Ενθυμήσεις με τον Φόρη από το Γυμνάσιο Πωγωνιανής…

on .

Η δημοσίευση της είδησης για την αφιερωμένη εκδήλωση για τον αείμνηστο Χριστόφορο Μηλιώνη συγγραφέα, ήταν για μένα ένα έντονο ερέθισμα και ένα συναίσθημα ανάμνησης και αναδρομής στα μαθητικά χρόνια στο Γυμνάσιο Πωγωνιανής.

Εκεί συναντηθήκαμε με τον Χριστόφορο Μηλιώνη, δεκάχρονα παιδιά, στο θυροστόμι του Γυμνασίου το 1942 για να δώσουμε εξετάσεις εισαγωγής στο οκτατάξιο τότε Γυμνάσιο. Εγώ από το Δημοτικό Σχολείο Πωγωνιανής και ο Χριστόφορος, ο Φόρης πλέον, από το Δημοτικό Σχολείο Περιστεριού Πωγωνίου. Ο Φόρης έφθασε στην Πωγωνιανή από το χωριό του με την μητέρα του Αναστασία με ένα άλογο, μια διαδρομή περίπου είκοσι χιλιομέτρων. Η γνωριμία μας ήρθε και ενισχύθηκε περισσότερο από το γεγονός ότι οι μανάδες μας ήταν και οι δυό από το Δολό Πωγωνίου και γνώριμες από τα παιδικά τους χρόνια. Με το Φόρη γνωριστήκαμε καλά σαν συμμαθητές και καλύτερα ακόμη από αυτή την γνωριμία των μητέρων μας.

Τολμήσαμε τότε, μέσα στην κατοχή, αψηφώντας την πολεμική κατάσταση, τις δυσκολίες και τους κινδύνους της εποχής εκείνης και αποθέσαμε σε κείνο το Γυμνάσιο, τα όνειρά μας και τις προσδοκίες και ελπίδες και παραδοθήκαμε στους λίγους καθηγητές που και εκείνοι δοκιμάζονταν από τα δεινά του πόλεμου.

Με το Φόρη βρισκόμασταν συχνά μαζί, παίζοντας και διαβάζοντας ή ζωγραφίζαμε και ιχνογραφούσαμε με κάτι μπογιές που βρήκαμε, σε κάποια τετράδια. Το παιδικό φίλτρο λαγάριζε και απομάκρυνε τους φόβους τού πόλεμου, και στα όνειρά μας βλέπαμε το τέλος του και ένα μέλλον καλύτερο. Ζούσαμε ευχάριστα την ατμόσφαιρα του σχολείου, τα μαθήματα, τις συναναστροφές και χαιρόμασταν την Γυμνασιακή μας ένταξη σαν μια κατάκτηση, σαν ένα εφαλτήριο με μέλλον. Αυτό μας ικανοποιούσε και μας ενίσχυε στην προσπάθειά μας να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των μαθημάτων. Με βιβλία που αλληλοδανειζόμασταν, με ελάχιστα άλλα βοηθήματα και σχολικά είδη, αλλά ελπίζαμε. Ελπίζαμε ότι αύριο θα είναι καλύτερα, και κάπου ονειρευόμασταν ταξιδεμούς, «μισεμούς» και ευδοκίμηση. 

Το 1945 τελείωσε ο πόλεμος, με πολλές δυσκολίες και διακοπτόμενα μαθήματα, για διάφορους λόγους. Βρισκόμασταν στην Τρίτη τάξη του Οκταταξίου Γυμνασίου. Εγώ έφυγα οικογενειακώς για την Πρέβεζα όπου συνέχισα το Γυμνάσιο εκεί. Οι άλλοι συμμαθητές μου συνέχισαν στο Γυμνάσιο Πωγωνιανής μέχρι το 1947. Στις 27 Νοεμβρίου εισέβαλαν οι αντάρτες του καπετάν Υψηλάντη με «Μακεδόνες» στο Πωγώνι και πολλοί κάτοικοι έφυγαν στα Ιωάννινα και μαζί και οι μαθητές του Γυμνασίου και του Οικοτροφείου όπου φιλοξενούνταν και πολλοί από αυτούς που κατάγονταν από μακρινά χωριά. Έγιναν όλοι Ανταρτόπληκτοι πλέον, και οι μαθητές εγγράφηκαν στα Σχολεία των Ιωαννίνων και εκεί συνέχισαν τη φοίτηση. Εκεί βρέθηκαν στη Ζωσιμαία Σχολή ο Φόρης και οι συμμαθητές του Νίκος Λώλης, Λάκης Λιολιάκης, Αχιλλέας Μποζιάρης, με καλές επιδόσεις στα μαθήματα, κάτι που αξιολογούσε πολύ θετικά την δουλειά των καθηγητών στην Πωγωνιανή.

Στα Γιάννενα ο Φόρης σφυρηλατεί και τις λογοτεχνικές του ικανότητες, τις πνευματικές του ανησυχίες, και τις μαθησιακές του επιδόσεις. Σε μια έρευνα που έκανα τα τελευταία χρόνια, σε Γιαννιώτικες εφημερίδες για θέματα του Πωγωνίου, βρήκα στην εφημερίδα «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ» σε φύλλο 22 Απριλίου 1949 ένα ποίημα του Χριστόφορου Μηλιώνη μαθητή, το οποίο και παραθέτω αμέσως:

 

Η προδοσία

Χρυσάφι στάζει και δροσιά η μαγεμένη φύση 

Μα μες στην άπιστη καρδιά τι τρικυμία κι αντάρα 

Η προδοσία σαν κόλαση τα σωθικά του καίει 

Τον κυνηγάει μια φωνή, τον διώχνει μια κατάρα 

Και βγαίνει, τρέχει μακριά, και μουγκριτό έχει αρχίσει 

Και δέρνεται και κλαίει.

 

Τ’ αγέρι φύσαγε γλυκά φτασμένο απ' τον Ιορδάνη

Ετραγουδούσε κι έπαιζε, έπαιζε με τα φύλλα

κι ενάντια προς τη θλιβή, χαράς έφερνε νίκη,

μ' αυτός το άκουγε βουητό, φρίκη κι ανατριχίλα.

Ποτάμι από κόλαση, που, να τον πνίξη, φθάνει,

Σα θεία καταδίκη.

 

Και σαν επρόβαλε χλωμή στην κορυφή η Σελήνη,

Τ' αηδόνη στις ρεμματαριές τον θρήνο αρχινάει.

«Οίμοι γλυκήτατε Ιησού!...Πού έδυ σου το κάλλος;»

Και στου Ιούδα την ψυχή νέα βροντή ξεσπάει.

Κι από τα χείλη τ' άνομα βγαίνουν λυγμοί και θρήνοι 

Και σάλαγος μεγάλος.

 

Σωριάζει και ρυάζεται και δέρνεται και λέει:

» Πού να κρυφτώ απ’ την οργή!! Να μη γροικάω τον κόσμο

» Με κυνηγάν να πάντα εδώ! Τ' αγέρι, αγριοβόρι!!

» και το τραγούδι τ' αηδονιού σαν Γκιώνης, που με κλαίει

» Σταυρούς τους βράχους βλέπω εμπρός!! αργύρια το φεγγάρι

» Πλανεύτρα, κόρη, Άνοιξη, ποτέ να μ' είχες έρθει...

» Θηρεύεις μέσα μου κι εσύ σαν το αθώο γαίμα 

» Και γίνεσαι αγριοβόρι

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Μ. ΜΗΛΙΩΝΗΣ (μαθητής)

Το ποίημα αυτό είναι ίσως από τα πρωτόλεια του Φόρη. Δεν είναι γνωστό αν υπάρχει βιβλιογραφική αναφορά. Ο ίδιος στον οποίο έστειλα το δημοσίευμα δεν το θυμόταν. Το συγγραφικό του έργο είναι μεγάλο και πλούσιο που τον ανέδειξε στη λογοτεχνία ένα διακεκριμένο δημιουργό. Μετά το οκτατάξιο φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π. Θεσσαλονίκης, υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση σε διάφορα σχολεία και στην Κύπρο και ως Σχολικός Σύμβουλος.

Με τον Φόρη είχαμε την ευκαιρία να συναντηθούμε αρκετές φορές στα Γιάννενα και στην Αθήνα. Θα αναφέρω μία φορά όπου η συνάντηση συνδέεται με ένα κοινό χρέος προς τις μανάδες μας που όπως ανέφερα καταγόταν από το Δολό και συνδέονταν από τα παιδικά τους χρόνια. Σε μια συνάντηση στα Γιάννενα, ο Φόρης μου έδωσε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «Το αγκαθερό φορτίο». Το περιεχόμενο ήταν μια ραδιοφωνική συνέντευξη της μάνας του σε ένα ραδιοφωνικό κανάλι όπου αφηγείται τη ζωή της. Το βιβλίο αυτό το επιμελήθηκε ο ίδιος χωρίς σχόλια. Ήταν ένα χρέος στη μάνα του. Κατά μια σύμπτωση έχω γράψει και εγώ στις μικρές συγγραφικές επιδόσεις με τις αφηγήσεις της δικής μου μάνας στο βιβλίο «Η μάνα μολογάει κι εγώ γράφω». Το κουβεντιάσαμε με το Φόρη, με μια ψυχική ευφορία και με μια γλυκιά ανάμνηση από εκείνη τη συνάντηση του 1942 στο θυροστόμι του Γυμνασίου Πωγωνιανής και τη συνάντηση των μανάδων μας. Και οι δύο καταγράφουμε ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή στο Δολό με τον ίδιο σεβασμό σε εκείνες που μας ανέθρεψαν, έναν θησαυρό αγάπης, φροντίδας και στοργής.

Τελειώνοντας αυτό το σημείωμα για τον Φόρη των μαθητικών μας χρόνων, που αναδείχθηκε ως ένας διακεκριμένος διανοητής, λογοτέχνης και συγγραφέας που ξεκίνησε από το θυροστόμι του Γυμνασίου Πωγωνιανής όπου φοίτησε τα περισσότερα Γυμνασιακά του χρόνια. Ο Φόρης είναι ένας Πωγωνήσιος, που τιμά τον τόπο καταγωγής και λαμπρύνει την ιστορία και την φήμη του Γυμνασίου Πωγωνιανής όπου φοίτησε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Το αφιέρωμα στο Χριστόφορο Μηλιώνη δίνει την ευκαιρία και στους καθολικά και διαχρονικά «συμμαθητές» του του Γυμνασίου Πωγωνιανής να μοιραστούμε τη χαρά της ανελίξεως ενός «συμμαθητή» του, και να αξιολογήσουμε ξανά τη μεγάλη προσφορά του Γυμνασίου Πωγωνιανής στα εκατό σχεδόν χρόνια της λειτουργίας του από το 1924.