Το χρέος ανάδειξης της Ακαδημίας Πλάτωνα…

on .

Ορισμένοι «Τόποι» προορισμένοι από την ιστορική συγκυρία να τους «αγγίξουν» ή και να «βιώσουν» στο χώρο τους κρίσιμα γεγονότα, που υπερβαίνουν τα στενά όρια του χρόνου είναι φορτισμένοι, με εγχάρακτες «Μνήμες». Αποτελώντας, ως χωρικά τεκμήρια, θεματοφύλακες της «φυλακτική της εν αυτή υπάρχουσας αληθείας» («Όροι», Πλάτων).

Από τους πλέον συμβολικούς αυτούς «Τόπους» της Ιστορίας- μέρη στα οποία ο ανθρώπινος στοχασμός κατέκτησε τις πλέον υψηλές αναβαθμίδες, θεμελιώνοντας και αναπτύσσοντας τους βασικότερους τομείς του πνεύματος αποτελούν η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη.

Πρόκειται για φυσικούς χώρους, υπάρχοντες, απτούς, παρόντες στην συλλογική Μνήμη της Επιστήμης, των Γραμμάτων και της Τέχνης, διαχρονικά τεκμηριωμένους από την Ελληνική (κυρίως) Γραμματεία. Αλλά και στις απεικονίσεις των περιηγητών, γεωγράφων της εποχής του Νεοκλασικισμού και καλλιτεχνών της νεοσύστατης Αθήνας του 19ου αιώνα.

Η διαχρονία ενός μοναδικού «Τόπου»

Η διαδρομή του «γενέθλιου» χώρου της Ακαδημίας, είναι συνυφασμένη με την ακολουθία του φιλοσοφικού στοχασμού και των τάσεων του: «Σπορά», ανάπτυξη, αντι-θέση, όσμωση ή σύνθεση, αμφισβήτηση, καταστολή, αντιμαχία, μακρά σιωπή, λήθη, επανεκκίνηση ενδιαφέροντος, αναβίωση. Και σε βάθος χρόνου, «μεταφορά» της: Κωνσταντινούπολη, Μυστράς, Φλωρεντία, Βενετία, για να αναφερθούν ορισμένα από τα χαρακτηριστικότερα κέντρα μαθητείας και διάχυσης των Πλατωνικών σπουδών. Ωστόσο από πάντα, στάθηκε το εδραίο μέτρο αναφοράς:

• «Ακαδήμεια: τρία υπήρχαν γυμνάσια, Λύκειον, Κυνόσαργες, Ακαδήμεια. εκλήθη δε από του καθιερώσαντος αυτό Ακαδήμου», σύμφωνα με τον Αρποκρατίωνα (2ος μ.χ. αιώνας), στο «Λέξεις των Δέκα Ρητόρων».

• Το «Λεξικόν» του Ησύχιου (5ος μ.χ. αιώνας) την περιγράφει ως εξής: Ακαδημία: λουτρόν, ή πόλις, λέγεται δε γυμνάσιον Αθήνησιν, από Ακαδήμου αναθέντος και τόπος. καλείται γαρ ούτως <ο> Κεραμεικός». Ησύχιος, «Λεξικόν Συναγωγή πασών λέξεων κατά στοιχείον». Εκδόσεις Κάκτος, 2001.

• Ο Στέφανος Βυζάντιος (6ος μ.χ. αιώνας), στο «Εθνικά», στο αντίστοιχο λήμμα, γράφει: «Ακαδήμεια, γυμνάσιον, Αθήνησιν ου οι Ακαδημαϊκοί, φιλόσοφοι, κέκληται από του Ακαδήμου, γράφεται και διά του σε Εκαδήμεια, περί ού εν των ε λέξομεν… διό και η πλείων χρήσις ούτως». Κάκτος, 2004.

• Ο Φώτιος (9ος μ.χ. αιώνας), στο «Λέξεων Συναγωγή», μεταφέρει προγενέστερες γραπτές μαρτυρίες: «Ακαδημία: τρία υπήρχον γυμνάσια, Λύκειον, Κυνόσαργες, Ακαδημία. εκλήθη δε από του καθιερώσαντος αυτό Ακαδήμου». Φώτιος, «Λέξεων Συναγωγή κατά Στοιχείον». 1η έκδοση, Κάκτος, 2004.

• Στο «Μέγα Ετυμολογικόν» (10-11ος μ.χ. αιώνας), περιγράφεται ως «Ακαδήμιον: Γυμνάσιον. Τόπος εστί προ του άστεος, από Ακαδήμου ωνομασμένος. διό και Ακαδημία τότε εκαλείτο. Διττή δε η αρχή του ονόματος. Οι μεν, από του α τον Ακάδημον. οι δε, από του ε, τον Εκάδημον. Ούτως Ωρίων». «Μέγα Ετυμολογικόν κατά αλφάβητον». Κάκτος, 2004.

Ο χώρος της Ακαδημίας και το Πλατωνικό έργο, διαχρονικά, ζωντανεύουν στις απεικονίσεις της εικαστικής δημιουργίας: Από τα ψηφιδωτά της Πομπηίας, villa T. Siminus Stephanus, στα χαρακτικά και στη ζωγραφική του Salvator Rosa, στην απεικόνιση του Pietro Testa, Συμπόσιο του Πλάτωνα 1648 και στην δημιουργία των αναρίθμητων έργων, εμπνευσμένων από τον Αθηναίο φιλόσοφο, πρωτίστως την Ιταλική Αναγέννηση και μετέπειτα. Ενώ η άνθηση του Νεοκλασικισμού, καθιστά την Αθήνα –και σ’ ένα βαθμό την Ακαδημία- επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτιστικού, κατ’ αρχάς, ενδιαφέροντος, που αντανακλάται (και) στην Τέχνη.

Η «σαρωτική» αστικοποίηση

Η βίαιη αστικοποίηση της πρωτεύουσας και οι ιδιαίτερα δυσμενείς για το Αθηναϊκό Τοπίο επιπτώσεις της, πρωτίστως (αλλά όχι μόνον) στις δεκαετίες που ακολούθησαν μεταπολεμικά δεν έκανε εξαίρεση για την εξεταζόμενη περιοχή. Για να καταλήξει ωστόσο, η ευρύτερη περιοχή, να χαρακτηρίζεται από χωρική υπερεκμετάλευση, υψηλούς κυκλοφοριακούς φόρτους και διαμερείς ροές, βεβαρυμένες και αναχρονιστικές υποδομές μεταφορών/ κατακερματισμένο ιστό, μορφολογική απαξίωση, χρήσεις και λειτουργίες, που απάδουν με τον σημαίνοντα χώρο.

Οι επιφορτισμένες με την προστασία του πολιτιστικού πλούτου της χώρας –οι αμύντορες της «Μνήμης», ακόμη και «contro corrente»- διέσωσαν ωστόσο, ένα μέρος του τόπου, από  τον  καλπάζοντα και ανεξέλεγκτο οικοδομικό οργασμό. Και η Πολιτεία –με την κήρυξή του, ως Αρχαιολογικού Άλσους/ Πάρκου- σ΄ έναν κάποιο βαθμό, έκανε το χρέος της.  Το γεγονός όμως ότι ο Αρχαιολογικός Χώρος της Ακαδημίας ωστόσο, δεν έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ενώ συντρέχουν –πέραν της Ηθικής Οφειλής- όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, είναι δηλωτικό του «τρόπου» με τον οποίο η Πολιτεία αντιμετώπισε τον εμβληματικό αυτό «Τόπο» για την Παγκόσμια Ιστορία.

Ο κρίσιμος ρόλος του σχεδιασμού

Εάν ο ρόλος της πολεοδομίας έγκειται στο να σχεδιάσει την εξέλιξη του αστικού φαινομένου για το «κλεινόν άστυ» και ειδικότερα για την περίπτωση εξυγίανσης και ανάδειξης της ευρύτερης περιοχής της Ακαδημίας, καλείται σήμερα να αναλάβει μία «επιπρόσθετη ευθύνη»: Να αποτελέσει –προτείνοντας- τη θεσμική ασπίδα, ενάντια σε πρακτικές οικοδομικής «εισβολής», κερδοσκοπικού ή άλλου χαρακτήρα, που αλλοιώνουν/ υποβαθμίζουν τον ευρύτερο αστικό ιστό. Να τον εξυγιάνει και να τον αναβαθμίσει, καθιστώντας τον μέσο/μακροχρόνια ένα χώρο, σύστοιχο με το διαμέτρημα του «Ιερού» αυτού «Τόπου». Οδηγώντας παράλληλα τις χωρικές εξελίξεις της περιοχής, σε διαρκή «διάλογο» με την σύγχρονη κτιριακή παραγωγή, -ως εδραία αστική αναφορά του Αθηναϊκού «Genius Loci». Αυτή η πολεοδομική εξυγίανση της, βάσει των διεθνώς αναγνωρισμένων αρχών βιωσιμότητας και ενεργούς προστασίας, αποτελεί τη μόνη εναλλακτική, στην αδράνεια. 

Ο Αρχαιολογικός Χώρος, οφείλει να «αναπνεύσει» και αναντίρρητα, να διευρυνθεί. Να αποτελέσει «το νέο αστικό παράδειγμα», συμβίωσης τεκμηρίων του παρελθόντος και σύγχρονης αστικής πραγματικότητας. Νέες παρεμβάσεις στους κόλπους του και οποιαδήποτε νέα κτιριακή δομή με οιονδήποτε (πρό)σχημα «δίκην επιχειρήματος», είναι ανεπίτρεπτες. Όπως στην άμεσα περιμετρική του περιοχή. Ενέργειες, μέτρα και έργα στον γειτνιάζοντα, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της θεσμοθετημένης Αρχαιολογικής περιοχής -οι οποίες υποβαθμίζουν αντί να προστατεύουν ή δεν προάγουν τον «Τόπο» που ανέδειξε τον φιλοσοφικό στοχασμό- συνιστούν «Ύβριν».

«Διάδρομος της Ιστορίας, της Μνήμης και του Πολιτισμού»

Κεντρικός άξονας της όλης παρέμβασης, αποτελεί ο διάδρομος από τον χώρο Ιππίου Κολωνού/ Ακαδημίας/ (οδός) Μοναστηρίου/ Σαλαμίνας/ Κεραμεικός, (προδήλως) κατάλληλα διαμορφωμένος ως πεζόδρομος. Στο ύψος του Κεραμεικού, αρθρώνεται έως το Λύκειο του Αριστοτέλη, υπό μορφή οδού ήπιας κυκλοφορίας. Τα τετράγωνά που «αγγίζουν» τον «Διάδρομο», τουλάχιστον έως τον Κεραμεικό, υπόκεινται σε καθεστώς μορφολογικής εναρμόνισης.

Οι άξονες των παρεμβάσεων

Η προσαρμογή των χρήσεων στην ευρύτερη περιοχή που περιβάλλει την Ακαδημία/ το χώρο Ιππίου Κολωνού και αυτού που γειτνιάζει με τον άξονα: ΚΤΕΛ – Ακαδημία / Ιππίου Κολωνού – (οδός) Μοναστηρίου – Σαλαμίνας, θεωρείται αναγκαία. Η οποία θα αναδείξει τους θεσμοθετημένους Αρχαιολογικούς Χώρους. Αναβαθμίζοντας παράλληλα τους πολεοδομικούς ιστούς. Οι παρεμβάσεις, σημειωτέον, είναι εξαιρετικά πιθανόν ότι θα έχουν (και) κοινωνικές προεκτάσεις: κερδοσκοπικές τάσεις, φαινόμενα κοινωνικής έξωσης. Προβάλλεται λοιπόν η ανάγκη «ex ante» ελέγχου των χρήσεων. Παραπληρωματικά, η αναμόρφωση του ανορθολογικού και βεβαρημένου κυκλοφοριακού περιβάλλοντος, που διαρρηγνύει την ενότητα του χώρου, βάσει των αρχών της αειφόρου κινητικότητας, αποτελεί condition sine qua non.

Η αστοχία του Ρυθμιστικού Σχεδίου

Όπως ελέχθη, η εγκαθίδρυση νέων κτιριακών εγκαταστάσεων –εκ των πραγμάτων εκτός της κλίμακας της περιοχής- ή στις παρυφές του Αρχαιολογικού Πάρκου της Ακαδημίας, όπως προβλέπεται από το ισχύον Ρυθμιστικό Σχέδιο της πρωτεύουσας, για το Μουσείο, συνιστά μείζονα σχεδιαστική αστοχία. Η χωροθέτηση μιας νέας δομής, που υπερβαίνει τις τοπικές λειτουργίες, θα επισύρει σειρά ροών και χρήσεων, οι οποίες δεν συνάδουν απαραίτητα –αν όχι αντιστρατεύονται- με την στρατηγική προστασίας και ανάδειξης του Αρχαιολογικού Χώρου (ΑΧ) και των πέριξ αυτού χώρων, συμπεριλαμβανομένων αυτών της «Διαδρομής της Ιστορίας, της Μνήμης & του Πολιτισμού». Η επανάχρηση υπαρχόντων δομών, στα πλαίσια της αξιοποίησης του υφιστάμενου κτιριακού δυναμικού, στον ευρύτερο πολεοδομικό ιστό της εξεταζόμενης περιοχής, συνιστά τη βιώσιμη λύση: Σ’ αυτή τη βάση, οι εναλλακτικές χωροθέτησης του Μουσείου εφόσον αποφασιστεί, θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν: 

• Στην περιμετρική περιοχή και σε ικανή απόσταση από τον ΑΧ, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός σχολαζόντων κτιρίων.

• Στον άξονα Ακαδημίας – Λυκείου, σε υφιστάμενες κτιριακές δομές, που μπορούν να αναμορφωθούν/ex novo.

• Στους χώρους των ΚΤΕΛ.

Ανάδειξη με όρους βιωσιμότητας 

versus κερδοσκοπικών πρακτικών

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί μία νέα κρίσιμη για τη θεματική παράμετρος, που αφορά στην μεταφορά του Σταθμού των Λεωφορείων των ΚΤΕΛ στον Κηφισό. Αναφύονται δύο κυρίως εναλλακτικές: μία μορφή ανάπτυξης (τυπικού) οικιστικού χαρακτήρα, ή η απόδοση του χώρου των ΚΤΕΛ, στην ευρύτερη περιοχή του Πάρκου της Ακαδημίας, συνοδευόμενη από λειτουργίες πολιτισμού, δίχως να αποκλείονται οι ήπιες εμπορικές χρήσεις. Θα πρέπει να διατηρηθεί η περιορισμένη δόμηση, που σήμερα χαρακτηρίζει τον Σταθμό ΚΤΕΛ.

Ο καθορισμός και η θεσμοθέτηση κρίσιμων παραμέτρων των προτεινόμενων σχεδιαστικών κατευθύνσεων  -χρήσεις, κινητικότητα, σημειακές παρεμβάσεις- αποτελεί προαπαιτούμενο για ένα «διεθνές άνοιγμα Ιδεών», για επιμέρους/τομεακές επεμβάσεις. Ο ατελέσφορος, ως προς την υλοποίηση διαγωνισμός της πεζοδρόμησης της οδού Πανεπιστημίου (2014), δίνει το μέτρο των δυσχερειών της ανωτέρω προσέγγισης. Αλλά κυρίως οι εκ των προτέρων παρεμβάσεις καθορισμού κατάλληλων χρήσεων, πριν την εκδήλωση ενός διεθνούς ενδιαφέροντος, αποτελεί προμαχώνα για την αποφυγή (έντονων) τάσεων κερδοσκοπίας και κοινωνικής αναταραχής.

Τα οφέλη μιας πολεοδομικής επέμβασης αυτής της κλίμακας όπως διατυπώθηκε στο παρόν κείμενο –πέραν του ανεκπλήρωτου χρέους στην Παγκόσμια Ιστορία- σχετίζονται με:

• Τη δραστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων της εξεταζόμενης περιοχής και τη δημόσια υγεία.

• Τη σαφή ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της πρωτεύουσας και την –δραματική- ελκυστικότητα του τουριστικού προϊόντος.

Η Ενοποίηση των Αρχαιολογικών και Ιστορικών Χώρων της Αθήνας –παρότι ανολοκλήρωτη σ’ αυτήν κατεύθυνση- δίνει το μέτρο των ιδιαίτερα θετικών επιπτώσεων της αποκατάστασης ενός ιστού, πλούσιου σε μνήμες του παρελθόντος, πλην πολεοδομικά και μορφολογικά αλλοιωμένου, λειτουργικά ανορθολογικού και συγκοινωνιακά διαρρηγμένου.

Εξάλλου, η ανάγκη εξισορρόπησης της οικιστικής δυναμικής και του επενδυτικού ενδιαφέροντος, που εμφανίζει πρωτίστως το νότιο παραλιακό μέτωπο της Αττικής, αποτελεί έναν επιπρόσθετο λόγο, για ουσιαστικές πολεοδομικές παρεμβάσεις στον περίμετρο του πυρήνα της αστικής συνάθροισης της πρωτεύουσας. Η προτεινόμενη επέμβαση, συνιστά έναν κρίσιμο πυλώνα, μιας τέτοιας σχεδιαστικής λογικής.

Η ευνοϊκή χρηματοδοτική συγκυρία

Η επέμβαση ενός τέτοιου εγχειρήματος αστικής (επαν)οργάνωσης/ αναδιάρθρωσης, στην τρέχουσα περίοδο, συμπίπτει με μία ευνοϊκή συγκυρία από πλευράς άντλησης πόρων για Υποδομές/ Αναπλάσεις/ Προστασία της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Κληρονομιάς/ Πράσινες Μετακινήσεις και Μείωσης ρυπογόνων εκπομπών: Η Διαρθρωτική Δέσμη της ΕΕ (2021-2027), το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, η επιλεξιμότητα τέτοιων έργων και από άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, το ιδιαίτερο  ενδιαφέρον για υλοποίηση έργων πολιτισμού υπό μορφή ευποιίας.

Είναι ωστόσο σαφές, ότι ένα τέτοιο Σχέδιο είναι εξαιρετικά πιθανόν να επισύρει ισχυρές κερδοσκοπικές πιέσεις –ιδιαίτερα έντονες κατά περίπτωση- οι οποίες ελλοχεύουν την εκτροπή από τους τεθέντες στόχους: δυσχέρειες απαλλοτριώσεων, αυξημένες πυκνότητες, οικοδόμηση σε «γκρίζες» θεσμικά περιοχές και φαινόμενα κοινωνικής έξωσης. Εδώ έγκειται ο ρόλος της Πολιτείας: να σχεδιάσει, να υλοποιήσει, να προβλέψει και να συγκρατήσει/ αποτρέψει τις δυσμενείς επιπτώσεις. Θέτοντας το αναπόδραστο ερώτημα: «Ο τρώσας και ιάσεται;» Αυτός που δημιούργησε το πρόβλημα –αυτός θα κληθεί να το λύσει; Πόσο μάλλον να δώσει όραμα…

Σε κάθε περίπτωση, η γραφίδα της (αστικής) ιστορίας, καταγράφει.