Χωριά χωρίς χωριανούς…

on .

Ύστερα από τον εγκλεισμό του κορωνοϊού οι εφημερίδες έγραψαν και ξανάγραψαν για την εξαιρετική πληρότητα των ξενώνων του Ζαγορίου. Πλημύρισαν τα χωριά, οι δρόμοι και τα εστιατόρια, από ευχαριστημένους τουρίστες. Δεν έβρισκαν ελεύθερο μέρος.

Καμαρώνουμε εμείς οι Ζαγορίσιοι -που μένουμε εδώ ακόμη- για τον τόπο μας κι οι άλλοι, οι ξενητεμένοι της διασποράς, γεμίζουν νοσταλγία.

Όμως!.. Πέρασαν τα πανηγύρια με τα γλέντια του καλοκαιριού, τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και το Ζαγόρι ερήμωσε. Ερήμωσε κυριολεκτικά. Γιατί χρόνια τώρα έρημο είναι κι ας έχει παρηγοριά τα τριήμερα και τις αργίες. Γιατί το Ζαγόρι από χρόνο σε χρόνο ερημώνει περισσότερο. Μια ερήμωση που άρχισε χρόνια πριν και ελπίζαμε με τον τουρισμό να σταματήσει.

Να ξανανοίξουν τα σπίτια, να βρεις ένα χωριανό να πεις μια κουβέντα, να θυμηθείς, να νοσταλγήσεις, να γελάσεις με παλιές ιστορίες και σιακάδες…

Δυστυχώς γελαστήκαμε και ανυποψίαστοι, ευκολόπιστοι, ανενημέρωτοι, «πουλήσαμε τα πρωτοτόκια μας αντί πινακίου φακής». Γιατί ο Τουρισμός στο Ζαγόρι δεν έφερε κανενός είδους αλλαγή κι ανάπτυξη που περιμέναμε.

Ούτε σχολείο άνοιξε, ούτε παπάς, ούτε γιατρός, παρά μόνο τουρίστες από διάφορα μέρη στους ξενώνες, με ξένους ιδιοκτήτες και ξένο προσωπικό.

Είναι αλήθεια ότι οι ξένοι αγαπούν τον τόπο μας, μαγεύονται από τις ομορφιές του και φεύγουν ενθουσιασμένοι. Και γιατί όχι, όλα στα πόδια τους! Πολυτελή αυτοκίνητα γεμίζουν τους δρόμους κι οι άνθρωποι χαίρονται, γλεντούν, διασκεδάζουν με το δικό τους τρόπο και για δική τους ευχαρίστηση.

Έτυχε πολλές φορές να συναντήσω επισκέπτες να περνούν από την πόρτα μου. Τους μίλησα, τους καλημέρισα, τους γέλασα φιλικότατα κι εκείνοι με αντιμετώπισαν συγκαταβατικά κι αδιάφορα…

Γελαστήκαμε! Γιατί εμείς οι χωριανοί, οι μετρημένοι νέοι και οι ανήμποροι ηλικιωμένοι, δεν είδαμε ν’ αλλάζει η ζωή μας σε τίποτε. Ρήμαξαν τα χωράφια, χορτάριασαν οι κήποι, θέριεψαν τα δέντρα, βουβάθηκαν τα κυπριά... Ψυχή πουθενά! Πολλοί έφυγαν για τ’ αγύριστο ταξίδι και οι κλειδωνιές στολίζουν παραπονεμένες τις οξώπορτες.

Γιατί τα παιδιά και τα εγγόνια δεν θα γυρίσουν στο Ζαγόρι, στο χωριό, χωρίς τη μάνα, τον πατέρα, τη γιαγιά και τον παππού, που τα καρτερούσε και τα είχε όλα έτοιμα.

Ποιος ταξιδεμένος θ’ ανοίξει τώρα σπίτι κλεισμένο, θα ξεχορταριάσει, θα καθαρίσει και για πόσο καιρό, για τις μέρες τις μετρημένες της άδειας;

Τι κι αν πατριδολάτρες εμείς και με το Ζαγορίσιο φιλότιμο -προπατορικό αμάρτημα- τα σπίτια μας του 1800 και τα συντηρήσαμε και τα αποκαταστήσαμε και τα εκσυγχρονίσαμε να μη λείπει τίποτε, με κόπο και θυσίες, ελπίζοντας στο μέλλον, στο αύριο…

Γελαστήκαμε! Γιατί καμιά πρόοδος, καμιά βελτίωση, καμιά αλλαγή του τόπου και του τρόπου ζωής δεν έγινε χρόνια τώρα. Αντίθετα, καθημερινά κατηφορίζουμε.

Στην εκκλησία, όταν έχει «σειρά» ο πολύτιμος και δυσεύρετος παπάς των τριών χωριών, άδεια τα περήφανα στασίδια, λυπημένοι οι άγιοι τριγύρω και το σκαλιστό μοναδικής τέχνης τέμπλο. Κάποιος φιλότιμος ηλικιωμένος ή νέος θα κάνει τον ψάλτη και η εκκλησία γεμίζει μοναχά στις κηδείες και στα μνημόσυνα.

Ο ξένος θα μπει από περιέργεια, θα θαυμάσει την αρχιτεκτονική, ίσως ν’ ανάψει κι ένα κερί. Ξένος ανάμεσα στους ξένους, όπως ξένοι είμαστε και μεις στον τόπο μας.

Ρήμαξε ο τόπος, αγρίεψε κι εμείς οι ηλικιωμένοι όσοι απομείναμε εκεί φοβόμαστε!

Τι έφταιξε; Τι συνεχίζει να φταίει; Γιατί τα χωριά στο Ζαγόρι είναι χωριά χωρίς χωριανούς και «χωριό είναι οι χωριανοί»…