Ρημάζουν τα χωριά…

on .

 Η ύπαιθρος ερημώνει. Και δεν είναι μόνο μια θεωρητική διατύπωση ή μια διαπίστωση δια γυμνού οφθαλμού, αλλά το επιβεβαιώνουν τα στοιχεία. Οι αριθμοί, που δημοσιοποίησε για το 2021 η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία είναι αμείλικτοι.

Στη Θεσπρωτία οι θάνατοι ήταν 630 και οι γεννήσεις 279, δηλαδή οι θάνατοι ήταν 351 περισσότεροι από τις γεννήσεις. Απελπιστική είναι η εικόνα, που εμφανίζεται στους νομούς της Ηπείρου, όπου συνολικά οι θάνατοι ήταν 4.514 και οι γεννήσεις 2.231. Ειδικότερα στην Άρτα 407 γεννήσεις και 1.098 θάνατοι, στα Ιωάννινα 1.157 γεννήσεις και 1.985 θάνατοι, στην Πρέβεζα  388 γεννήσεις  801 θάνατοι, στη Θεσπρωτία 279 γεννήσεις και 630 θάνατοι. 

Η Πολιτεία, αλλά και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, κάτι πρέπει να κάνουν, άμεσα, προκειμένου να αναστραφεί αυτό το αρνητικό κλίμα. Νεκροταφεία κατάντησαν τα χωριά. Και αν πεθάνουν τα χωριά νεκρώνεται ένα βασικό κύτταρο του εθνικού σώματος. Αν βρεθεί κανείς σε ορεινά, αλλά και ημιορεινά, χωριά της Ηπείρου πραγματικά τον κυριεύει μια απέραντη μελαγχολία, από την εικόνα ερήμωσης που αντικρύζει, η οποία είναι το ίδιο «πένθιμη» και σε πολλά άλλα χωριά της Ελλάδας. 

Μια «ταφόπλακα» εγκατάλειψης πλανιέται πάνω από αυτά, αλλού μεγαλύτερη, αλλού μικρότερη, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις είναι αποκαρδιωτική η κατάσταση. Λίγοι αποκαμωμένοι γέροντες, λίγες σκυρτωμένες γερόντισσες και που και που και ορισμένοι μεσήλικες, σχεδόν καθόλου παιδιά, που κάποτε με τα γέλια και τα παιχνίδια τους ομόρφαιναν τα χωριά.

Και όπου υπάρχουν είναι Αλβανικής κατά κανόνα καταγωγής, από γονείς, που κάνουν μεροκάματα.

Οι νέοι δεν έχουν περιθώρια να μείνουν στα χωριά τους, αφού η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως λένε, δεν τους αποδίδει πλέον τίποτα και δεν αρκεί για να επιβιώσουν.

Λίγα γεροντάκια, κανέναν άλλον, που μαζεύουν πουρναρόκλαδα για προσάναμμα, βρίσκεις στους άδειους δρόμους χωριών, όπου δεν λειτουργεί ούτε καφενείο! Και οι παππούδες και οι γιαγιάδες πεθαίνουν μόνοι και πολλές φορές αβοήθητοι. 

Παλαιότερα έβλεπες χωράφια καλλιεργημένα, ενώ κυπροκούδουνα ζώων αντιλαλούσαν στα λαγκάδια, τώρα οι εκτάσεις γέμισαν από αγκαθιές, ενώ τα ζωντανά έχουν μείνει ελάχιστα. Και πουθενά, μα πουθενά, δε βλέπεις τα εξαφανισμένα πια συμπαθέστατα γαϊδουράκια, που ούτε δείγμα τους δεν υπάρχει.

Τα τζάκια των σπιτιών, που κάποτε κάπνιζαν, τώρα είναι παγερά, αφού τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά.

Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής, ναι εθνικής, σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη των χωριών, γιατί «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», όπως έλεγε ένα σύνθημα.

Γι' αυτό, πρέπει να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των χωριών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει.

Πολλά είναι τα μέτρα, που μπορούν να παρθούν, με κυριότερα τα κίνητρα για αγροτοτουριστικές επενδύσεις στα χωριά, η πριμοδότηση για επιστροφή οικογενειών, οι προσλήψεις με το στοιχείο της εντοπιότητας, η βελτίωση των υποδομών, η άρση του αποκλεισμού, που έχει να κάνει με την έλλειψη ιατρικής, ταχυδρομικής, τραπεζικής, εκπαιδευτικής πρόσβασης, η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας με αποτελεσματικότερη αστυνομική φύλαξη, με επανίδρυση στρατιωτικών φυλακίων, όπου χρειάζεται κ.ά.

Δεν μπορούμε να κόψουμε τις ρίζες μας και να αφήνουμε μοιρολατρικά να παρακμάζουν, να αδειάζουν τα χωριά, χωρίς να έχουμε συνέπειες, χωρίς να τιμωρηθούμε από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής.

Πέρα από το γεγονός ότι θα μας καταδιώκει πάντοτε η αγιάτρευτη νοσταλγία, πληρώνουμε τίμημα, ως ένα είδος φυσικής εκδίκησης, όταν αρνούμαστε αυτό, στο οποίο οφείλουμε, αυτό, που είμαστε.

Επιπλέον ο μαρασμός της υπαίθρου, αλλάζει άρδην τα δεδομένα σε γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Τα χωριά είναι η «ψυχή» της Ελλάδας και είναι αδήριτη ανάγκη να μη γίνει ανεκτό και επιτρεπτό το ξεκλήρισμά τους.