Το Λαογραφικό Μουσείο Λύγγου και η καραβάνα…

on .

 Επισκέφτηκα προ ημερών το χωριό Λύγγο (Μοσπίνα), γιατί το όλο φυσικό περιβάλλον, αλλά και το οικιστικό μαζί με τους λίγους κατοίκους του προσφέρουν μια αίσθηση σύνθεσης και συνύπαρξης της παλιάς εποχής με τον σύγχρονο κόσμο. Το χωριό βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τα Γιάννινα και έχει πρόσβαση με καλούς δρόμους. Πράγματι, χάρηκα το χωριό με τα παραδοσιακά σπίτια, με τον ανοιχτό ορίζοντα, με τη θέα και με το καταπληκτικό περιβάλλον. Απολαμβάνεις την ποικιλία των εικόνων, τους χρωματισμούς και το απέραντο του πρασίνου στις γύρω περιοχές. Αλλά η πιο όμορφη και μοναδική έκπληξη ήταν το Λαογραφικό Μουσείο, στο κέντρο του χωριού.

Πρόκειται για έναν μουσειακό χώρο που έχει αναπτυχθεί στο παλιό – κλειστό Δημοτικό Σχολείο της Μοσπίνας. Εδώ και χρόνια οι κάτοικοι του χωριού βάλθηκαν να σώσουν τον λαϊκό τους πολιτισμό, την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Το αποτέλεσμα αυτής της ευαισθησίας είναι η δημιουργία του Λαογραφικού τους Μουσείου. Είναι ένα μουσείο λαϊκού πολιτισμού μοναδικό, εντυπωσιακό και παιδαγωγικό.

Έχουν συγκεντρωθεί εργαλεία, υφαντά, σπιτικά έπιπλα, φωτογραφίες και πλείστα άλλα μικροαντικείμενα που οι άνθρωποι του χωριού για αιώνες χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού, της οικονομίας, των κοινωνικών απαιτήσεων. Και το πλέον εντυπωσιακό είναι η διατήρηση μιας αίθουσας του Δημοτικού Σχολείου, όπως ακριβώς ήταν οργανωμένη και λειτουργούσε μέχρι το 1960. Εκεί μπορεί να δει ο επισκέπτης τα θρανία, την έδρα, τα κάδρα των ηρώων, τον πίνακα, τα βιβλία, την πλάκα, τους τορβάδες και ό,τι άλλο ήταν χρήσιμο και λειτουργικό σε άλλες εποχές που οι δυσκολίες με τους πολέμους και τη φτώχεια ανάγκαζαν τον κόσμο να παλεύει για να αντισταθεί στην αγραμματοσύνη.

Θεωρώ πως τα σχολεία της ευρύτερης περιοχής μας, αλλά και κάθε πολίτης θα κερδίσει με την επίσκεψή του σ’ αυτό το Μουσείο. Η δε κυρία Μιράντα, εκπαιδευτικός και ψυχή του Λαογραφικού Μουσείου, με την ξενάγησή της έχει να δώσει πολλά στοιχεία στους μαθητές και ξυπνάει συγκινητικά βιώματα στους μεγαλύτερους.

Και θέλοντας να προκαλέσω το ενδιαφέρον στους αναγνώστες, θα αναφερθώ στο ιστορικό «μιας καραβάνας» που εκτίθεται στο Μουσείο και σε θέση ξεχωριστή. Εξωτερικά γράφει το όνομα και το επώνυμο του κατόχου της, ο οποίος σήμερα δεν βρίσκεται εν ζωή. Στον πυθμένα τον εσωτερικό της καραβάνας είναι σκαλισμένη μια καρδιά, ένα σύμβολο αιώνιο της αγάπης δύο νέων. Αυτή η καραβάνα έχει τούτη την ιστορία:

-Εδώ και ογδόντα χρόνια ένας νέος του χωριού αγάπησε μια κοπέλα από το ίδιο χωριό. Όμως η οικογένεια του κοριτσιού είχε μεγάλη έχθρα προς το σπίτι του αγοριού και σε καμιά περίπτωση δεν θα συμφωνούσε με γάμο. Κάποια μέρα ο νέος φεύγει για δουλειά στο χωριό Ελεύθερο της Κόνιτσας και αγοράζει από τα Γιάννενα αυτή την καραβάνα για φαγητό. Η κοπέλα χαράζει την καρδιά για να μην την ξεχάσει, καθώς έφευγε για την Κόνιτσα.

Αμέσως οι γονείς της κανονίζουν με συγγενείς τους να την στείλουν στην Αυστραλία για να την «κόψουν» από τον αγαπητικό της (εκείνα τα χρόνια, αρχές εικοστού αιώνα, ο πατέρας αποφάσιζε και η κόρη εκτελούσε). Αναγκαστικά, με το στανιό, η κοπέλα φεύγει με καράβι και πρόλαβε να μηνύσει στον καλό της ότι σε έξι μήνες θα γυρίσει από την Αυστραλία. Δυστυχώς χάθηκαν τα ίχνη του κοριτσιού για πάντα. Έλεγαν πως είχε αυτοκτονήσει. Άλλοι πως είχε παντρευτεί και ήταν δυστυχισμένη. Πάντως ο Ν. έχασε τα ίχνη της, πόνεσε, έκλαψε και ύστερα από χρόνια έφτιαξε την οικογένειά του, όπως συμβαίνει σε όλες τις εποχές. Η καραβάνα χάθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Και πριν από είκοσι χρόνια, ο Πέτρος Μιχαήλ από την Κόνιτσα, φημισμένος καμπανάς την ανακαλύπτει στο χυτήριο, καθώς ετοιμάζονταν να τη λιώσει και να τη μετατρέψει σε κουδούνια και τη δώρισε στο Λαογραφικό Μουσείο, αφού γνώριζε τον κάτοχό της!

Είναι προφανές ότι το κάθε κειμήλιο και μικροαντικείμενο του Μουσείου έχει τη δική του ιστορία και όλα μαζί κρατάνε τον λαϊκό πολιτισμό εκείνης της εποχής. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία σχολεία και κάτοικοι των Ιωαννίνων να το γνωρίσουν από κοντά, για να βιώσουν μια άλλη ιστορική πραγματικότητα.

Κλείνοντας, εκφράζω τα συγχαρητήρια στους οργανωτές του Μουσείου και «μπράβο» στους Μοσπινιώτες για τη διατήρηση της ιστορίας τους.