Ήθος και Πολιτική…

on .

 Όσα, τα τελευταία χρόνια της κρίσης συνέβησαν, η οποία βέβαια δεν ήταν μόνο οικονομική, ήταν κυρίως κρίση πολιτική, και όσα συμβαίνουν, σε πιο έντονο βαθμό μάλιστα, υποχρεώνουν τον καθένα μας, για να μπορέσει να εξηγήσει τα συμβαίνοντα, να προβληματιστεί γύρω από δυο βασικές έννοιες που είναι τα γενεσιουργά αίτια της κρίσης. Αυτά δεν είναι άλλα από το ήθος και την πολιτική. Ήθος, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η επιστήμη, είναι η σταθερή και συνεπής βούληση του ανθρώπου να αποφασίζει αυτοβούλως και να ενεργεί στη ζωή του με πλήρη συναίσθηση  της ευθύνης, απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους, σύμφωνα με ένα καθιερωμένο και κοινά αποδεκτό σύστημα αξιών. Αυτό το μεγάλο προτέρημα του ανθρώπου καλλιεργείται και ακτινοβολεί στη ζωή τόσο με τη διδαχή, όσο και με το παράδειγμα. Και το μεν πρώτο, δηλαδή η διδαχή, είναι κατ’ εξοχήν έργο της παιδείας, το δε δεύτερο, δηλαδή το παράδειγμα, είναι κυρίως γνώρισμα και έργο της πολιτικής.

 Όταν όμως ανάμεσα στην παιδεία και την πολιτική υπάρχει η, κατά τον Γκαίτε, εκλεκτική συγγένεια, όταν δηλαδή οι πολιτικοί είναι άνθρωποι πνευματικά καλλιεργημένοι, και δεν είναι βουτηγμένοι «σε μαύρα μεσάνυχτα», για να επαναλάβω την άποψη που είχε ο Ελύτης για ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών της εποχής του, τότε η πολιτική γίνεται μορφή παιδαγωγίας. Τέτοια ακριβώς πρέπει κανονικά να είναι για να διδάσκουν τους πολίτες με αυτά που λένε και κυρίως με αυτά που πράττουν.

Ως μορφή παιδαγωγίας παρουσιάζεται η πολιτική στον «Επιτάφιο» του Περικλή, στον οποίο ο μεγάλος αυτός πολιτικός της αρχαιότητας ολοκληρώνει τον ύμνο προς το Πολίτευμα της Αθήνας, με τη γνωστή, φαντάζομαι, στους πολλούς επιλογική φράση: «Ξυνελών τε λέγω την τε πάσαν πόλιν παίδευσιν κοινήν της Ελλάδος είναι». Αυτό σημαίνει πως η πόλη μας, με όλες τις εκδηλώσεις της, έχει καταλήξει να είναι κοινό παιδευτήριο της Ελλάδας. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο όλοι οι φωτισμένοι πολιτικοί ηγέτες στον κόσμο και στη χώρα μας είχαν ως εγκόλπιο το Θουκυδίδη και προσπαθούσαν να παραδειγματιστούν από τα ηγετικά προσόντα του Περικλή, όπως αυτά τα παρουσιάζει στις «Ιστορίες» του ο μεγάλος αυτός ιστορικός της αρχαίας Ελλάδας. 

Πίστευαν ότι τους πέφτει η ευθύνη και το προνόμιο να προστατεύσουν τους πολίτες, από την εξάλειψη, στις παραδόσεις του ανθρωπισμού, στη λογική και στην πρόοδο, που αποτελούν την πολυτιμότερη κληρονομιά μας σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Τέτοια όμως πολιτική παιδαγωγία δεν είναι σε θέση να ασκήσουν οι κάθε είδους δημαγωγοί που κάνουν την εμφάνισή τους κατά καιρούς και έχουν σαν στόχο να εξαπατήσουν τους λαούς, ιδιαίτερα με προεκλογικές υποσχέσεις, με τις οποίες επιδιώκουν πώς, με κάθε μέσο, θα κατακτήσουν ή θα διατηρήσουν την εξουσία, αδιαφορώντας για την απαραίτητη σύνδεση του ήθους με την πολιτική.

Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη νεότερη ελληνική πολιτική πραγματικότητα επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές:

Το πρώτο παράδειγμα το προσφέρει ο Ιωάννης Καποδίστριας: Είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας -ένα από τα παλαιότερα και πιο αξιόλογα Πανεπιστήμια στην Ευρώπη της εποχής του- με τρία διδακτορικά διπλώματα και σήμερα το πορτρέτο και το οικόσημό του κοσμεί την κεντρικότερη αίθουσα αυτού του ιστορικού Πανεπιστημίου, ανάμεσα σε 39 άλλες προσωπικότητες, τις πιο διάσημες στον κόσμο, που πέρασαν από αυτό το Πανεπιστήμιο. Όπως γράφει στο βιβλίο του «Ιστορικές Αναμνήσεις» ο Νικόλαος Δραγούμης, Γραμματέας στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, που εξέλεξε τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδας, ο Καποδίστριας «την ανωτάτην Παιδείαν και ηγάπα και ετίμα και παρεδέχετο, και την επί τον νουν και την καρδίαν επίδρασιν των αρχαίων συγγραφέων ώμολόγει, είπερ τις και άλλος, διότι, είπερ τις και άλλος, είχε μελετήσει αυτούς». Εκείνον δε που, «είπερ τις και άλλος είχε μελετήσει», ήταν ο Θουκυδίδης. Έτσι, όταν διαπίστωσε τις πρώτες αντιδράσεις, έγραψε, ανάμεσα σε άλλα: «Ούτε ο φόβος των μηχανορραφιών και των ραδιούργων, ούτε αι μακραίωνες συκοφαντικαί στήλαι μερικών εφημερίδων, δεν θέλουν με παρεκκλίνει ποτέ της πορείας την οποίαν έπραξα εις την ζωήν μου…Θα έλθει κάποτε καιρός, ότε οι άνθρωποι κρίνονται, όχι σύμφωνα με όσα είπαν ή έγραψαν περί των πράξεών των, αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των…».

Το δεύτερο παράδειγμα μας το προσφέρει -ας μη παρεξενευτούν μερικοί- ο Ηλίας Ηλιού. Υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους πολιτικούς της Ελληνικής Αριστεράς. Είχε ξεκοκαλίσει -στην κυριολεξία- τις «Ιστορίες» του Θουκυδίδη και έκρινε σκόπιμο, ως πολιτικός με ήθος που ήταν να στείλει τα συμπεράσματά του, με το βιβλίο -δοκίμιο που, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να έχουν διαβάσει οι πολιτικοί μας, ιδιαίτερα δε όσοι ισχυρίζονται ότι ανήκουν στην Αριστερά με τον τίτλο: «ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ».

Στις εκλογές του 1956 και του 1958 -γράφει- «η μετριοπαθής, συνετή και υπεύθυνη γραμμή μας αποτελούσε κίνδυνο για την αντίδραση. Το μαρτύρησε εύγλωττα ο τότε υπουργός Ασφαλείας Ευάγγελος Καλατζής. Απευθυνόμενος σε μένα ,από το βήμα της Βουλής, μου είπε: Δεν σας θέλουμε εδώ μέσα, να βγήτε στο βουνό… Φυσικά εγώ απάντησα στον Καλατζή: Δεν θα σας κάνουμε το χατήρι, θα σας ρέψουμε στη νομιμότητα, προασπίζοντας τη νομιμότητα».

Στο ίδιο βιβλίο, διατυπώνει την άποψη πως θα ήθελε να γράψει ένα ιστόρημα που θα έφερνε τον τίτλο «ο δρόμος με τις πεπονόφλουδες», για να ιστορήσει τα λάθη που διαπράχθηκαν. «Λάθη - τονίζει- αριστερίστικου χαρακτήρα που τελικά στεριώνουν την αντίδραση και την εξάρτηση από τους ξένους, κλονίζουν κάθε φορά τη Δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία, σύμφωνα με το νόμο της ετερογονίας των σκοπών, που η Ιστορία έχει πληθώρα παραδειγμάτων γι’ αυτόν. Για άλλο σκοπό ξεκινάει ο αδέξιος ή ο ηλίθιος φορέας της ιστορικής στιγμής και στο αντίθετο αποτέλεσμα καταλήγει».

Αυτό σημαίνει ήθος στην πολιτική, να κάνεις την αυτοκριτική σου και να ομολογείς τα λάθη σου. Γνωρίζετε πολλούς πολιτικούς ηγέτες, δεξιούς, αριστερούς, κεντρώους, να έχουν επιδείξει αυτό το ήθος;