Ο αποθανών δεδικαίωται;

on .

Η προσφάτως αποθανούσα Βασίλισσα Ελισάβετ η Β΄ ίσως να ήταν καλή ηγεμόνας για τους Βρετανούς. Και σίγουρα είναι μια μεγάλη ιστορική προσωπικότητα. Εβδομήντα χρόνια στο θρόνο του Ηνωμένου Βασιλείου, με τόσα, παγκόσμιου βεληνεκούς, γεγονότα στη βασιλεία της... Ας ελπίσουμε πως θα την έχουν συγχωρέσει οι λαοί που αιματοκύλισε. Και δεν είναι λίγοι. Ας ελπίσουμε ότι θα την συγχωρέσουν και τα δεκατρία παληκάρια -κανένα δεν είχε κλείσει τα 25 του χρόνια- της ομομήτριας μαρτυρικής Κύπρου, τα οποία κρεμάστηκαν από τις 10 Μαΐου 1956 έως τις 14 Μαρτίου 1957, αγωνιζόμενα για την απελευθέρωση της Κύπρου και την ένωσή τους με την Ελλάδα. Οι εννέα απαγχονισμένοι και τα τέσσερα ιστορικά στελέχη της ΕΟΚΑ. Και επειδή Ιστορία δεν νοείται χωρίς τη μνήμη, ας θυμηθούμε με σεβασμό τα ονόματά τους: ο Μιχάλης Καραολής, ο Ανδρέας Δημητρίου, ο Χαρίλαος Μιχαήλ,ο Ανδρέας Ζάκος, ο Ιάκωβος Πατάτσος, ο Στέλιος Μαυρομάτης, ο Ανδρέας Παναγίδης, ο Μιχάλης Κουτσόφτας, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Στυλιανός Λένας, ο Μάρκος Δράκος, και ο Κυριάκος Μάτσης.

Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η επιστολή προς τη Μεγαλειοτάτη του 19χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη («όνομα και πράμα»): «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο. Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».

Παρά τον διακοσμητικό της ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας της, μπορούσε, αν ήθελε, να τον σώσει. Με μια της λέξη. Με ένα της νεύμα. Ό,τι κι αν ισχυρίζονται οι εκ συστήματος ιστορικοί ξεπλυματίες, οι  διαστρεβλωτές κατά πως βολεύει της Ιστορίας. Δεν το έπραξε. Τον έστειλε στην κρεμάλα... Πώς, λοιπόν, δεδικαίωται; Όπως, πώς δεδικαίωνται όλοι οι ουκ ολίγοι στην ιστορία των λαών τύραννοι και δικτάτορες για τα εγκλήματα που διέπραξαν; Πώς δεδικαίωνται οι άδικοι και οι άρπαγες, οι στυγεροί δολοφόνοι και οι λογής εγκληματίες; 

Πρόκειται για παρανόηση της ευαγγελικής αυτής φράσης και προφανή παρερμηνεία της. Πρώτα γιατί η ακριβής διατύπωσή της δεν είναι αυτή. Η σωστή ρήση είναι «ο γαρ νεκρός δεδικαίωται της αμαρτίας» και αναφέρεται σε επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους (6:7). Η πραγματική και επίσημη από την Εκκλησία ερμηνεία της είναι ότι ο νεκρός δεν μπορεί πλέον να αμαρτήσει, ή αλλιώς η αμαρτία δεν έχει καμιά εξουσία πάνω του. Ο νεκρός αδυνατεί να διαπράξει οποιαδήποτε ανομία. Οι καλές και κακές πράξεις λαμβάνουν χώρα στον κόσμο των ζωντανών. Οι νεκροί απαλλάσσονται δια παντός και ανεπιστρεπτί από αυτή τη δυνατότητα. Κατά δεύτερον, έχει επικρατήσει η άποψη και αυτό μας αρέσει να λέμε, ότι ο νεκρός δικαιώνεται, με άλλα λόγια συγχωρείται για όσες αμαρτίες διέπραξε εν ζωή.

Είναι όμως έτσι; Θα δεχόμασταν απαλλαγή των ανομιών ενός τύραννου, ενός δικτάτορα, κάποιου που προκάλεσε γενοκτονίες, ενός κατά συρροή δολοφόνου, μετά το θάνατό τους, που ισοδυναμεί βέβαια και δικαίωσή τους εν ζωή; Πιστεύω ότι η μεγάλη πλειοψηφία των έντιμων ανθρώπων, που έχουν έμφυτους ηθικούς κανόνες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, δεν θα συμφωνούσε. Η ερμηνεία πως ο νεκρός δικαιώνεται, οικειοποιείται - γιατί τους βολεύει - από εκείνους που ρέπουν στην ανομία και χρειάζονται μια έξωθεν καλή μαρτυρία, μία πρόφαση, μια απαλλαγή από τις όποιες ενοχές, μια δικαίωση στα μάτια της πλειοψηφίας. Πολύ χρήσιμη με αυτήν την έννοια, είναι η αποστολική ρήση, στους ανθρώπους της εξουσίας και γενικότερα σε δημόσια πρόσωπα, που στο όνομα του πολιτικού ή και οικονομικού κέρδους μπορούν να διαπράξουν κάθε είδους άνομη πράξη ντύνοντάς την με τον μανδύα της όποιας ιδεολογίας για «το κοινό καλό» (!!). Έτσι, λοιπόν, οι επικήδειοι κολακεύουν τον νεκρό, θυμίζοντας και υπερθεματίζοντας μόνο τις όποιες καλές του στιγμές, αγνοώντας τις κακές ή ακόμη και παρερμηνεύοντας τες, προκειμένου η συλλογική μνήμη- αδύναμη και κοντή ως επί το πλείστον- να λησμονήσει τις αμαρτίες, τα ατοπήματα- συχνά μάλιστα μεγάλα- του εκλιπόντος. 

Τους ζωντανούς, επομένως, εξυπηρετεί η παρερμηνεία της αποστολικής αυτής φράσης και όχι τους νεκρούς. Ο νεκρός δεν απαλλάσσεται από τα ανομήματά του, από τις ευθύνες των πράξεών του, απλά δεν μπορεί να διαπράξει άλλα. Ό,τι έχει κάνει στη ζωή του το χρεώνεται για πάντα. Η προσδοκία της μετά θάνατον συγχώρεσης των αμαρτιών μας, έχει αντίκτυπο στην ποιότητα του βίου μας και των σχέσεών μας με τους άλλους ανθρώπους. Γινόμαστε χειρότεροι σαν άνθρωποι. Όμως ο παράδεισος και η κόλαση (η κυριολεκτική ή μεταφορική χρήση των όρων επαφίεται στην πίστη εκάστου), δεν βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση και σε μια άλλη ζωή, αλλά είναι εδώ, στη γη και στον κόσμο των ζωντανών. Οτιδήποτε άλλο θα συνιστούσε αναίρεση της βαρύτητας των πράξεών μας εν ζωή και θα οδηγούσε στην αυτοαναίρεση της μεταθανάτιας «τελικής» κρίσης. Κανενός ο θάνατος δεν τον εξαγνίζει από τις πράξεις της ζωής του, ούτε τα μνημόσυνα και οι επιμνημόσυνες δεήσεις, ούτε τα κόλλυβα. Όλα αυτά έλκουν την καταγωγή τους από τα αρχαιότατα ακόμη χρόνια (μαντεία) στους ποικιλόσχημους επιτήδειους (μάντεις, χρησμοδότες, αρχαίο αιγυπτιακό ιερατείο), οι οποίοι «αξιοποιούν», με το «αζημίωτο» τις μεταφυσικές ανησυχίες και τη μεταθανάτια αγωνία -μόνο αυτός από όλα τα έμβια όντα- του ανθρώπου. Και τούτο γιατί μόνο αυτό από όλα τα έμβια όντα, έχοντας συνείδηση του τέλους του, το χαρακτηρίζει η τραγικότητά του.