Η μελαγχολική μας δημοκρατία…

on .

Δυο οδυνηρά γεγονότα που σημάδεψαν την πολιτική ζωή, τις τελευταίες μέρες, το πρώτο σε επίπεδο ευρωπαϊκό -η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία- και το δεύτερο σε επίπεδο εθνικό -η κατάσταση στις φοιτητικές εστίες- θα πρέπει να προβληματίσουν κάθε συνειδητό και σκεπτόμενο πολίτη και όλοι από κοινού να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τα αίτια στα οποία οφείλεται η εμφάνισή τους, γιατί και τα δυο μας αφορούν όλους. Το πρώτο γεγονός είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ιταλία, με τον εκλογικό θρίαμβο του κόμματος της Τζόρτζια Μελόνι, που στην έκθεση του CNN περιγράφεται ως «η πιο Ακροδεξιά Κυβέρνηση από τη φασιστική εποχή του Μουσολίνι».

Πρόκειται για ένα φαινόμενο ανησυχητικό, όχι μόνο γιατί η Ιταλία είναι η τρίτη οικονομική και πολιτική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και για το γεγονός ότι πολλοί Ευρωπαίοι ψηφοφόροι, απελπισμένοι από τα παραδοσιακά νεοφιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, στρέφονται προς την Ακροδεξιά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι στην Ουγγαρία και στην Πολωνία ακροδεξιοί ηγέτες έχουν κερδίσει τις εκλογές και έχουν εδραιωθεί στη εξουσία. Στην παραδοσιακά δε σοσιαλιστική Σουηδία, το κόμμα που περιγράφεται ότι έχει «νεοναζιστικές ρίζες» κέρδισε πάνω από το 20% των ψήφων στις πρόσφατες εκλογές και αναμένεται να ασκήσει αρκετή επίδραση στη διακυβέρνηση της χώρας. Μην ξεχνάτε και τη δική μας «Χρυσή Αυγή».

Φαινόμενα που μας επιτρέπουν -και ταυτόχρονα μας επιβάλλουν- να σκεφτούμε με ποιους ηγέτες και με τι οραματισμούς ξεκίνησε η δημιουργία- ως ΕΟΚ αρχικά -και σήμερα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχε η Ευρώπη την τύχη να βρεθούν, στη δεκαετία του 1950, στις δύο μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες, στη Γερμανία και στη Γαλλία, δυο ηγετικές προσωπικότητες, ο Χέλμουτ Κολ και ο Φρανσουά Μιτεράν που κατείχαν την τέχνη της συμφιλίωσης και συνέλαβαν το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

«Η γερμανική ενοποίηση και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος», διακήρυξε ο πρώτος. Και ο δεύτερος πρόσθεσε: «Η Γαλλία είναι η πατρίδα μας, η Ευρώπη είναι το μέλλον μας». Γρήγορα όμως μετά την αποχώρησή τους άρχισε, όπως συμβαίνει συχνά, να γίνεται αισθητή η απουσία μιας ανάλογης ευρωπαϊκής ηγεσίας. Αυτό δε επισημάνθηκε επίσημα από αξιόλογες προσωπικότητες της Ευρώπης: Ήδη το 2010 ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, με άρθρο του σε ευρωπαϊκή εφημερίδα, επισημαίνει: «Της Ευρώπης της λείπουν συνολικά οι προσωπικότητες εκείνες που έχουν επαρκή γνώση των εθνικών και διεθνών ζητημάτων, καθώς επίσης την ικανότητα ευθυκρισίας». Εξαιρούσε από αυτήν την κριτική τον Ντελόρ, τον Γιούγκερ και τον Τρισέ. Με το ίδιο πνεύμα, το ίδιο έτος, σε συνέντευξή του, ο πρώην υπουργός των Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ επισήμαινε: «Ζητούνται Ηγέτες με Πυγμή στην Ευρώπη». 

Και δεν είχαν άδικο: Ποιος σήμερα θυμάται τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κάποιον Βαν Ρόμπαι ή κάποια βαρώνη Άστον που, υποτίθεται, ήταν υπεύθυνη για την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Και ποιος τάχα ξεχνάει την απερίγραπτη σκηνή με το σημερινό πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που υπέστησαν την προσβλητική στάση του Ερντογάν, του οποίου ήταν φιλοξενούμενοι και αντί να ξεκινήσουν αμέσως και να φύγουν καταγγέλλοντάς τον για τη συμπεριφορά του, παρέμειναν και συζητούσαν επί ώρες με τον άνθρωπο που προσέβαλε βάναυσα το θεσμό τον οποίο εκπροσωπούσαν;

Οι συνέπειες γνωστές: Ενώ διακήρυτταν ότι τα σύνορα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και σύνορα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέχονταν -και ανέχονται- το γνωστό ταραξία της περιοχής μας τον Ερντογάν, να παραβιάζει προκλητικότατα και κατά συρροήν τον εναέριο χώρο μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εργαλειοποιεί το μεταναστευτικό σε βάρος του, για το οποίο μάλιστα εισέπραττε αστροναυτικά ποσά και «το δεινότατον πάντων», όπως θα έλεγε ο Δημοσθένης, να συνέρχεται η Σύνοδος Κορυφής -δηλαδή οι κάθε είδους «ηγέτες» των Κρατών Μελών και να δηλώνουν πως αν ο Ερντογάν επαναλάβει την ίδια τακτική, θα έπαιρναν μέτρα εναντίον του, τα οποία όμως δεν πήραν ποτέ.

Παρόμοια τακτική ακολουθούσε και ο, κατά Μακρόν, «ανεγκέφαλος» οργανισμός του ΝΑΤΟ, που καταπατώντας βασικά καταστατικά άρθρα του, χάιδευε και εξακολουθεί να χαϊδεύει την Τουρκία του Ερντογάν, η οποία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά κάνει, προκλητικότατα ό,τι θέλει, ευτελίζοντας και αυτόν τον Οργανισμό και μη δίνοντας λόγο σε κανέναν. Και στην τακτική της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ έρχεται να προστεθεί και η «ηγέτιδα χώρα» του «ελεύθερου κόσμου», όπως αυτοαποκαλείται, η οποία, ενώ έχει ζώσει τη χώρα μας με τις γνωστές βάσεις -αυτές τις «βάσεις του θανάτου» όπως τις αποκαλούσαμε οι παλιότεροι και έχει υπογράψει αλλεπάλληλες αμυντικές συμφωνίες με τη χώρα μας, δεν ένιωσε την ανάγκη να συμπεριλάβει σ’ αυτές -όπως όφειλε- και μια δέσμευση γραπτή ότι όποια χώρα τολμήσει να θίξει κυριαρχικά δικαιώματα της συμβαλλόμενης χώρας, θα τη βρει απέναντί της.

Αυτό άλλωστε σημαίνει «αμυντική συμφωνία». Τώρα θα μου πείτε γιατί να το κάνει αφού η συμβαλλόμενη χώρα -δηλαδή η χώρα μας- δεν σκέφτηκε -μάλλον δεν τόλμησε- να το ζητήσει. Άλλωστε, είναι γνωστή στους παλιότερους η στάση της Αμερικής απέναντι στις δυο χώρες-την Ελλάδα και την Τουρκία-η οποία προσδιορίζεται από χρόνια με βάση το δόγμα Κίσινγκερ, στο οποίο αναφέρεται πως «τα στρατηγικά συμφέροντα της Αμερικής εξυπηρετούνται καλύτερα από την Τουρκία παρά από την Ελλάδα. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι επί της υπουργίας του ,όχι μόνο με την ανοχή του αλλά ίσως και με την προτροπή του, έγινε το πραξικόπημα της χούντας και η πολύνεκρη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, η κατοχή της οποίας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και αυτό αφήνει, μαζί με πολλούς άλλους, ασυγκίνητη και τη μεγάλη μας σύμμαχο πέραν του ωκεανού.

Και αυτό γιατί έγινε και εξακολουθεί να γίνεται; Απλούστατα γιατί η «μελαγχολική δημοκρατία» που είναι σήμερα γνώρισμα όσων χωρών, ενώσεων και οργανισμών αναφέραμε πιο πάνω, είναι γνώρισμα και της δικής μας χώρας και μάλιστα γνώρισμα που τη χαρακτηρίζει, όπως θα δούμε στο επόμενο σημείωμα, όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης.