίσω στα φοιτητικά χρόνια, τότε που στο μάθημα της κλασικής φιλολογίας διδαχτήκαμε την «Ορέστεια Τριλογία» του Αισχύλου, αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας δραματικής τέχνης. Αρχίσαμε τη διδασκαλία της από το πρώτο μέρος, που φέρει τον τίτλο «Αγαμεμνων». Ο καθηγητής που μας το δίδαξε σταμάτησε και επέμεινε, θυμάμαι, στους στίχους του Αισχύλου με τους οποίους ο Χορός βρίσκει την ευκαιρία να εξυμνήσει τον παντεπόπτη Δία, τον «πατέρα ανδρών τε θεών τε», κατά τον Όμηρο, για όσα αγαθά έχει προσφέρει στους ανθρώπους, με τις φράσεις: «Τον φρονείν βροτούς οδώσαντα, τον πάθει μάθος θέντα κυρίως έχειν. Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας μνησιπημων πόνος». Αυτό σημαίνει: Αυτός (ο Δίας) έδειξε στον άνθρωπο το δρόμο της φρόνησης και θεσμοθέτησε τα παθήματα να γίνονται μαθήματα. Στάζει ακόμα και στον ύπνο, στην καρδιά μας, ο πόνος που θυμίζει τα παθήματά μας, ιδιαίτερα όταν αυτά δεν γίνονται μαθήματα.

Αυτές οι φράσεις, μας είπε, ολοκληρώνοντας την ανάλυση, ενέπνευσαν τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη όταν το 1944, γυρίζοντας από τη Μέση Ανατολή όπου ως διπλωμάτης είχε συνοδεύσει την Κυβέρνηση, έγραψε το ποίημα «Τελευταίος Σταθμός». Είχε ζήσει όλο το δράμα του πολέμου και της κατοχής, με τους πρόσφυγες, τα θύματα και τα ερείπια, με τα ολοκαυτώματα των Εβραίων στο Άουσβιτς και στα υπόλοιπα κρεματόρια που είχε στήσει στην Ευρώπη η χιτλερική θηριωδία. Μας συνέστησε να διαβάσουμε το ποίημα και, ως κατ’ οίκον εργασία, να κάνουμε την ανάλογη σύγκριση. 

Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το ποίημα του Σεφέρη: «Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε… που θα βουλιάξει, καθώς το δείχνουν οι στατιστικές…, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεσαι γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει, στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο, μνησιπήμων πόνος». Η λέξη «τόπος» στο παραπάνω απόσπασμα εκλαμβάνεται από τους ερμηνευτές με τη διπλή του σημασία: αυτήν του εθνικού και αυτήν του διεθνούς χώρου.

Θυμήθηκα αυτό το σκηνικό, αργότερα, όταν επισκέφθηκα τα κρεματόρια του Νταχάου και του Άουσβιτς και πίσω από τη σωζόμενη κυκλική επιγραφή που ενημέρωνε τον επισκέπτη στα γερμανικά πως ARBEIT MACHT FREI (=η εργασία κάνει την ελευθερία) διαπίστωσα με τις βιντεσκοπημένες εικόνες που προβλήθηκαν λίγα μέτρα μετά την είσοδο και με τους φούρνους πιο πέρα όπου καίγονταν αθώα θύματα, πίσω από αυτήν την ελκυστική φράση της εισόδου, κρυβόταν η απάνθρωπη θηριωδία των οργάνων του Χίτλερ.

Το ξαναθυμήθηκα επίσης αρκετά χρόνια αργότερα, όταν, το 2005, ο εκλιπών δήμαρχος, ως πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων, με παρακάλεσε να μιλήσω κατά το ετήσιο μνημόσυνο που διοργανώνει η Κοινότητα για τους Συμπολίτες μας Ρωμανιώτες Εβραίους που εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου.

Τότε ακριβώς, για μια ακόμα φορά, σκέφτηκα πως αυτά που συνέβησαν κατά τη φοβερή εκείνη για την ανθρωπότητα περίοδο, θα είναι «γιγνόμενα και αεί εσόμενα», κατά το Θουκυδίδη και θα «τάζει στην καρδιά μας» επαναλαμβανόμενος ο «μνησιπήμων πόνος» όσο θα ακολουθούμε την τακτική που καταδίκασε με τους στίχους του και συνόδευε με την τρομπέτα του ο αξέχαστος Νεγροαμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής Λούις Άρμστρονγκ, με την οποία έκλεισα την ομιλία μου: «Κάποτε ήρθαν και πήραν τους Εβραίους• δε μίλησα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Ύστερα μάζεψαν τους επαναστάτες• δε μίλησα, γιατί ήμουν ήσυχος πολίτης. Μετά ήρθαν και πήραν τους Χριστιανούς• ποτέ δε μίλησα: Ποιος νοιάζεται, έλεγα μέσα μου, για θρησκείες και για τέτοια; Τέλος ήρθαν και πήραν και μένα• δε μίλησα, δε φώναξα, έσκυψα το κεφάλι• δε ζήτησα βοήθεια, γιατί τότε που έπρεπε να φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ, να παλέψω, συνέχιζα αδιάφορος τη σκυφτή ζωή μου».

Και για να κλείσω με τη φράση «μνησιπήμων πόνος», με την οποία ξεκίνησα, αυτός ο πόνος εκδηλώθηκε κατά την εξόδιο ακολουθία του εκλιπόντος δημάρχου και μαθητή μου Μωϋσή Ελισάφ, με τον οποίο υπήρχε μια σχέση που εκδηλώνεται, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο, στα πλαίσια της, παιδαγωγικά καθιερωμένης, αμοιβαίας αγάπης και αυστηρότητας. Σχέση που διατηρήθηκε, παρά τις κάποιες διαφωνίες μας κάποτε ως προς την τακτική της συνεργασίας μας με άλλους παράγοντες για τα κοινά της πόλης μας, ζωντανή μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Τότε, στα πλαίσια των επιδιώξεων μαζικών επιστημονικών φορέων της πόλης, ξεκινήσαμε τις διαδικασίες υλοποίησης της ομόφωνης απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης μας, που πάρθηκε επί των ημερών της δικής του δημαρχίας, για την ανέγερση στο κέντρο της πόλης Μνημείου των Ηπειρωτών Εθνικών Ευεργετών και με την ομόθυμη συμπαράσταση και συνεργασία της Περιφέρειας Ηπείρου, συγκροτήθηκε η προβλεπόμενη από τους νόμους επιτροπή. Αυτή η ανέγερση του Μνημείου, αν και όταν πραγματοποιηθεί -και αυτό αποτελεί χρέος ιερό όλων μας, ιδιαίτερα δε της Περιφέρειας Ηπείρου και του Δήμου Ιωαννιτών- θα φέρει ασφαλώς και την προσωπική σφραγίδα του πρόωρα και αδόκητα εκλιπόντος δημάρχου.