Τα παιδία παίζει: Από τη σκλέντζα στα τάμπλετ και στα άιφον!..

on .

Με τη νέα σχολική χρονιά περνώντας έξω από το δημοτικό σχολείο τα ξεφωνητά των παιδιών και τα τρεξίματά τους με έφεραν πολλά χρόνια πίσω, στα παιδικά μου χρόνια και τα παιχνίδια που παίζαμε τότε. Εμείς οι παλιότεροι δεν είχαμε εκείνα τα χρόνια «αγορασμένα» παιχνίδια, αλλά τα παιχνίδια μας ήταν φτιαγμένα από εμάς τους ίδιους, είτε αντιγραφή παλαιοτέρων παιχνιδιών. Από τα παλιά παιχνίδια τίποτα δεν περισώθηκε σήμερα που να τα παίζουν τα εγγόνια μας. Εξάλλου, κλεισμένα στην πολυκατοικία, δεν υπάρχει και ο κατάλληλος χώρος.

Βλέπουμε σήμερα τα εγγόνια μας, και απορούμε με τα παιχνίδια που παίζουν, που δεν είναι άλλα από τα κινητά, τα τάμπλετ, πλεϊστέισον, άϊφον, υπολογιστές. 

Η τεχνολογία σάρωσε ότι παλιό και υγιεινό, θα πω, και τα αντικατέστησε με τα προαναφερθέντα.

Είναι τόσο απορροφημένα τα εγγόνια μας που ότι και να συμβαίνει γύρω τους αδιαφορούν. Όσοι και να τους μιλάνε δεν γυρίζουν το κεφάλι, είτε παππούς είναι αυτός, είτε γιαγιά.

Πέρα από την αφοσίωσή τους στα τηλεπαιχνίδια, που τόσο κακό τους κάνουν, κατά την εκτίμησή μου, δίπλα τους, τούς συνοδεύουν και χυμοί (σακχαρούχοι) τυποποιημένα προϊόντα, τσιπς, γαριδάκια και άλλα τέτοια, που «ουκ εστί αριθμός», που οδηγούν αναπόφευκτα σε παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη και που μεγαλώνοντας, δύσκολα θα τα αποβάλλουν.

Αν καθίσεις παράμερα και παρακολουθήσεις τι βλέπουν, θα  διαπιστώσεις ότι βλέπουν σκοτωμούς και να χαίρονται με το πόσους πιο πολλούς σκοτώνουν, και είναι τόσο εύκολος ο «σκοτωμός»  στα παιδικά τους μάτια, που μετά από χρόνια να γίνει βίωμα σε ορισμένα.

Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει αβίαστα, γιατί σήμερα βιώνουμε τόση βία ανηλίκων (από τα παιχνίδια αυτά που μόνο παιχνίδια δεν είναι), που οδηγούν στους αυριανούς δολοφόνους, βιαστές, τις γυναικοκτονίες κ.λπ.

Θέλω να πιστεύω ότι τα παραλέω, αλλά αν δεν μπει κάποιος φραγμός σε αυτά, κάπου θα οδηγήσουν. 

Γι’ αυτό θα πρέπει οι γονείς να ελέγχουν τι βλέπουν τα παιδιά, εκτός κι αν και  εκείνοι εφησυχάζουν και βολεύονται για να μην τους απασχολούν!

Καλά όλα αυτά που συμβαίνουν, όπως τα βλέπω εγώ, αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. 

Μήπως δεν φταίνε τα παιδιά για όλη αυτή την κατάσταση και είναι άλλοι υπεύθυνοι, οι μεγάλοι; 

Και πρώτα απ’ όλα τα ΜΜΕ με αυτά που προβάλλουν και με τον τρόπο αυτό είναι υπεύθυνοι γι’  αυτή την κατάσταση.

Θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια της TV  όπου έβλεπες προγράμματα κατάλληλα για παιδιά με την εκπαιδευτική τηλεόραση- τα παραμύθια που παρακολούθησαν τα δικά μας παιδιά και γενικά προγράμματα και ντοκιμαντέρ επιμορφωτικού περιεχομένου.

Θυμάμαι επίσης εκείνα  τα δικά μας παιδικά χρόνια, καταϊδρωμένα από τα παιχνίδια, με ματωμένα γόνατα από τις πέτρες που χτυπούσαμε όταν πέφταμε, αλλά γελαστά κι ευτυχισμένα. 

Πολλά από τα παιχνίδια μας τα παίζαμε εκεί που βοσκούσαμε τα ζωντανά μας, γιατί δεν είχαμε την πολυτέλεια και πολύ ελεύθερο χρόνο και έπρεπε να συμβάλλουμε στις δουλειές του σπιτιού και στην οικιακή οικονομία. Μετά γυρίζαμε πεινασμένα, καταϊδρωμένα αποσταμένα και μας έβαζαν οι μανάδες μια «σφήνα» (φέτα) ψωμί- κι αν και καθάρια (σταρένια) ποιος τη χάρη μας, πασπαλισμένη με λίγο λάδι και λίγη ζάχαρη, τι άλλο να θέλαμε;

Θέλω σήμερα, μετά τον εκτενή αυτό πρόλογο, να θυμίσω στους συνομήλικούς μου μερικά από τα παιχνίδια που παίζαμε τότε.

Ίσως τα παιδιά σήμερα να αναρωτιούνται πώς ζούσαμε τότε χωρίς κανάλια, χωρίς τάμπλετ, χωρίς πλεϊστέισον, χωρίς άιφον.

Ένα από τα αγαπημένα αυτά παιχνίδια της εποχής μας, ήταν η σκλέντζα. Η σκλέντζα παίζονταν με δύο ξύλα. Το ένα μακρύ 50 εκατοστών, που το έλεγαν κι αυτό σκλέντζα και το άλλο κοντό, ίσα με 15 πόντους και λεπτότερο που το έλεγαν σκλεντζί ή σκλεντζάρι. 

Το παιχνίδι άρχιζε με λαχνό. Ο λαχνός ήταν συνήθως πετραδάκι, ένα «κατσ’ κάρ». Ο ένας πρότεινε κλειστά τα χέρια του κι ο άλλος έδειχνε το ένα από τα δύο, εκείνο που νόμιζε πως ήταν κρυμμένο το πετραδάκι. 

Αν το πετύχαινε, έπαιρνε αυτός στο χέρι τη σκλέντζα με το σκλεντζί. Αν όχι πήγαινε απέναντι σε μια απόσταση 15-20 μέτρων και περίμενε να του πετάξει ο άλλος το σκλεντζί χτυπημένο με τη σκλέντζα. 

Έφτιαχναν μια μικρή τρύπα στο χώμα σαν αυτή που κάνανε για τους βώλους. Το παιχνίδι δε, άρχιζε είτε με ελαφρύ χτύπημα στη μια άκρη από το σκλεντζί, αφημένο στο χώμα, οπότε αυτό αναπηδούσε λίγο στον αέρα και από κει με ένα γερό χτύπημα της σκλέντζας πήγαινε προς τον δεύτερο παίχτη, ο οποίος περίμενε με ανοιχτό το σακάκι του (το παλτό) στα χέρια να πιάσει το σκλεντζί στον αέρα. 

Αν το πετύχαινε το παιχνίδι αντιστρεφόταν. Ειδάλλως έπαιρνε από κάτω το σκλεντζί και μάτιαζε τη σκλέντζα, που ο πρώτος την είχε όρθια, με τη μια άκρη στην τρύπα (γούβα) μέσα. Αν δεν την άγγιζε, ο δεύτερος συνέχιζε το παιχνίδι, στέλνοντας κάθε τόσο το σκλεντζί στον άλλο, φωνάζοντας κάθε φορά και από μια ονομασία.

Το έπαθλο της νίκης ήταν να κρεμαστεί ο νικητής στους ώμους του δευτέρου και αυτός ταπεινωμένος (αλλά και πεισμωμένος για να κερδίσει κι αυτός) και κάτω απ’ τα γέλια και τα πειράγματα των άλλων παιδιών τον μετέφερε μερικά βήματα.

Την  επομένη φορά θα γράψω για την «μπάτσινη γομάρα» με «σκόπια» (ξύλα).

(Μέτσοβο)