Η Ιπποτική αλληλογραφία Κωνσταντίνου - Εσάτ Πασά…

on .

Τον Οκτώβριο του 1912, όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο, ήταν γνωστό ότι οι σκληρότερες και αιματηρές μάχες θα δίνονταν γύρω από το θρυλικό Μπιζάνι. Το Μπιζάνι ήταν στην κατάλληλη φυσική θέση για άμυνα. Αλλά, το καστέστησαν απόρθητο φρούριο τα φοβερά οχυρωματικά έργα, που κατασκεύασε ο Γερμανός στρατηγός Φον Ντερ Γκόλτς, στον οποίον ανέθεσαν οι Τούρκοι την κατασκευή τους. Ο στρατηγός Κων. Σαπουτζάκης, με τις δυνάμεις που διέθετε, κατέλαβε περιφερειακά αρκετά επίκαιρα σημεία. Όμως, ο κύριος όγκος των οχυρών δεν έπεφτε. Έτσι, στις 10 Ιανουαρίου 1913 έφθασε στην Ήπειρο και εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος έφερε και μία Μεραρχία στρατού. Το Φεβρουάριο εγκαταστάθηκε στο Χάνι Εμίν Αγά. Παράλληλα, όμως, ενισχύθηκε και ο τουρκικός στρατός με δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από το Σερβικό μέτωπο και έφθασαν έτσι τους 40.000 άνδρες με 108 πυροβόλα.

Ο Κωνσταντίνος, αφού έκανε τις σχετικές προετοιμασίες, απηύθυνε προτάσεις παραδόσεως προς τον Εσάτ Πασά. Η επιστολή περιέχει και ιπποτικής μορφής φιλοφρονήσεις, όπως συνηθίζονταν τότε μεταξύ των στρατιωτικών ηγετών:

«Προς τον διοικητήν του Οθωμανικού στρατού Ιωαννίνων Εσάτ Πασά.

Εξοχώτατε, Προσφεύγω εις υμάς, εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού, προ της τελικής εφόδου, όπως αποφευχθή η αιματοχυσία πολλών ηρώων και όπως περιφρουρηθή η πόλις εκ καταστροφής, ην θα φέρη η μάχη εις τας πύλας ταύτης. Ο εν Κορυτσά στρατός μου αφαιρεί κάθε ελπίδα διαφυγής εκ της τελικής αιχμαλωσίας.

Αφ’ ετέρου ασφαλώς γνωρίζετε, ότι η Οθωμανική Κυβέρνησις, από της ενάρξεως των συζητήσεων εν Λονδίνω διά την σύναψιν ειρήνης, παρητήθη των εδαφών, των περιλαμβανομένων από της Θράκης μέχρι του Αδριατικού Πελάγους και ως εκ τούτου δεν βλέπω τον λόγον δι’ επιμονήν εις άμυναν της πόλεως.

Εάν πρόκειται διά την τιμήν και δόξαν των όπλων σας, είμαι έτοιμος εν περιπτώσει παραδόσεως της πόλεως εις τον Στρατόν μου, προ της ορμητικής εφόδου, να επιτρέψω εις τον στρατόν Σας, να εξέλθη της πόλεως με όλην την τιμήν και δόξαν και με τα όπλα και στρατιωτικά του είδη και να μεταφερθή εις κατάλληλον σημείον. Συγχρόνως εγγυώμαι ότι θα επιδειχθή σεβασμός προς θρησκείαν, ζωήν, τιμήν και περιουσίαν των Μουσουλμάνων. Είναι ματαία η επιμονή Σας διατηρήσεως των Ιωαννίνων μέχρι της ειρήνης, με την ελπίδα ότι αυτή θα είναι προσεχής.

Κατά πληροφορίας μου, αι διαπραγματεύσεις διεκόπησαν, τα δε τελευταία γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως δεν επιτρέπουσι να υποθέση τις και να ελπίζη, ότι η σύναψις και η υπογραφή της ειρήνης θα είναι προσεχής.

Ο στρατός Σας, παρά την ανδρείαν και το θάρρος είναι καταδικασμένος εις αιχμαλωσίαν ή καταστροφήν. Η απώλεια των Ιωαννίνων δεν είναι δυνατόν να σας παράσχη ευθύνας, διότι η Κυβέρνησίς Σας, έχει παραιτηθή της χώρας ταύτης, κατά πάντα τρόπον. Εγώ δε έχω την στερεάν απόφασιν και την επιθυμίαν να καταλάβω οπωσδήποτε τα Ιωάννινα.

Εάν η Υμετέρα εξοχότης δέχεται κατ’ αρχήν τας προτάσεις μου, παρακαλώ, όπως μοι απαντήση δι’ αξιωματικού ερχομένου εις τας προφυλακάς μου διά της μεγάλης οδού. Παρακαλώ όπως δεχθήτε την έκφρασιν της εκτιμήσεώς μου Εξοχώτατε Πασά.

Αρχηγός της Στρατιάς Μακεδονίας και Ηπείρου Κωνσταντίνος».

TTT

Ένας Έλληνας αξιωματικός με δύο στρατιώτες και με την λευκή σημαία του κήρυκα, επλησίασαν τις τουρκικές προφυλακές του Μπιζανίου. Τούρκος αξιωματικός παρέλαβε την συντεταγμένη στην γαλλική γλώσσα επιστολή.

Ο Εσάτ Πασάς για μια στιγμή σκέφτηκε να ζητήσει ανακωχή μέχρι να απαντήσει η τουρκική κυβέρνηση γι’ αυτή την πρόταση. Διότι ο στρατός του υπέφερε και από έλλειψη τροφίμων. Κάθε Τούρκος στρατιώτης έπαιρνε 200 γραμμάρια ψωμί την ημέρα. Ο διοικητής της Δυτικής Στρατιάς Αλή Ριζά Πασάς διέταξε ότι ουδεμία συζήτηση πάνω στις προτάσεις αυτές επιτρέπεται. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου, ο Εσάτ Πασάς έστειλε στον Κωνσταντίνο την απάντηση:

«Προς τον Αρχηγόν του Ελληνικού Στρατού

Κωνσταντίνον: Υψηλότατε Πρίγκιψ

Τας εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού γενομένας προτάσεις της Ημετέρας Υψηλότητος ανέγνωσα μετά της αυτής σοβαρότητος και λεπτότητος και μετά πλήρους Σεβασμού.

Αναφέρω ότι διαθέτομεν τα απαιτούμενα μέσα συν Θεώ διά την άμυναν των Ιωαννίνων κατά πάσης ενεργείας του θαρραλέου Στρατού Σας.

Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως, διότι πιστεύετε, ότι θα επιμείνω μέχρι και του τελευταίου βλήματος εις την εκτέλεσιν του καθήκοντος, όπερ επιβάλλει εις τους υπερασπιστάς ενός Φρουρίου η Στρατιωτική τιμή και το Στρατιωτικόν γόητρον.

Αλλά, όπως η Υμετέρα Υψηλότης, ούτω και εγώ ανέλαβον καθήκον και σταθεράν την απόφασιν να το εκτελέσω και το εκπληρώσω πάση θυσία. Είναι τιμή δι’ εμέ να συνεχίσω τον πόλεμον μέχρι τέλους, με τον γενναίον Στρατόν Σας. Διά το χυθέν και χυνόμενον αίμα ο πολιτισμός και ο ανθρωπισμός δεν θα επικρίνη εμέ και τον Στρατόν μου. Το δίκαιον και η δικαιοσύνη θα καταλογίσωσιν ταύτην εις τους υπαιτίους του πολέμου.

Σας ευχαριστώ διά την ευγενή σας λεπτότητα και Σας παρακαλώ να δεχθήτε την έκφρασιν του Σεβασμού μου.

Αρχηγός Στρατού Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς»

(Σημειωτέον ότι ο Εσάτ Πασάς ήταν απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής)

Μετά από την απάντηση του Εσάτ Πασά, το Ελληνικό Στρατηγείο άρχισε να μετακινεί στρατιωτικές μονάδες σύμφωνα με το γενικό σχέδιο που είχε αποφασισθεί και το οποίο προέβλεπε κυρίως δύο πράγματα: Επιθετική κίνηση για καθήλωση του εχθρού στο δεξιό του Ελληνικού Στρατεύματος (Αετοράχη). Αποφασιστική επιθετική ενέργεια από τα αριστερά του Ελληνικού Στρατεύματος (Ραψίστα – Πεδινή).

Στις 19 και στις 20 Φεβρουαρίου εκδηλώθηκε η μεγάλη επίθεση με σφοδρότατο κανονιοβολισμό. Ερίφτηκαν πάνω από 10.000 οβίδες. Είναι γνωστό το μεγάλο τόλμημα του ταγματάρχη Βελισσαρίου να φθάσει με το τάγμα του ακάθεκτος στον Άγιο Ιωάννη της Μπονίλας (σημερινή Ανατολή). Η κίνηση αυτή επιτάχυνε την παράδοση των Ιωαννίνων. Η εντολή που είχε ο Ιωάννης Βελισσαρίου ήταν: Να σταματήσει στη Ραψίστα (σημ. Πεδινή). Αυτός συνέχισε την προέλαση μέχρι την Ανατολή, έκοψε τα τηλέφωνα Μπιζανίου – Ιωαννίνων και συνέλαβε αιχμαλώτους τους Τούρκους, που υποχωρούσαν προς τα Γιάννινα. Ο Εσάτ Πασάς έκρινε ότι η συνέχιση της άμυνας ήταν άσκοπη αιματοχυσία. Γι’ αυτό συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη Γερβάσιο και με τους προξένους της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ρουμανίας και τους ζήτησε να μεσολαβήσουν για την παράδοση.

Στις 11 το βράδυ ερχόταν με λευκή σημαία ένα αυτοκίνητο από τα Γιάννινα επέβαιναν δύο Τούρκοι αξιωματικοί και ο επίσκοπος Δωδώνης, οι οποίοι έφεραν το έγγραφο των προξένων. Ο Βελισσαρίου τους οδήγησε στο Στρατηγείο στο Εμίν Αγά.

Μετά από συμφωνία των δύο πλευρών, εκδόθηκε και διαβιβάστηκε αμέσως τηλεφωνικά η ιστορική διαταγή προς όλες τις Μεραρχίες: Χάνι Εμίν Αγά 21 Φεβρουαρίου 1913, ώρα 5.30’ πρωΐας. Προς απάσας τας Μεραρχίας: Ο Τουρκικός στρατός παρεδόθη αιχμάλωτος πολέμου άνευ όρων. Τα εχθρικά τμήματα θα υψώσωσι λευκήν σημαίαν. Αι Μεραρχίαι θα λάβωσιν τας εκδιδομένας διαταγάς αμέσως. Αρχιστράτηγος Κων/τίνος.

Ο διοικητής όλου του περιχαρακωμένου στρατοπέδου 52 χιλιομέτρων Βεχήπ Φουάτ έστειλε στον Έλληνα διοικητή του απέναντι στρατού έγγραφο: Κύριε Διοικητά, ο Γενικός Διοικητής της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων με διέταξε να παραδώσω εις τον Ελληνικόν στρατόν το Μπιζάνι… Υπολογίζων πολύ επί της πειθαρχίας του ελληνικού στρατού, υποβάλλω την παράκλησιν προς την εξοχότητα υμών, όπως η κατάθεσις των όπλων γίνη αξιοπρεπώς και συμφώνως προς τα καθαρώς στρατιωτικά έθιμα.

Κατά την παράδοση του πυροβολικού συνέβει ένα συγκινητικό επεισόδιο. Ο Τούρκος διοικητής, όταν είδε τον Έλληνα Μέραρχο να πλησιάζει με το επιτελείο του, τράβηξε το σπαθί του, ανέβηκε στο άλογό του και προχώρησε καλπάζοντας προς την κατεύθυνση που πλησίαζε ο έλληνας Μέραρχος. Όταν πλησίασε εκράτησε απότομα το χαλινάρι του αλόγου, εχαμήλωσε το σπαθί του, για να χαιρετήσει προς τα κάτω και γυρίζοντας τη λαβή του προς τον Έλληνα Μέραρχο, του είπε σε άψογα γαλλικά: Στρατηγέ μου, είσαστε πραγματικά άξιος να σας παραδώσω το σπαθί μου.

Και ο Έλληνας Μέραρχος του απάντησε: Κρατείστε το σπαθί σας, κύριε συνταγματάρχα, γιατί το ετιμήσατε αγωνισθέντες υπέρ της Πατρίδος σας!

Έτσι, μετά από 484 χρόνια πικρής και βάρβαρης τουρκικής σκλαβιάς, τα Γιάννενα ήταν ελεύθερα την 21 Φεβρουαρίου 1913…