Το ήθος, ο μόνος δρόμος προς την ευδαιμονία!

on .

• Ο ηθικός βίος είναι ο μόνος, σύμφωνα με τους μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους, ο οποίος οδηγεί στην ευδαιμονία. Σε αντίθεση με τον ηδονισμό, το κατά φύσιν ζην,  η ζωή δηλαδή με βάση τον νόμο της ζούγκλας, τον αμοραλισμό και τον ηθικό σχετικισμό που εκφράζεται με τη χαρακτηριστική ρήση του Πρωταγόρα ότι «για όλα τα πράγματα ο άνθρωπος είναι το μέτρον», ο κριτής, ο Σωκράτης και ο Πλάτων θεμελιώνουν την ηθική τους στο «για όλα τα πράγματα μέτρον, κριτήριο, είναι ο Θεός» 

Κατά την Πρωταγόρεια άποψη, την οποίαν υιοθετεί ως επί το πλείστον  η σύγχρονη πολιτική και κοινωνική θεωρία και πράξη, δεν υπάρχει από τη φύση καμιά σταθερή αυθύπαρκτη ηθική αξία, αλλά αυτό που κάθε φορά θα φανεί καλό και ηθικό στην πλειοψηφία («το κοινῆι δόξαν», η κοινή γνώμη δηλαδή) και για όσο χρόνο θα διαρκεί αυτή η κοινή αντίληψη, αυτό θα είναι καλό και ηθικό.

Δεν έχει παρά να αναλογιστεί κανείς τα σχετικά με την ομοφυλοφιλία και την λεγόμενη αλλαγή φύλου ή και τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, τι ίσχυε παλαιότερα και τι ισχύει σήμερα. Ο φιλοσοφικός βίος, η πίστη και η βεβαιότητα στην ύπαρξη σταθερών διαχρονικών ηθικών αρχών και αξιών και  το να πράττει κανείς σύμφωνα με αυτές,, δηλαδή ο ενάρετος βίος, είναι προϋπόθεση ατομικής και κοινωνικής ευτυχίας, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους.

Ο Πλάτων δεν είναι αιθεροβάμων. Γνωρίζει ότι το κακό δε μπορεί να εξαλειφθεί. Θα υπάρχει πάντοτε, αφού είναι συνυφασμένο με τη θνητή φύση του ανθρώπου. Γνωρίζει επίσης ότι είναι πολύ δύσκολο να πεισθεί ο καθένας να ζει μια ζωή βασισμένη στην αρετή και ακόμη ότι αυτή η επιλογή οδηγεί στον επιδιωκόμενο από τον καθένα στόχο, την ευτυχία. Πολύ περισσότερο, ακόμη και αν το γνωρίζει, δεν είναι καθόλου εύκολο ότι θα μπορέσει και θα θελήσει να πράττει πάντοτε αυτό που θεωρεί ηθικά σωστό. 

Η επιλογή του τρόπου ζωής είναι σαφές ότι επαφίεται στο άτομο και στις κοινωνίες. Αυτό μας λέει και  ο Χριστιανισμός με το ίδιο το στόμα του Ιησού, «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀράτω τόν σταυρόν αὐτόῦ καί ακολουθείτω μοι». Όποιος θέλει, κανένας εξαναγκασμός. Ο δρόμος είναι δύσκολος στην αρχή, ομαλός όμως αργότερα, σύμφωνα και με τον γνωστό μύθο για την επιλογή του δρόμου που οδηγεί στην Αρετή ή την Κακία από τον Ηρακλή.

Ένας δρόμος απομένει, για να επιτύχει κανείς την ευδαιμονία: να προσπαθήσει να φύγει από τη θνητή φύση του. Πράγμα πάρα πολύ δύσκολο. Δεν εννοεί βέβαια ο Πλάτων την αυτοκτονία. Κάθε άλλο. Αλλά να αποφεύγει κανείς την πονηρία και το κακόν και να πράττει ενάρετα. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να γίνεται, για να δίνει την εντύπωση στην κοινωνία ότι είναι καλός και ενάρετος. Αυτά συνιστούν υποκρισία. 

Πρωτίστως θα πρέπει να δεχτεί ότι ο Θεός δεν είναι ποτέ και πουθενά  και με κανένα τρόπο άδικος, αλλά «δικαιότατος» και ότι δεν υπάρχει τίποτα που να του μοιάζει περισσότερο («αὐτῷ ὁμοιότερον») από το να γίνει ο καθένας από εμάς όσο το δυνατόν πιο δίκαιος. Αυτό το νόημα έχει, όταν λέμε ότι πρέπει να ξεφύγει από τη θνητή φύση του.

Αυτή η γνώση είναι «σοφία καὶ ἀρετὴ ἀληθινή», ενώ η άγνοια «ἀμαθία καὶ κακία ἐναργής», φανερή αμάθεια και κακία. Η άσκηση επομένως της αρετής και η αποφυγή του κακού δεν πρέπει να γίνεται για το «φαίνεσθαι», τις εντυπώσεις, αλλά πρέπει να είναι ουσιαστική και να πηγάζει από τη γνώση του Θεού και των ιδιοτήτων του, δηλαδή της συνολικής αρετής. 

Η αγαθή και ανιδιοτελής προαίρεσις, κατά τον Αριστοτέλη, είναι το κριτήριο κατά πόσον μια πράξη είναι ηθική ή όχι.     

Η «ὁμοίωσις» με τον Θεό, η συνεχής προσπάθεια δηλαδή να μοιάσει ο θνητός άνθρωπος στον Θεό, έχοντάς τον σαν καθρέφτη για να βλέπει και να κρίνει τις δικές του πράξεις, αυτό οδηγεί στην πιο μεγάλη και πραγματική ευδαιμονία, ενώ του άθεου η ζωή είναι αθλιωτάτη. «Από ηλιθιότητα και από την πιο μεγάλη αμυαλοσύνη, χωρίς να το καταλάβουν, οι άνθρωποι  με τις άδικες πράξεις τους εξομοιούνται με τον αθεϊστικό και ανομοιούνται με τον θεϊκό τρόπο ζωής». 

Τέλος της ατομικής ηθικής είναι να έχει ο άνθρωπος τη θέληση και την  προθυμία να είναι δίκαιος και να ασκεί την αρετή όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο και να προσπαθεί «ὁμοιοῦσθαι Θεῷ», να γίνει όμοιος με τον Θεό, να ζει και να πράττει με βάση τις ιδιότητες που αποδίδουμε στη θεότητα.

Και για τον Αριστοτέλη  δεν θα πρέπει κανείς, όπως συμβουλεύουν κάποιοι φιλόσοφοι, να φρονεί ανθρώπινα, μια και είναι άνθρωπος και όχι Θεός, ούτε θνητά μια και είναι θνητός, αλλά όσο είναι δυνατόν να  προσπαθεί να αποκτήσει την αθανασία («ἐφ' ὅσον ἐνδέχεται ἀθανατίζειν») και να πράττει τα πάντα, για να ζει σύμφωνα με αυτό που είναι το κυριώτατον μέσα του, και αυτό είναι ο νους. Συνεπώς, η ζωή σύμφωνα με τον νου, τη λογική, εφόσον αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικόν του ανθρώπου, είναι ευδαιμονεστάτη.

Αν λοιπόν θεϊκός είναι ο νους σε σχέση με τη θνητή φύση του ανθρώπου, συνεπάγεται ότι η ζωή σύμφωνα με αυτόν είναι θεϊκή.  Το Αριστοτελικό «ἀθαννατίζειν» είναι ισοδύναμο με την ὁμοίωσιν προς το θεῖον. Όσο περισσότερο η ζωή του ανθρώπου θα είναι «ὁμοίωμα» της θεϊκής ενεργείας, τόσο περισσότερο θα πλησιάζει την τέλεια ευδαιμονία. Ως άνθρωπος, ωστόσο, θα έχει ανάγκην και της άλλης ευημερίας, των υλικών δηλαδή αγαθών, όχι πολλών, αλλά των απολύτως αναγκαίων. 

Το «ὁμοιοῦσθαι Θεῶι» και το «ἀθανατίζειν» είναι η υψίστη ηθική τελείωσις του θνητού ανθρώπου, και σε αυτό το εκπληκτικό συμπέρασμα έφτασε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία όχι με θεϊκή αποκάλυψη, αλλά με τον «λόγον», την λογική. Σε αυτήν την ηθικήν τελειότητα συνυπάρχει και η υψίστη και τελειοτάτη ηδονή.