Δύο αληθινές συγκλονιστικές ιστορίες από τον Πόλεμο…

on .

Με αφορμή την επέτειο του «ΟΧΙ», γυρίζοντας  τη μηχανή του χρόνου 82 χρόνια πίσω, στον Οκτώβριο του 1940, αναφέρομαι πιο κάτω σε δύο αληθινά ιστορικά γεγονότα, τα οποία δανείστηκα από το βιβλίο «Σελίδες Δόξης»(**), του αειμνήστου Αρτινού συγγραφέα Χρήστου Κολιάτσου (σ.σ. ήταν αδελφός του πατέρα μου), δημοσιογράφου της ιστορικής εφημερίδας «Καθημερινή», της οποίας υπήρξε πολεμικός απεσταλμένος κατά τον πόλεμο του  40. Τα δύο ιστορούμενα γεγονότα με τίτλους «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΒΟΛΗΤΗ» και «ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΡΤΙΝΟΥ ΕΥΖΩΝΟΥ», αντίστοιχα, είναι αφηγήματα, του αυτόπτη μάρτυρα και συγγραφέα που πραγματικά συγκλονίζουν. Θέλω να πιστεύω ότι αποτελούν μνημείο ηρωισμού, αυταπάρνησης, συναίσθησης  πατριωτικού καθήκοντος, αγάπης προς την πατρίδα αλλά και βαθύτατης περιφρόνησης του θανάτου. Γι’ αυτό η φετινή επέτειος του «ΟΧΙ» είναι μια ευκαιρία να ανασύρουμε  από τις ξεχασμένες σελίδες της ιστορικής μνήμης τέτοιου είδους ενθυμήματα, που αποτυπώνουν σημαντικά γεγονότα του τότε πολέμου, με πρωταγωνιστές  πατεράδες και παππούδες μας. Και από τα οποία, ιδιαίτερα στη  σημερινή συγκυρία, πρέπει να μάθουν οι νεότεροι και να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι κάποια από τα ηρωικά κατορθώματα του Έλληνα φαντάρου στη μάχη της Ελλάδας  στον πόλεμο του 40. 

Ο θάνατος του πολυβολητή

«…σε λόχο πολυβόλων του 34ου Συντάγματος Πεζικού Πειραιώς υπό τον Συνταγματάρχη Αλέξ. Τσιγκούνη υπηρετούσαν  δύο αδέλφια στρατιώτες πολυβολητές, ο Θανάσης και ο Κώστας. Ο λόχος πολυβόλων του Συντάγματος υπεράσπιζε μαζί με άλλες μικρότερες δυνάμεις το στρατηγικής σημασίας ύψωμα «Πεστάνι - Λέκλι - Τεπελένι», παρά τον Δρίνο ποταμό. Ένα μεσημέρι του Φεβρουαρίου 1941 οι ελληνικές δυνάμεις που κατείχαν το ύψωμα δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από αλλεπάλληλα κύματα εχθρικού πεζικού, που με τη βοήθεια του Ιταλικού πυροβολικού προσπαθούσε να κάμψει την αντίσταση των υπερασπιστών του υψώματος και να το καταλάβει… Σε μία σφοδρή και αποφασιστική για την διακράτηση του υψώματος επίθεση ο πολυβολητής Θανάσης, ένας ατρόμητος λεβέντης από τα βουνά του Παρνασσού που με το  πολυβόλο του  κυριολεκτικά θέριζε τις γραμμές του εχθρού, δέχτηκε κατάστηθα μια ριπή εχθρικού πολυβόλου. Ο γενναίος Έλληνας φαντάρος έκλεισε για πάντα τα αετίσια μάτια του, ραντίζοντας το όπλο του και το ιερό Βορειοηπειρωτικό χώμα με το ζεστό αίμα του. Δημιουργείται, ωστόσο, επικίνδυνο κενό που έσπευσαν ευθύς να εκμεταλλευτούν οι Ιταλοί. Τότε, στην κρίσιμη για την έκβαση της μάχης στιγμή, ο προμηθευτής στρατιώτης Κώστας, παραμερίζει το αιμόφυρτο, ζεστό ακόμη σώμα του αδελφού του και χωρίς άλλες σκέψεις και αισθήματα αρπάζει το πολυβόλο που για λίγο είχε σιγήσει, το στρέφει εναντίον των εχθρών και τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν την ιδέα να καταλάβουν το ύψωμα.

Λίγο αργότερα έφθασαν ενισχύσεις μας, οι Ιταλοί αποκρούστηκαν οριστικώς και το ύψωμα εσώθη. Ο Κώστας ζήτησε από τον διοικητή του να τον  αντικαταστήσουν για λίγο, φορτώθηκε ευλαβικά το ματωμένο σώμα του αδελφού του και κατέβηκε από την άλλη πλαγιά του υψώματος για να επιτελέσει το ιερό καθήκον του: Να θάψει τον αδελφό του με τον Παπά του συντάγματός του. Μετά την σύντομη νεκρώσιμη τελετή, ο Συνταγματάρχης παρόντων των επιτελών της 8ης Μεραρχίας συγχαίρει τον ήρωα και του αναγγέλλει ότι προάγεται σε λοχία επί του πεδίου της τιμής, εκφράζοντάς του συγκινημένος την λύπη του για τον θάνατο του αδελφού του.

Συνταγματάρχα μου, απήντησε, με συγκρατημένη από την συγκίνηση αλλά σταθεράν φωνήν ο γενναίος πολυβολητής. Είμαι περήφανος γιατί ο αδελφός μου, ο Θανάσης, πέθανε σαν ένας αληθινός Έλληνας στρατιώτης… Και εγώ δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το καθήκον μου! Έπειτα έσκυψε πάνω στο νεόσκαφτο τάφο, σκούπισε με ένα μαντήλι το ματωμένο πρόσωπο του νεκρού αδελφού του, τον φίλησε στοργικά χωρίς ν’ αφήση ούτε ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια του που λαμπύριζαν, του έριξε στο στήθος λίγα αγριολούλουδα του βουνού, παρεκάλεσε τους συναδέλφους του να βάλουν στο νεκρό ένα σταυρό με το όνομά του, χαιρέτισε στρατιωτικά τον διοικητή του Συντάγματος και τους επιτελείς αξιωματικούς και με σταθερό βήμα τράβηξε προς το ύψωμα.

 Οι παριστάμενοι: αξιωματικοί, στρατιώτες και εμείς οι δημοσιογράφοι-πολεμικοί απεσταλμένοι των Αθηναϊκών εφημερίδων τον παρακολουθήσαμε δακρυσμένοι να χάνεται τυλιγμένος στους σκοτεινούς πέπλους της νύχτας, που κατέβαινε σιωπηλή από τις γύρω βουνοπλαγιές. Μέσα μας όμως ένα δυνατό συναίσθημα συγκίνησης, θαυμασμού και υπερηφάνειας μας διακατείχε! 

Γι’ αυτό λίγο αργότερα τηλεγραφώντας  στις εφημερίδες μας το περιστατικό καταλήγαμε με την φράση: Αυτοί ήσαν οι Έλληνες πολεμισταί της Βορείου Ηπείρου…».

 Το παράπονο του Αρτινού ευζώνου

«…ήταν 8 Δεκεμβρίου 1940, λίγες ημέρες μετά την κατάληψη του Αργυροκάστρου. Καθόμουνα  σε ένα από τα ελληνικά μπαρ της πόλης και άρχισα να διαβάζω τα νέα από ένα φύλλο της «Καθημερινής», που λίγο γρηγορότερα ο στρατιώτης οδηγός μου με είχε προμηθεύσει. Ξαφνικά έρχεται και κάθεται στη διπλανή του τραπεζιού μου καρέκλα ένας εύζωνος.

«Τι λιεν τα νέα, ρε συνάδελφε;», με ρωτάει.

Τι να πουν του απάντησα. Εμείς τα ξέρουμε καλύτερα γιατί τα ζούμε καθημερινώς.   Από μας περιμένουν να τα μάθουν στην Αθήνα.

Ήλθε εν τω μεταξύ το γκαρσόνι και του παρήγγειλα δύο βερμούτ, ένα για τον εαυτό μου και ένα για τον…συνάδελφο..

«Γιατί συνάδελφε θέλ’ς να με κεράσης; Ιέχς περισσότερες παράδες του λόγου’ς;»

Όχι, του λέω, για να μην τον προσβάλλω. Πήρα μια επιταγή από τον πατέρα μου. «Ιέ, τότις ας πιούμε ένα σ’ υγείαν τα’ πατέρα σ’.». 

Παρατήρησα ότι το αριστερό μάτι του ευζώνου ήταν μελανιασμένο και πρησμένο σαν αυγό. Το αυτί του ήταν γεμάτο από ξηραμένα αίματα. Τα δύο  χέρια του πρησμένα και ματωμένα, το δε αριστερό του πόδι δεμένο με επίδεσμο, ήταν τυλιγμένο σε μια κομμένη αρβύλα για παντόφλα.

Είσαι τραυματίας; Που χτυπήθηκες, τον ρώτησα με συμπάθεια.

Σηκώνεται όρθιος, με κοιτάζει άγρια και με βλέμμα γεμάτο θυμό αλλά και με παράπονο μου λέει: «Βαλτός είσαι και σύ ρε συνάδελφε να μι πικράνς; Τι διάολο είδες και μι πέρασις για τραυματία; Μπας κι’ είσαι φίλος αυτίνου τ’ βλάκα τ’ γιατρού τ’ συντάγματος;»

Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, αφού δέχθηκα να με κεράση κι’ αυτός  ένα βερμούτ, λέγοντάς του: Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη, ρε συνάδελφε να μου ειπής τι σου συνέβη; Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας στη υγεία του δοξασμένου στρατού μας και ο εύζωνος μου διηγήθηκε την ιστορία του.

Ανήκε στο σύνταγμα του Τσακαλώτου, το 3/40 ευζωνικό της Άρτας και υπηρετούσε στο τάγμα του Χρυσοχόου και ήταν από τους Μελισσουργούς (Άρτας)… «Είχαμαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες που πολεμάγαμαν μεσ’ στα χιόνια και χωρίς ανάπαψη στο Μπουράτο, πέρα κατακεί στα σύνορα στην Κακκαβιά. Οι Μακαροναίοι(σ. σ, οι Ιταλοί) ήταν καλά κρυμμένοι  μέσ’ στις’ σπλιές με πυροβόλα και χειροβομβίδες και δεν έβγαιναν. Σε μια έφοδου πήδησα σα ζλάπι σε μια σπλιά κι’ κάρφωσα με τη λόγχη δύο Ιταλούς. Ένας απ’ αυτούς τραβήχτηκε πίσω και μούριξε μια χειρομποβίδα. Ιέκαμα ένα σάλτου να φλαχτώ κι’ όπους βλέπ’ς με πήρε στου μάτι η φλουόγα κι’ έπαθα φλόγοψι, όπως λέει  ο γιατρός, και γρατσνίστηκα και λίγου στ’ αυτί, στα χέρια και στου ποδάρι μου… Ιεφτούνο όμως δεν ήταν τραύμα για να μι βγάλ’ ο γιατρός απ’ το λόχου μ’ και να μι στίλη δέκα μέρες στ’ αναρρωτήρια… Ούλοι οι άλλοι συνάδελφοί μου κυνηγάν τσ’ Ιταλούς και γω κάθομαι στ’ Αργυρόκαστρο!! Μι κατάλαβες; Αυτούνο είν’ το παράπονό μου. Ιέχω ή δεν ιέχω δίκαιου;»

Βουρκώσανε τα μάτια μου από τη συγκίνησι και του απάντησα:

«Σε κατάλαβα  συνάδελφε και ησύχασε. Σε λίγες ημέρες θα γίνεις καλά και θα πας στο λόχο σου και θα σου δοθεί η ευκαιρία να ξανακυνηγήσεις τους Ιταλούς. Και δεν θα έχεις παράπονο! Έχεις κάτι παραπάνω από δίκαιο…».

Ο Αντώνης Κολιάτσος είναι μαθηματικός και αρθρογράφος, που δραστηριοποιείται στην Άρτα (email:Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.).

 ** οι πιο πάνω περικοπές έχουν γραφεί, όπως ακριβώς είναι καταχωρημένες στο βιβλίο «Σελίδες Δόξης» του συγγραφέα Χρήστου Κολιάτσου.