Το Δημοτικό Σχολειό σ’ ένα χωριό του Ζαγορίου…

on .

Ήταν ένα πέτρινο αρχοντικό, δίχως νοικοκυραίους, το άφησαν ευεργεσία σε μας όταν πέθαναν στην ξενιτιά. Κάναμε τη μεγάλη σάλα του αίθουσα μαθημάτων, άλλωστε μία χρειαζόμαστε, ένας ο δάσκαλος, στον ίδιο χώρο ήμασταν όλα τα παιδιά μαζί. Το παλιό ξύλινο πάτωμα, με τρύπες και ανοίγματα σε χίλιες μεριές, με δυσκολία μας άντεχε, έτριζε και κουνιόταν ολόκληρο πάνω-κάτω. Ερχόταν κι η μούχλα από το κατώι κι από τις χαραμάδες έβγαιναν με το σωρό οι σκορπιοί. Πολλά παραθύρια είχε τριγύρω, σαρακωμένα και σκεβρωμένα τα ξύλα από την πολυκαιρία, έμπαζε αέρα από παντού. Μια κεντητή μαντεμένια θερμάστρα, φερμένη με τα μουλάρια από τη Ρουμανία, έσωζε κάπως την κατάσταση και γίνονταν υποφερτό το κρύο τις παγερές μέρες του χειμώνα.

Το μόνο που έμενε ανέπαφο από το χρόνο, στολίδι περίτεχνο, ήταν το ξύλινο ταβάνι, σκαλισμένο στο χέρι με μεράκι και φαντασία.

Πάνε πολλά χρόνια τώρα που το σπίτι γκρεμίστηκε κι έμεινε στον τόπο του λιθοσωριά. Λίγες πέτρες μόνο κείτονται καταγής, για να θυμίζουν σήμερα τι ήταν εκεί κάποτε κι αυτές σκεπάστηκαν με τον καιρό από τ’ αγριόχορτα και τις βατσινιές, γκονοΐστα έγινε τ’ αρχοντικό μας το Σχολειό.

Εκεί μέσα στα χαλάσματα καταχωνιάστηκαν κι’ οι μνήμες μου από όμορφες παιδικές στιγμές. Κάθε φορά που τις νοσταλγώ και θέλω να τις ζωντανέψω, όταν είμαι στο χωριό, κάθομαι σιωπηλός και μονάχος ψηλά πάνω στ’ αλώνι και προσπαθώ να το δω, με τα μάτια της ψυχής, να φαντάζει μέσα από τα συντρίμμια όρθιο και γερό. Κι ύστερα κατηφορίζω στην αυλή που παίζαμε, σκαρφαλώνω πάνω στα πεσμένα τοιχάρια, κοιτάζω δέξια και ζερβά κι αναζητώ μάταια το θρανίο μου, γυρίζω γύρω-γύρω να δω και τ’ άλλα παιδιά, είναι εκεί δίπλα μου όλοι ζωντανοί, ακούω τις χαρούμενες φωνές μας, ζω στη φαντασία μου τ’ όνειρο, το ΄χω ανάγκη, μου δίνει ζωή.

Το παρελθόν μ’ ακολουθεί παντού, δε θα μ’ αφήσει ποτέ, στηρίζομαι σ’ αυτό, είναι οι ρίζες μου, θεριεύω μέσα από θύμισες παλιές, όμορφες και πονεμένες.

Εκεί έκανα τα πρώτα μου όνειρα, να μάθω γράμματα, να φύγω μακριά από τον έρμο αυτό τόπο, να γίνω τρανός, να πετύχω στη ζωή.

Που να ΄ξερα, ο δόλιος, πως ήταν πολύ εύκολο να εκπληρωθούν όλα αυτά. Όμως η καρδιά μου έριξε άγκυρες εδώ και δε θα φύγει ποτέ. Δε μ’ αφήνουν ο αγέρας, η φύση κι οι πέτρες, είμαι για πάντα δεμένος μαζί τους μ’ αρμούς γερούς, έλξη μυστική που με προστάζει και με καλεί δίχως σταματημό.

Κι όσο περνάει ο καιρός όλα τούτα με τραβούν πιο δυνατά κι είμαι ευτυχισμένος με τα δεσμά μου, είναι η χαρά, ο καημός, το είναι μου, νοσταλγία κι όνειρο για επιστροφή.

Από τις πέτρες ετούτες τις κάτασπρες, τα έργα των χειρών σας, πρόγονοί μου, πήρε η ψυχή μου φως ανέσπερο κι ακτινοβόλο κι ούτε για μια στιγμή δε με κυνήγησαν σκιές, άπαρτο κάστρο έμεινα κι αλώβητος από σειρήνες πλάνες που ξελογιάζουν και σα κιοτέψω και ταλαντευτώ καμιά φορά τρεχάτος γυρνάω πίσω για ν’ ακουμπήσω και να στυλωθώ, να πάρω ξανά αλκή, ν’ ατσαλωθώ, για να κατατροπώσω οχτρούς που ελλοχεύουν να με κουρσέψουν. Να καταυγάσει η φλόγα μέσα μου, ώ Ιθάκη μαγεμένη, φωλιά αγριμιών, σκέψη και καταφυγή μου. Φύτρα και πλαστουργό πορθητών, πρώτη στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα.

Θέλω δε θέλω, παρασύρομαι από σκέψεις που βασανίζουν το νου μου και θολώνουν το μυαλό, ξεχνιέμαι και περιπλανιέμαι στο χώρο και στο χρόνο, χάνω τη σειρά και πετιέμαι από το παρόν στο παρελθόν.

Εικόνες σημερινές σμίγουν με τις ξεθωριασμένες τις παλιές, γυρίζω πίσω νοερά και μ’ αβάσταχτο πόνο φαντάζομαι το μέλλον, όταν θ’ αργοσβήνουν ένα με τ’ άλλο όσα έφτιαξαν εδώ γενιές και γενιές, θέλω να τα ζήσω και να τα χαρώ όσο κρατούν ακόμα.

Ανακουφίζομαι κάπως και με την ιδέα πως τα παιδιά μου που τα έμαθα ν’ αγαπούν, να λατρεύουν θα ΄λεγα τούτο τον τόπο, θα βάλλουν  κι αυτά ένα λιθαράκι, θα δώσουν μια ανάσα ζωής μέσα στο χρόνο τον αδυσώπητο. Κι ίσως, ποιος ξέρει, μπορεί να τραβήξει παραπίσω ο χαλασμός. Δίχως να σταματήσω να θυμάμαι, γυρνώ το βλέμμα απέναντι και βλέπω το καινούριο Σχολειό, σύγχρονο αλλά ψυχρό.

Η αίθουσα είναι τώρα αδειανή, η αυλή δεν καρτερεί παιγνίδια και φωνές, όλα στέκονται βουβά, όλο κι όλο δυο παιδιά κι ένας δάσκαλος, αύριο θα κλείσει οριστικά. Και πριν στεγνώσει το μελάνι μου το Σχολειό έβαλε κλειδωνιά, μονάχα λίγα πρόβατα βόσκουν στην αυλή του.

Οι κρατούντες σήμερα στο χωριό θεωρούν φυσιολογικό η αυλή του Σχολείου να γίνεται μαντρί αιγοπροβάτων και κανένας δεν τολμά να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Το ελάχιστο είναι να εισπράξει ύβρεις και εξοστρακισμούς. 

Δε γίνονται γάμοι πια στο χωριό, δίχως μήτρα  φυτρωτή και φύτρο ξέμεινε ο τόπος, δεν έχει γυναίκες για να γεννήσουν, να βυζάξουν και ν’ αντρειέψουν νέα ζωή κατά πως έμαθαν εδώ με παραδόσεις, αρχές και κανόνες άγραφους που ζυμώθηκαν, αναδείχτηκαν και κληροδοτήθηκαν από γενιά σε γενιά. Κηδείες και μνημόσυνα μόνο ευλογεί ο παπάς.

Πέτρα έριξαν πίσω τους οι νέοι κι έφυγαν μακριά στα ξένα. Μόνο γέροι και γριές, μέσα από διπλαμπαρωμένες αυλόπορτες, μετρούν το χρόνο κι αναπολούν το μεγαλείο το παλιό, που άστραψε και βρόντηξε σε καιρούς περασμένους κι άφησε βαριά κληρονομιά. Δεν έμειναν ώμοι σήμερα για να την κουβαλήσουν, οϊμέ.

Κι ο χρόνος κυλά ασταμάτητα, αφήνοντας τα σημάδια του πάνω στ’ άψυχα και στα ζωντανά, φιγούρες, τραγικές να μαρτυρούν για το τρανό παρελθόν, δίχως να υπάρχει για μέλλον ελπίδα καμιά, να γίνουν όλα αγνώριστα σαν το παλιό μου το Σχολειό, μέχρι να σβήσουν και να χαθούν σιγά-σιγά όσο περνά ο καιρός, πέτρες-ξύλα-χώματα και χόρτα ν’ αγκαλιαστούν σφιχτά μαζί με τα βράχια της φύσης που τα γέννησε και θα τα πάρει πίσω ξανά.

Ζαγόρι πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν ο κόσμος κι ο πολιτισμός του. Ο κόσμος εκείνος χάθηκε πια, μόνο τ’ αχνάρια που άφησε μαρτυρούν το πέρασμά του, τα έργα τους ήταν η ίδια η ψυχή τους, ποιος θα μπορούσε σήμερα να δώσει ζωή σ’ αυτά, άλλοι καιροί κι άλλοι άνθρωποι τώρα.

Αβάσταχτος και δίχως τελειωμό είναι κι ο πόνος στους λιγοστούς που απόμειναν τώρα εκεί, τους φυλαχτάδες του τόπου και της κληρονομιάς, σα βλέπουν μ’ απελπισία το χαλασμό και την ερήμωση, να χάνονται όλα τούτα μέρα με τη μέρα.

Κι άμα γλυκάνει ο καιρός και μερώσει ο άγριος τόπος, όλο και κάποια κυρτή φιγούρα, σέρνοντας τα ποδάρια με δυσκολία, ξεμυτάει στην αυλή κι ακουμπάει μοναχική στο πεζούλι έξω από την αυλόπορτα και μένει εκεί απαρηγόρητη και βουβή. Κοιτά και προσμένει μ’ απόγνωση από την άκρη στο σοκάκι κάποιος να φανεί, καρτερεί να ζωντανέψει το πέτρινο γκαλντερίμι, ν’ ακούσει ήχους ζωής που έσβησαν από καιρό κι όλα να μένουν έρημα και βουβά, πέτρωσε ο πόνος, στέγνωσαν πια και τα δάκρυα, οι χτύποι από την καρδιά κι οι αναμνήσεις είναι μοναδική συντροφιά. Ακούει και τα βογγητά τους, να σμίγουν με τα ουρλιαχτά του αγέρα τις κρύες νύχτες του χειμώνα, σ’ ένα ατέλειωτο μοιρολόι, το τραγούδι για κάθε Ζαγορίσιο στις λύπες και στις χαρές.

Μοιρολόι θέλει ν’ ακούει ο κόσμος εδώ, ακόμα κι όταν γλεντά, ξέρει καλά πως η χαρά λίγο κρατεί, ο καημός είναι μόνιμος κι  ο πόνος τον συντροφεύει διαχρονικά. Είναι αυτός ο ζωντανός ο χωρισμός, προκοπή και κατάρα μαζί, η ξενιτιά που ανέδειξε τα χωριά και τον κόσμο μα έφερε μαζί θρήνο κι απελπισιά.

Ξενιτεμένο μου πουλί 

και παραπονεμένο

η ξενιτιά σε χαίρεται 

και ΄γω ’χω τον καημό σου.

Τι να σου στείλω ξένε μου, 

τι να σου προβοδίσω.

Σου στέλνω μήλο σέπεται, 

κυδώνι μαραγκιάζει.

Σου στέλνω και το δάκρυ μου 

σ’ ένα χρυσό μαντήλι,

το δάκρυ είναι καυτερό 

και καίει το μαντήλι.

τραγουδά η λαϊκή μούσα.

Εδώ δε μετρά ο θάνατος, λησμονιά φέρνει ο χρόνος, η ξενιτιά είναι που σπαράζει την καρδιά.

Παρηγοριά έχει ο θάνατος

παρηγοριά έχει ο χάρος

μα ο πικρός ο μισεμός

παρηγοριά δεν έχει.

μας λέει πάλι ο λαϊκός ποιητής.

 * Ο Πέτρος Φραγκούλης είναι Φυσικός – πρ. Φροντιστής – Μουσείο Φωτογραφίας Σκαμνέλι Ζαγορίου