Η Ελληνική κοσμοκρατία στους χρόνους της επίγειας παρουσίας του Θεανθρώπου…

on .

 Είναι γνωστό ότι στην Αρχαία Ελλάδα κάθε πόλη ήταν ένα κράτος. Όμως, οι πολίτες είχαν συνείδηση ότι ανήκαν στην ίδια φυλή, ήταν Έλληνες. Το 338 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β΄ αποφάσισε να ενώσει όλους τους Έλληνες σε ένα κράτος και όλοι μαζί να εκστρατεύσουν εναντίον των Περσών. Το 338 π.Χ. στη Χαιρώνεια (πιο πάνω από τη Λιβαδιά), ενίκησε τους ενωμένους στρατούς των πόλεων της νότιας Ελλάδας. Έτσι, η μάχη της Χαιρώνειας συμβολίζει το πέρασμα από την πόλη - κράτος

στην κοσμοπολίτικη αντίληψη και στη δημιουργία κρατών με τη σημερινή αντίληψη. Αμέσως μετά ο Φίλιππος συγκάλεσε στην Κόρινθο πανελλήνιο συνέδριο, στο οποίο πήραν μέρος αντιπρόσωποι από όλες τις ελληνικές πόλεις πλην της Σπάρτης (πλην Λακεδαιμονίων).

Η σπουδαιότερη απόφαση που πήραν ήταν η ίδρυση νέας πανελλήνιας συμμαχίας υπό την αρχηγία του Φιλίππου. Έτσι, ο Φίλιππος ανέλαβε την αρχηγία των δυνάμεων στον Εθνικό πόλεμο κατά των Περσών. Ο Φίλιππος επέστρεψε στη Μακεδονία και άρχισε να προετοιμάζει την εκστρατεία κατά των Περσών. Κατά την διάρκεια, όμως, των προετοιμασιών δολοφονήθηκε από έναν αξιωματικό για προσωπικούς λόγους. Ο στρατός ανακήρυξε βασιλέα τον γιο του Αλέξανδρο 20 ετών.

Ο Αλέξανδρος είχε πολλά προσόντα. Ο φόβος ήταν άγνωστος στο νέο βασιλιά… την Άνοιξη του 334 π.Χ. ξεκίνησε από την Πέλλα με 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, για να πραγματοποιήσει το έργο που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει ο πατέρας του. Ονειρεύτηκε να συγχωνεύσει όλον τον βαρβαρικό κόσμο με τον ελληνικό σε ένα ευρύτατο κράτος, στο οποίο όλοι οι λαοί θα είχαν ίσα δικαιώματα, με κοινά χαρακτηριστικά την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό.

Με τις νίκες του ο Αλέξανδρος έφερε σε φιλική επαφή τον ανατολικό με τον ελληνικό πολιτισμό, με τον ελληνικό κόσμο. Ο πολιτισμός των Ελλήνων εισχώρησε στη ζωή των λαών της Ασίας και της Αιγύπτου και τους ξύπνησε από την πνευματική νάρκη, στην οποία τους κρατούσε ο περσικός ζυγός. Με την ελληνική παιδεία και γλώσσα, με τον ελληνικό τρόπο σκέψης και ζωής, οι λαοί της ανατολής άρχισαν να εκπολιτίζονται. Έτσι, δημιουργήθηκε νέος βίος και νέος πολιτισμός, ο οποίος έχει κοσμοϊστορική σημασία για την κατόπιν πορεία της ανθρωπότητας. Η ιστορία των λαών μετά τον μέγα Αλέξανδρο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνέχεια της ιστορίας του κόσμου, τον οποίο εδημιούργησε ο μακεδονικός ελληνισμός.

Αλλά, και η επιστήμη ωφελήθηκε πολύ από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου. Με έμφυτο ο Αλέξανδρος το κατ΄ εξοχήν ελληνικό γνώρισμα της περιέργειας και της αγάπης προς τη μάθηση, εφρόντισε να τον συνοδεύει στις εκστρατείες του επιτελείο ειδικών ερευνητών. Με τα πορίσματα της έρευνάς τους επλούτισαν την ανθρώπινη γνώση με νέα, άγνωστα έως τότε στοιχεία. Η ιστορία, η γεωγραφία και εθνογραφία, η φυσική, η ζωολογία, η βοτανική, η αστρονομία, τα μαθηματικά αναπτύχθηκαν πάρα πολύ.

Από την αρχαιότητα έχουμε την πληροφορία, ότι ο Αλέξανδρος έστειλε στον (διδάσκαλό του) Αριστοτέλη σπάνια φυτά και ζώα, για να τα μελετήσει. Έπειτα, οι περιγραφές των παραλίων του Ινδικού, της Αραχωσίας της ερήμου Γεδρωσίας κλπ. από τον Νέαρχο επλάτυναν τους ορίζοντες της γεωγραφικής επιστήμης και έδωσαν αργότερα την πρώτη ώθηση στους θαλασσοπόρους και τους άλλους ερευνητές για την ανακάλυψη νέων κόσμων. Γι’ αυτό πολλοί εχαρακτήρισαν την εκστρατεία του Μεγ. Αλεξάνδρου ως ένοπλη εξερεύνηση.

Ο πρόωρος θάνατος δεν άφησε τον Αλέξανδρο να ολοκληρώσει το έργο του, όπως το είχε συλλάβει ο νους του. Κι όμως, όπως είδαμε πιο πάνω, στο μικρό αυτό διάστημα εδημιούργησε νέους ορίζοντες, τόσο σημαντικούς, που άλλαξαν το ρουν της παγκόσμιας ιστορίας. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται την κατάκτηση των απέραντων περιοχών, είναι να ιδρύει παντού καινούργιες ελληνικές πόλεις, που μεταφέρουν τον ελληνικό τρόπο του βίου σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι, γεννήθηκε ο μεγάλος κόσμος της ελληνικής Οικουμένης, ένα εκπληκτικό φαινόμενο πολιτισμικής έκρηξης που δεν έχει το όμοιό του στην ιστορία. Αυτός ο κόσμος αναπτύχθηκε και στις χώρες του Ισραήλ μέχρι τις ημέρες του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Στο μεταξύ εκυριάρχησε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία ακολουθώντας το όραμα του Μ. Αλεξάνδρου, θα ενοποιήσει με τις δικές της κατακτήσεις και κάτω από το δικό της διοικητικό σύστημα ένα μεγάλο μέρος των εξεληνισμένων από τον Αλέξανδρο περιοχών, το κοινό και συνεχόμενο στοιχείο της αυτοκρατορίας της θα παραμείνει ο ελληνικός πολιτισμός.

Από τον 2ο αιώνα π.Χ. η ίδια λατινική αριστοκρατία της Ρώμης προτιμάει στις κοινωνικές αναστροφές τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Αλλά, το πιο αξιοπρόσεκτο είναι ότι τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, όταν ο Απόστολος Παύλος γράφει την επιστολή «προς Ρωμαίους», δεν χρησιμοποιεί τα Λατινικά. Τόσο πολύ κυριαρχούσε το ελληνικό πνεύμα ακόμη και στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Δυόμιση αιώνες αργότερα, Ρωμαίοι αυτοκράτορες προτιμούν να περνούν τον περισσότερο χρόνο στην ελληνική Ανατολή, την πνευματικά ανεπτυγμένη.

Έτσι, προετοιμάστηκε το έδαφος για την απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου να μεταθέσει το κέντρο της αυτοκρατορίας σε μία καινούργια ελληνική πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη, την οποία ο λαός θα την αποκαλέσει Κωνσταντινούπολη…

Τους χρόνους της επίγειας παρουσίας του Χριστού, στον υπόλοιπο κόσμο (εκτός του Ισραήλ) επικρατεί, ειδωλολατρεία. Στην Ελλάδα, η φιλοσοφία καλλιέργησε την αμφιβολία στη λατρεία αυτή. Γι’ αυτό και έκτισαν ένα ναό με την επιγραφή ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Απόστολος των Εθνών Παύλος και είδε αυτόν τον ναόν, τους είπε: «Αυτόν τον Θεόν, τον οποίον εσείς λατρεύετε χωρίς να γνωρίζετε, αυτόν ήρθα εδώ να σας διδάξω».

Στο βράχο Άρειος Πάγος κάτω από την Ακρόπολη υπάρχει γραμμένη σε μεταλλική, επιφάνεια ολόκληρη η ομιλία του Απόστολου Παύλου. Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρχε μεγάλη σύγχυση. Διάφορα φιλοσοφικά συστήματα είχαν αναμειχθεί στο θέμα της θρησκείας, τα οποία οδήγησαν τα πράγματα, ώστε να μην υπάρχει ξεκάθαρος χώρος. Έφθασαν στο σημείο να λατρεύονται ως θεοί οι αυτοκράτορες. Έτσι, σήμερα οι ξεναγοί στα αρχαία ευρήματα λένε: «αυτός είναι ναός του αυτοκράτορα Τραϊανού, αυτός του Αδριανού», κλπ. Γι’ αυτό και ένας ακόμη λόγος διωγμών των Χριστιανών ήταν αυτός: Δηλαδή, με την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι αυτοκράτορες έχαναν όλες αυτές τις τιμές.