Το πρώτο χιόνι…

on .

Άργησε φέτος  να ‘ρθει ο χειμώνας, αγναντεύεις και βλέπεις μαύρα τα γύρω  βουνά κι ανταριασμένοι οι κάμποι. 

Ο ήλιος προβάλλει και ρίχνει τις θαλπωρές ακτίνες του  ξεγελώντας τα δέντρα να μπουμπουκιάσουν. Πέρασε κι ο μισός Γενάρης κι ακόμα δεν είχε χιονίσει. Κι όμως δεν μας λησμόνησε ο χειμώνας. 

Ξάφνου ένα βράδυ ξημερώνοντας τ’ Αϊ Γιωργιού του Πολιούχου των Γιαννίνων αντάρα, βροχή, συννεφιάσματα και ανεμοδαρμοί σκεπάζοντας το φως της χειμωνιάτικης μέρας  άρχισε να πέφτει το πρώτο χιόνι. Άδικα πασχίζει και δεν φτάνει στη γη του ήλιου η θαλπωρή και η αγάπη του. 

Λευκοσύνη παντού στα βουνά και στους κάμπους, μετέωρη και ξαπλωμένη παντού. Μια  χειμωνιάτικη φύση ειδυλλιακής ομορφιάς.

Χιόνινη επικράτεια ολούθε αλλά και κρυσταλλένιο κάλλος. Λόγχες πάγου με τις αιχμές να κρέμονται από τα δέντρα και να λογχίζουν καταγής, αντικρίζοντας το λευκό μεγαλείο της νυχτιάτικης δημιουργίας.

Εδώ κι εκεί λίγα κίτρινα και σάπια φύλλα πεσμένα απόμειναν ύστερα από το γοργοτάξιδό τους σπρωγμένα από τ’ανεμοδέρι κείτονται στη ξεθωριασμένη και λευκή χλόη, πελιδνή συντροφιά στο λήθαργο του ψύχους.

Τούφες λευκές στα πεύκα και σε άλλα γυμνά δέντρα, κρυστάλλινες φλόγες ριγμένες προς τα κάτω οι σταγόνες φωτίζουν την βαρυχειμωνιά. Πούπουλα λευκά το χιόνι αυτό στον ήλιο την ημέρα λαμπιρίζει με χιλιάδες άστρα στο κορμί του, κι απλώνει την απαλοσύνη του στις γύρω τραχιές πλαγιές των βουνών να ημερέψουν. Τα σούρουπα ωχρό το φως, φως αναιμικό ξεγλιστρά στην ηπειρωτική φύση λες και πενθοφορεί αυτή την εποχή. Αλλά και οι νύχτες του χειμώνα βαριές. Αυτές οι μακρόσυρτες νύχτες αργοσέρνουν τα πέπλα και σκεπάζουν τα πάντα.

Έτσι μου ήρθε κατά νου εκείνα τα χρόνια παιδάκι στα χωριό μου που δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως, μόνο η φεγγαράδα του Γενάρη, κοιμόμασταν από πολύ νωρίς-με τις κότες- που κουρνιάζουν κι αυτές. Και δεν είναι  καθόλου υπερβολή ή σχήμα λόγου να αναφέρω ότι τότε το «φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε μου να περπατώ» κυριολεκτούσε.

Ξυπνητήρι για μας, τα πετεινάρια του χωριού, μας χάριζαν εγερτήρια συνθήματα κι ας ήταν λαρυγγισμοί της περηφάνιας του φύλλου τους. Καμιά τούφα πράσινη προφυλαγμένη προβάλλει κάτω απ’ τα δέντρα και διαλαλεί τη ζωντανή ελπίδα της  πνοής της σαν προάγγελος της Άνοιξης.

Όταν ξανοίγει ο ουρανός τα σπουργίτια, μικρές ψυχούλες στα ύψη τα μεγάλα, τρέχουν που για κατοικιό τους τώρα ψάχνουν τις ζεστές φωλιές των χελιδονιών που τις άφησαν φεύγοντας, όπως και τα τζιτζίκια δεν σκέπτονται πως θύτης η παγωνιά  θα τους σταθεί σκληρή. Στην αυλή μας ένα σπουργίτι δεν άντεξε το άψιωμα κι ανάσκελα χτύπησε πάνω στον πάγο κοκαλιασμένο άψυχο με συνοδεία του βοριά το μοιρολογιό.

Όταν μετακομίσαμε στα Γιάννινα έβλεπα τις νοικοκυρές στις αυλές και στα μπαλκόνια να ρίχνουν  ψίχουλα να τα κρατήσουν ζωντανά μέχρι να περάσει η βαρυχειμωνιά.

Να σας πω όμως και την αμαρτία μου, τότε στο χωριό μικρά παιδιά, όταν έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε και δεν κάναμε σχολείο, πηγαίναμε για κυνήγι σπουργιτιών. Προκειμένου να μην κρυώνουμε ψάχναμε και βρίσκαμε άδεια κουτιά-τενεκεδάκια από κονσέρβες (θυμάστε τα κορν-μπιφ με τα άλογα και τις αγελάδες Ουγγαρίας ζωγραφισμένα απ’ έξω) κάναμε τρύπες, τα δέναμε με σύρμα, βάζαμε μέσα αναμμένα κάρβουνα από τη γωνιά(τζάκι), ρίχναμε ξερόκλαδα και τα γυρίζαμε γύρω-γύρω ν’ ανάψουν, και έτσι ζεσταινόμασταν.

Μετά στήναμε «τσιόπλενες»(παγίδες) κάναμε μια γούρνα στο χώμα, βάζαμε μέσα ψίχουλα και σπόρους κι από πάνω δέναμε μια «πλάκα» με σύρμα και μόλις έμπαινε το σπουργίτι μέσα, αφήναμε την  πλάκα και τα πιάναμε, όπως κυνηγούσαμε και με τις σφεντόνες. Άλλες εποχές τότε, το κρέας ήταν σπάνιο και η «πείνα τέχνας κατεργάζεται».

Θα θυμάστε οι παλιότεροι, τις πρώτες ημέρες του 1978 το πολικό ψύχος που «δώρισε» στην Παμβώτιδα, την αγαπημένη μας λίμνη την αλλαγή με πάγωμά της. Όλοι μας κατεβήκαμε στο Μώλο και την περπατήσαμε ως άλλοι «Ντουραχάν Πασάδες» και μερικοί κάνανε και βόλτες με τα ποδήλατα.

Ποιός δεν θυμάται τους σταλαγμίτες στο οδικό κατάστρωμα και τους σταλακτίτες στα πλατάνια τις λεύκες και τ’ άλλα δέντρα; Ένας θρίαμβος κρυσταλλικού θεάματος.

Αχ  πόσο νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια ,εκείνα τα βιώματα κι όσο περνάν τα χρόνια άλλο τόσο μου έρχονται στο νου.

Να γινόμουν πάλι παιδί να κυνηγώ με την σφεντόνα, παρέα με τους φίλους μου και να στήνουμε παγίδες και μετά να κάναμε ‘’τσιμπούσι’’. Αλλά δεν γυρίζουν εκείνα τα χρόνια και μένουμε με ευχάριστες αναμνήσεις.

 (Μέτσοβο)