Τα Γιάννινα του χθες…

on .

Με το φίλο μου τον Λάμπρο κρατάμε τη φιλία μας ζωντανή και ζεστή θα έλεγα από τα αγνά παιδικά μας χρόνια πάνω από 60 χρόνια. Όπως όλοι οι αχώριστοι φίλοι τώρα που εκείνος είναι συνταξιούχος και επειδή εγώ μένω στο Μέτσοβο έχουμε καθιερώσει να ανταμώνουμε μια φορά την εβδομάδα και κάθε φορά αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια.

Έτσι λοιπόν γυρίζοντας το χρόνο πίσω στεκόμαστε σε φυσιογνωμίες και φιγούρες που εκείνα τα χρόνια μας έκαναν εντύπωση με τη συμπεριφορά τους και τα λεγόμενά τους και μας έχουν 

μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μας.

Θυμάσαι και θυμάσαι κάθε λίγο και λιγάκι. Έτσι λοιπόν θυμηθήκαμε (για λίγο εμείς) που παίρναμε τα «γκιούμια» να τα γεμίσουμε στη Δημοτική βρύση στη Σιαράβα (όταν συγκατοικούσαμε επί της Μητροπόλεως.) Στην κοινόχρηστη κουζίνα μας που ο νεροχύτης ήταν τσιμεντένιος είχαμε τα λαΐνια, τις στάμνες, τις γεμίζαμε γιατί κρατούσαν δροσερό το νερό σαν τα σημερινά ψυγεία για τους πατεράδες που γύριζαν κουρασμένοι τα καλοκαίρια.

-Θυμάσαι Λάμπρο και τις δυό βρύσες στο Κουρμανιό, η μία ήταν κοντά στον Άγιο Νικόλαο και όταν βγαίναμε από το Κατηχητικό πίναμε νερό. Επίσης γεμίζαμε την τσίγκινη βρύση στην κουζίνα όπως και τα λιγένια που ρίχναμε στον απόπατο να τον καθαρίσουμε.

Αναπολώντας τα περασμένα κατεβήκαμε την  Αβέρωφ και φτάνοντας στο Κάστρο θυμηθήκαμε τη λαϊκή αγορά με πωλητές από την  Αδρομίστα, το Μπρακμάδ και τις Κλαζιάδες (Λογκάδες, Καστρίτσα, Δροσοχώρι) με τα φρέσκα ζαρζαβατικά που τα μετέφεραν με τα καΐκια.

Φτάνοντας στη Σκάλα βλέπαμε αραγμένες τις χαμάλες με τα άλογα στολισμένα με τα χαϊμαλιά να τα ταΐζουν στο «ταϊσάρι» όταν περίμεναν πελάτες, τα καϊκάκια και τις βάρκες όπως και τα χέλια μέσα σε δρύινα  δοχεία. Η βόλτα αυτή μας οδήγησε στα περίφημα εκείνη την  εποχή «Ταμπάκικα» που τώρα μόνο στη μνήμη μας έχουν μείνει όπως και η μυρωδιά τους. Τώρα τα «Ταμπάκικα» έχουν γίνει τσιπουράδικα και καφετέριες.

Τότε που όλη η παραλίμνια περιοχή της Σιαράβας (οδός Γαριβάλδη) ήταν μια κόλαση. Η επεξεργασία των δερμάτων από τους Ταμπάκους (χρησιμοποιούσαν περιττώματα σκύλων) σε συνδυασμό με τα διπλανά δημοτικά σφαγεία, τις μύγες, τα κουνούπια, προκαλούσαν αφόρητη δυσωδία, και έκαναν την ατμόσφαιρα σε όλη την περιοχή αποπνικτική (ο Γ. Μπάζας μας έλεγε ότι εμείς κάναμε μπάνιο εκεί δίπλα τότε). Ως παιδιά που γυρίζαμε ολημερίς στους δρόμους της γειτονιάς μας θυμόμαστε τους τελευταίους Ταμπάκους (τέλη της δεκαετίας  του 50’) με τις λαστιχένιες μπότες τους ως τους γλουτούς, με τις πέτσινες ποδιές τους χωμένοι ως τα γόνατα στην λίμνη να επεξεργάζονται τα δέρματα σε άθλιες κυριολεκτικά συνθήκες. Έτσι τους περιγράφει και η λογοτεχνική πένα του Δ. Χατζή στο διήγημά του: «ο Σιούλας ο Ταμπάκος». 

Ώσπου η ηπειρωτική ευποιία έκανε για μια ακόμη φορά το θαύμα της.  Ο Χρήστος  Κατσάρης  μετέτρεψε αυτή τη περιοχή σε ένα ωραιότατο πάρκο με παιδική χαρά, θεατράκι και πολυχώρους πολιτιστικών εκδηλώσεων από τα πιο όμορφα στην πόλη μας το «Πάρκο Κατσάρη».

Εκεί λοιπόν είναι και το παραδοσιακό εστιατόριο «ΔΩΔΩΝΗ» που συχνάζουμε συνήθως, με τους νόστιμους μεζέδες και το κρασάκι και μεταξύ «τυριού και αχλαδιού» όπως συνηθίζεται να λέγεται, αλλά και τη συνοδεία λαϊκής μουσικής (Τσιτσάνη, Γαβαλά, Καζαντζίδη) συνεχίζουμε την κουβέντα μας.

-Λάμπρο, του λέω, σκέψου τον χειμώνα που θα ερχόμαστε εδώ στη «Δωδώνη» και πριν μπούμε μέσα να λυσσομανάει ο αέρας το κρύο και η παγωνιά, πόσο θα νοσταλγούσα να είναι θολά τα τζάμια και καθαρίζοντας με το χέρι και να κοιτάξουμε στο εσωτερικό και σε μια γωνιά να αντικρίσουμε να κάθεται ο Δ. Χατζής με την Μαργαρίτα Περδικάρη να συζητάνε. Μιλάω για τον συγγραφέα Δ. Χατζή του βιβλίου «Το τέλος της μικρής μας πόλης» που δεν υπάρχει Γιαννιώτης που να μην το έχει διαβάσει αλλά και όσοι γράφουμε για τα Γιάννινα αναφέρουμε την  μικρή μας πόλη και στη εποχή που ζούμε θα είχε γίνει VIRAL.

Μπαίνοντας μέσα να πιάναμε μια γωνιά και να αναβίωναν μπροστά μας αυτά που έχουν γράψει πολλοί, άλλα αλήθεια κι άλλα φανταστικά. 

 Να βλέπαμε να μπαίνει ο Νικήτας ο Καλουτσιανός, που έλειπε χρόνια στην Αθήνα και να καλησπερίζει τον Χατζή δίνοντάς του το χέρι. Κι εγώ του απαντάει εκείνος έλειπα χρόνια πάνω από 25, στο Παραπέτασμα. Τώρα που κόπασαν οι περιπέτειες γύρισα κι εγώ.

Τότε ακούστηκε η πόρτα να στριγγλίζει. Ένας ψηλός γεροδεμένος άνδρας  δρασκέλισε το κατώφλι. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο αλλά δεν ήταν ρυτίδες, κακουχίες ήταν. Κάθισε δίπλα στο  Χατζή, που τον χαιρέτισε:

-Γεια σου Σιούλα, Χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω.

-Γύρισες μπάρμπα Μήτσο. Χρόνια σε περίμενα. Κι  ήρθες στα παλιά μας στέκια; Τίποτα δεν έχε μείνει εδώ δίπλα. Ούτε ένα ταμπάκικο. 

Ταμπάκος ήταν ο Σιούλας, γι’ αυτό μύριζε σαν τράγος.

Ο Νικήτας διέκρινε μια αμηχανία στο πρόσωπο του Χατζή. -Ξέρεις Σιούλα, εγώ μια περιγραφή έκανα.

-Μπάρμπα Μήτσο, τι θα πει μια περιγραφή; Εσύ μ’ έκανες ρεζίλι σ’ όλη την πόλη, απ’ το Κάστρο μέχρι την Περίβλεπτο, με μένα γέλαγαν. 

Τι θα πει πήγα το όπλο μου σ’ ένα γύφτο; Κι έκατσες κι έγραψες πως δεν καταδέχτηκε να τ’ αγοράσει. Ξέρεις πολλούς γύφτους να μην αγοράζουν τέτοιο όπλο κυνηγετικό; 

Τζάμπα πράμα. Κι από πάνω έγραψες πως μου ‘δωκε κι ένα κατοστάρικο. Θα’ παιρνα εγώ κατοστάρικο από γύφτο; 

Τι είμαι Διακονιάρ’ς. Καλύτερα να ‘πεφτα στη λίμνη να πνιγώ. 

Τι ωραίες ιστορίες από τα Γιάννινα του χθες, από την «Μικρή μας Πόλη»; 

Οι φωτεινές επιγραφές, οι φανταχτερές βιτρίνες, τα πολυδάπανα ντεκόρ, μας οδηγούν σήμερα σε μια μεγαλούπολη που δεν πάει πίσω από την πρόοδο. Και τούτη η πρόοδος παίρνει σβάρνα ότι παλιό Γιαννιώτικο μας έφερνε νοσταλγικά στα παιδικά μας χρόνια, σε αυτά που αναφέρθηκα.

-Λάμπρο, είμαστε τυχεροί που ζήσαμε εκείνα τα Γιάννινα. Τα Γιάννινα του χθες. Άντε στην υγειά μας και θα επανέλθουμε.

 Μέτσοβο