Η Ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου…

on .

(Β’ Μέρος) l Ο αψευδέστερος μάρτυρας ενός λαού για το χαρακτηρισμό της εθνότητάς του είναι η συνείδηση. Η συνείδηση των Βορειοηπειρωτών είναι ελληνική, όπως αποδεικνύεται και από την ιστορική τους πορεία μέσα στους αιώνες. Να θυμίσουμε: Μήπως οι Ιταλοί που θεωρούνται διάδοχοι των Λατίνων, μιλούν την λατινική γλώσσα; Και σήμερα για εκείνους τους μωαμεθανούς στην Αλβανία που θεωρούνται Αλβανοί, αν ερευνήσουμε ιστορικά γεγονότα θα αποδειχτεί ότι είναι Έλληνες αλλαξογυρισμένοι. Τους Τουρκαλβανούς στην Ήπειρο ο Πουκεβίλ τους χαρακτηρίζει «Έλληνες περιτετμημένους». Να πούμε ακόμη ότι κατά την περίοδο του Αλή Πασά επίσημη γλώσσα στην Ήπειρο ήταν η ελληνική.

Το αδίκημα που διαπράχτηκε εις βάρος της Βορείου Ηπείρου είναι ασυγχώρητο. Πολλές ιστορικές πηγές, μας πείθουν για την ελληνικότητα των βορειοηπειρωτικών περιοχών. Ένα τέτοιο χειρόγραφο είναι το χειρόγραφο του Χρυσάνθου Κονοφάου, ιεροδιάκονου του Μητροπολίτη Ιωαννίνων στην εποχή του Αλή Πασά Ιερόθεου Γαΐου, που δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Επιθεώρησις» (7 Φεβρουαρίου 1881). Το χειρόγραφο αυτό είναι αποκαλυπτικό για την ιστορική πορεία της Βορείου Ηπείρου. Δημοσιεύτηκε όταν είχε τεθεί το ζήτημα της ελληνικότητας της Βορείου Ηπείρου στο Συνέδριο του Βερολίνου. Το χειρόγραφο έχει δημοσιευτεί και στο βιβλίο της Αγγελικής Β. Μεταλλινού (Θεσσαλονίκη 1950).

Σύμφωνα μ’ αυτό το χειρόγραφο όχι μόνο οι Χριστιανοί που ζουν εντεύθεν του Άψου ποταμού είναι Έλληνες, αλλά και πολλοί μωαμεθανοί έλκουν την καταγωγή τους από Έλληνες την καταγωγή, των οποίων οι πρόγονοι υπήρξαν Έλληνες Χριστιανοί, αλλά εξισλαμίστηκαν.

Το χειρόγραφο, λόγω του ενδιαφέροντός του το παραθέτουμε ολόκληρο: «Παρά πολλών γνωστών εστίν ότι προς βορράν της Ηπείρου κείται η Αλβανία, ήτις κατοικείται άπασα παρ’ Αλβανών αναμεμιγμένων Οθωμανών τε και Χριστιανών Ελλήνων, κατά φυλάς διηρημένων, ώσπερ των Τσάμηδων, Τόσκιδων, Λιάπιδων και άλλων επωνυμιών, εξ ών πολλοί των λεγομένων Λιάπιδων, συνοικούντες εν τοις μεταξύ Δελβίνου και Χειμάρρας χωρίων, υπήρχον εν τισι τούτων διά πολύν χρόνον συνεζευγμένοι Τούρκοι μεν μετά γυναικών Χριστιανών, Έλληνες δε μετά Οθωμανίδων αδιαφόρως και εναλλάξ Ελλήνων θυγατέρες μετά Οθωμανών ανδρών και θυγατέρες Οθωμανών μετά Ελλήνων Χριστιανών. Εν τούτοις εκάτερα τα μέλη αμφοτέρων των θρησκειών απήλαυον προς αλλήλους εξασκούντα άπαντα τα της πίστεως αυτών καθήκοντα, μηδαμώς ενοχλούντας ή κωλύοντας, ο μεν Τούρκος σύμβιος ην τινος χριστιανής γυναικός ηδύναντο περιτέμνειν και περικείρειν τα άρρενα αυτών τέκνα, ωσαύτως και σύζυγος αυτού και χριστιανή ούσα, τα θήλεα βαπτίζειν κατά τα νόμιμα της θρησκείας αυτής και ο μεν έχαιρε σπεύδων εις το τζαμίον προσευχηθησόμενος, η δε εις την ιράν αυτής εκκλησίαν. Έτερος δε χριστιανός επίσης εις τους ιρούς ναούς, η δε Οθωμανή αυτού σύζυγος εις τα τζαμία. Και πολλάκις αυθημερόν, ως έλαχεν, έκαστος γυναικί δεδεμένος, γυνή ανδρί τινι υπανδρευομένη συνεσθίοντες επί της αυτής τραπέζης μετ’ άλλων βιωμάτων και πλακούντας ύεια κρέατα και προβάτεια εξ ημισείας περιέχοντας.

Ούτω διανύσαντες ουκ οίδα πόσον χρόνον, καίτοι πολλών κατά καιρούς Επισκόπων και Χοτζάδων επί ματαίω συναγωνιζθέντων όπως αυτούς πείσωσιν εν μια των δύο θρησκειών πίστει συγχωνευθείναι, αυταί διέμενον αμετάβλητοι και ακλόνητοι μέχρι του 1818, ότε παρά πάσαν προσδοκίαν επέπεσαν επί μόνους τους Χριστιανούς, βαρύτατοι φόροι και βιαία αγγαρία υπερβαίνουσα τας εαυτών δυνάμεις, τότε μικροψυχήσαντες και ολιγοπιστίσαντες, ηρνήθησαν οι χριστιανοί την εκ γενητής πάτριου πίστιν και ησπάσθησαν τον ισλαμισμόν περιτμηθέντες, πλην του ιερέως και της οικογενείας αυτού, οίτινες υπέστησαν δριμυτάτας και πικροτάτας βασάνους και μάστιξιν η σύζυγος αυτού γυνή και πρεσβυτέρα συν τοις τέκνοις αυτής κορασίων δύο και ενός άρρενος.

Ο δε σεβάσμιος ιερεύς καίτοι καταμαστιγούμενος υπό πολλών μωλώπων και τραυμάτων εκπηδήσας διά τινος της οικίας θυρίδως, διέφυγε τον τελευταίον θάνατον και κατέφυγεν μεθ’ ήμερας τρεις οδοιπορών υπό την υπεράσπισιν του Μητροπολίτου Ιωαννίνων, εξ ου περιποιηθείς και θεραπευθείς, ανεδείχθη άξιος εφημέριος μιας των εν Ιωαννίνοις Εκκλησιών, προ τριάκοντα πέντε ήδη ετών, ότε είδον αυτόν καγώ. Έμαθε δε ως ήτο επόμενον και ο Αλή Πασάς τούτο παρά του Μητροπολίτου, αλλ’ ούτε χαίρων ούτε λυπούμενος εφάνη, ων φύσει αδιάφορος, ή μάλλον δυσάρεστος προς τους αλλαξοπιστούντας πολλάκις, ους ονόμαζε συνήθως «μουρντάρηδες», «ακαθάρτους», «γιαμπέσηδες», «απίστους».

»Ο αξιότιμος Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ, είτε σπουδάζων, ή και αστεϊζόμενος, λέγει ότι οι χριστιανοί εκείνου του χωρίου Κούτσι, βιασθέντες και μέγα στενοχωρηθέντες υπό των Οθωμανών Αλβανών, ίνα τορκέψουν, αζήτησαν παρ’ αυτών οι χριστιανοί τεσσαρακονθήμερον προθεσμίαν, όπως δεηθώσι του Κυρίου και Σωτήρος, ίνα θαυματουργήση και μηδόλως εισακουσθέντες, εψυχράνθησαν και παροργισθέντες, εγκατέλιπον την ιεράν αυτών Ορθόδοξον πίστιν, εναγκαλισθέντες την μιαράν του ψευδοπροφήτου Μωάμεθ. Αλλά μεν ταύτα δε έχονται αληθείας, ούτε βεβαιότητος, ανασκευαζόμενα δι ων είπον και ελάλησα ανωτέρω αληθώς, πραγματικώς και ουσιαστικώς διηγήματα και πάθη όντα, απαράλακτα του παθόντος, μαστιγωθέντος και υπομείναντος σεβαστού εκείνου εναρέτου και ακλονήτου περί την πίστιν ιερέως, ος εύρε χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις.

»Έτι δε τούτων δει μανθάνειν πάντα χριστιανού Έλληνα προς δόξαν Θεού το: Εάν ο ενάρετος ο Ιεροδιδάσκαλος Κοσμάς ο αληθινός ομολογητής και μάρτυς της Ορθοδόξου ημών Χριστιανικής πίστεως, δεν ανεφαίνετο τω τότε καιρώ και εκείνος τα μέρη της Ηπείρου ουδείς ευρίσκετο Χριστιανός Έλλην, εις εκείνα τα απότομα και απόκεντρα μέρη. Αλλ’ η Θεία Πρόνοια η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, υπεστήριξεν αυτούς τη διδασκαλία και τη παρακλήσει του πατρός ημών Κοσμά, οίτινες φωτισθέντες τη χάριτι του Παναγίου Πνεύματος διήλθον ευσεβώς, σωφρόνως και δικαίως, και συνέδραμον τους εν χριστώ αδελφούς αυτών εν τω ιερώ αγώνι της Ελλάδος και ήδη αποστέλλουσιν εις τας κλεινάς Αθήνας προς εκπαίδευσιν και προπαρασκευήν, ίνα εν καιρώ παρευρεθώσι και συναγωνισθώσι μεθ’ ημών κατά των κοινών πολεμίων τη ημετέρα Πίστεως και Πατρίδος».

Από το παρατιθέμενο χειρόγραφο, αναφερόμενο στα χρόνια του Αλή πασά, ο οποίος αποπειράθηκε να ιδρύσει αλβανικό κράτος με τη βοήθεια και συνδρομή μάλιστα των Ελλήνων, όπως νόμιζε, αποδεικνύεται ότι πάρα πολλοί μουσουλμανικοί πληθυσμοί στη Βόρειο Ήπειρο, οι γονείς τους και οι παππούδες τους ήταν ορθόδοξοι Χριστιανοί, με φρόνημα Ελληνικό. Αυτοί αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν λόγω των πιέσεων.

Συμπερασματικά, την Βόρειο Ήπειρο μέχρι τον Άψο ποταμό και πιο πέρα την κατοικούν ελληνικοί πληθυσμοί, ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά και μωαμεθανοί. Ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου θυσιάστηκε για να αποδείξει την ελληνικότητά του.

Οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες απέδειξαν σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο ότι παρόλες τις απειλές, τους διωγμούς, τη βία και την κάθε είδους βιαιοπραγία, παραμένουν Έλληνες.