Η λειτουργία της Ενορίας…

on .

Η Εκκλησία υπηρετεί το αιώνιο μήνυμα του Ευαγγελίου, μήνυμα της σωτηρίας του ανθρώπου, το οποίο υλοποιείται υποχρεωτικά στο πλαίσιο των υφισταμένων διαχρονικά κοινωνικοπολιτικών και νομικών συνθηκών. Έτσι σήμερα, ο κάθε εφημέριος Ιερέας στην Ενορία του, ενεργεί την λειτουργική, πνευματική και ποιμαντική διακονία του, σύμφωνα με τις οδηγίες του Μητροπολίτου του και σύμφωνα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που έχει θεσπίσει η Πολιτεία. Το νομικό αυτό πλαίσιο προσδιορίζεται από τις διατάξεις του ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 146/31.5.1977) και κυρίως από τον κανονισμό υπ’ αριθ. 305/2018 «Περί Εφημερίων και Διακόνων» (ΦΕΚ Α΄ 153/22.8.2018) που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος Της Εκκλησίας Της Ελλάδος.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του ανωτέρω κανονισμού, με μέριμνα των εφημερίων Ιερέων του κάθε Ιερού Ναού συντάσσεται και διατηρείται κατάλογος των ενοριτών της κάθε Ενορίας. Αυτόματα αναδύεται το ερώτημα είναι εφικτό για τους εφημέριους Ιερείς να συντάξουν κατάλογο των ενοριτών της ενορίας των με το υφιστάμενο συνολικό νομικό πλαίσιο;

Κατά την γνώμη μου υπάρχουν αντικρουόμενες προς την ανωτέρω διάταξη του κανονισμού διατάξεις νόμων, που εμποδίζουν την υλοποίηση του και να γιατί. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (ΦΕΚ 50/10-4-1997 Τ.Α.), άρθρα 2,5,11 & 13 οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο. Επομένως  για την υλοποίηση της ανωτέρω διάταξης του ανωτέρω κανονισμού, απαιτείται συγκατάθεση και ενημέρωση του "υποκειμένου", δηλαδή ατομικά  του κάθε ενορίτη πιστού  Χριστιανού, για την συμπερίληψή του στον κατάλογο. Άρα, ως έχει η διάταξη του Κανονισμού, είναι ελλιπής και αντιστρατεύεται τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων του Νόμου 2472/1997. Θα πρέπει η Ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος να την τροποποιήσει, κατά την γνώμη μου, ως εξής: "Οι εφημέριοι των Ιερών Ναών με ανακοίνωσή των καλούν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, που κατοικούν στην Ενορία τους, εφ΄όσον το επιθυμούν να περιληφθούν στον κατάλογο των ενοριτών της Ενορίας των, να προσκομίσουν σχετική υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Νόμου1599/1986 στον Εφημέριο της Ενορίας των και να δηλώνουν ότι επιθυμούν την εγγραφή των. Ο ανωτέρω κατάλογος να επικαιροποιείται κατ΄έτος με την ίδια διαδικασία".

Βεβαίως η κατάρτιση του καταλόγου των ενοριτών της κάθε Ενορίας είναι αναγκαία “εκ των ουκ άνευ” για την ολοκληρωμένη, την ουσιαστική λειτουργία της Ενορίας. Γνωρίζοντας οι Ιερείς μας με βάση τον ανωτέρω κατάλογο τους πιστούς, μπορούν να τους καλούν σε συνελεύσεις όπου, το πρώτο που θα επιτευχθεί, θα είναι η αλληλογνωριμία των πιστών. Ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή (κεφ. ια’, 20) μάς ομιλεί για την «επί το αυτό» σύναξη των Χριστιανών. Εκεί οι ενορίτες θα αντιληφθούν και θα βιώσουν ότι η πίστη τους δεν είναι μια ατομική τους υπόθεση και οι υποχρεώσεις των δεν εξαντλούνται στην ατομική συμμετοχή των στην θεία Λειτουργία τις Κυριακές και Εορτές.  Εκεί στην ενορία θα βιώσει ο Χριστιανός ως μέλος της ευρύτερης πνευματικής οικογένειάς του, και τους άλλους ενορίτες  ως πνευματικούς του αδελφούς. Στην ενορία του ο Χριστιανός θα βιώνει το γεγονός  ότι η Εκκλησία δεν είναι κάτι το γενικό, αόριστο, αφηρημένο, αλλά ότι η συγκεκριμένη σύναξη είναι η πραγματικότητα, που καθιστά στον κάθε χριστιανό μέλος του “σώματος  Χριστού”(Α΄Κορ. Κεφ.12). Εκεί θα συζητήσει μαζί τους, να προσδιορίσουν μαζί με ποια έργα η πίστη τους θα διατηρείτε ζωντανή. Εκεί θα θυμηθούν και τις κοινές συνεστιάσεις (τις αγάπες) των πρώτων χριστιανών και θα σκεφθούν πόσο δημιουργικό και συνεπές θα ήταν να τις ξαναφέρουν στην κοινή ζωή τους.

Εκεί στη “ζώσα” ενορία, γεγονότα όπως η βάπτιση νέων μελών θα πάψει να είναι για την ενορία κάτι αδιάφορο ή ιδιωτική υπόθεση των συγγενών του βαπτιζομένου, αλλά θα  είναι γεγονός κατ’ εξοχήν εκκλησιολογικό. Το μυστήριο του γάμου  επίσης. Όλα τα μυστήρια, η λατρεία και οι πράξεις και θεσμοί της Εκκλησίας που έχουν εκκλησιολογικό χαρακτήρα  θα αναζωγονηθούν.

Πετυχαίνοντας αυτά οι ενορίτες θα αισθάνονται ότι τα πρόσωπα τους γίνονται αποδεκτά στην Ενορία “εν αγάπη”. Ότι ο ιερέας είναι ο πνευματικός τους πατέρας που τους δέχεται, όπως ο Χριστός δέχεται τον κάθε άνθρωπο. Ότι είναι εκείνος που μεριμνά για τη λατρευτική και την πνευματική ζωή των και για όλα τα ζητήματα, τα οποία αφορούν στην πνευματική, την προνοιακή και την υλική ζωή της ενορίας των.

Εκεί ο πιστός με την βοήθεια της διακονίας του λόγου θα εμπεδώσει το χρέος του την όλη ζωή του να την ζεί ως πιστός χριστιανός και να μην είναι “χριστιανός” στον Ιερό Ναό και εγωκεντρικός υλιστής έξω από αυτόν. Ότι πρέπει να προσδιορίζει τις ανάγκες του με κριτήριο τις χριστιανικές αξίες. Να αρκείται στην αυτάρκεια ως προς την κάλυψη των αναγκών αυτών και ότι το εισόδημά του πρέπει να προέρχεται από τίμια εργασία του και ότι το τυχόν περίσσευμα οφείλει να το εισφέρει στην Ενορία του και μέσω αυτής συλλογικά να καλυφθούν οι ανάγκες εκείνων που στερούνται τα αναγκαία για την συντήρησή των.

Σκεφθείτε, εάν υπάρξει τέτοια βιωματική εμπειρία στις ενορίες μας και εάν η διακονία του λόγου ασκηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, ρεαλιστική και ολοκληρωμένη, εάν τα δημοσίως λεγόμενα και πραττόμενα από δημόσια πρόσωπα δημοσίως  ελέγχονται από άμβωνος και όχι μόνο, με κριτήριο την χριστιανική πίστη μας  τότε μπορεί να κάνουν θαύματα οι ενορίες μας.

Βέβαια για να γίνουν αυτά απαιτείται και οι ενορίτες  να μετέχουν στην διοίκηση της ενορίας τους. Αυτό το δικαίωμα των ενοριτών, μας το υποδεικνύει για θέσπισή του, η πράξη των Αποστόλων που κάλεσαν τους πιστούς να εκλέξουν τους επτά διακόνους στην πρώτη εκκλησία των Ιεροσολύμων.

Επομένως, επειδή σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν. 590/1977 οι Ενορίες μαζί με τους Ενοριακούς  των Ναούς  λειτουργούν με βάση κανονισμούς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα πρέπει η Ιερά Σύνοδος να επιφέρει τροποποιήσεις στις διατάξεις των σχετικών  κανονισμών, ώστε τα  τέσσερα λαϊκά μέλη των εκκλησιαστικών συμβουλίων να εκλέγονται από την γενική συνέλευση των μελών του καταλόγου των ενοριτών με μυστική ψηφοφορία με ενιαίο ψηφοδέλτιο.   

Πρέπει οι Επίσκοποί μας να αντιληφθούν ότι η  Εκκλησία αντλεί τη δύναμή της  από την υπόστασή της ως θεοϊδρυτη, από το κύρος του μηνύματός  της και από τη ζωντάνια των μελών της. Είναι βέβαια σαφές από την όλη στάση του κατεστημένου της χώρας μας, ότι αυτό αποσκοπεί στο να περιορίσει την δράση της Εκκλησίας μόνο στην λατρεία που γίνεται στους Ιερούς Ναούς. Απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του Νόμου 590 του 1977. Στον νόμο αυτόν,  που έχει 75 άρθρα, οι διατάξεις που αναφέρονται στο κύτταρο της Εκκλησίας που είναι η Ενορία είναι οι εξής μόνο αναφορές.

α) Στην παρ. 3 του άρθρου 11 ότι αποτελούν σε κάθε Μητρόπολη υποδιαιρησή της και ότι κέντρον της είναι ο αντίστοιχος ενοριακός ναός.

β) Στο άρθρο 30 όπου ρυθμίζεται το θέμα της διαχείρισης των εισφορών των Ιερών Ναών προς συντήρησιν των Μητροπολιτικών Γραφείων ή άλλων δραστηριοτήτων της οικείας Μητροπόλεως.

γ) Στο  άρθρο 36 που αναφέρεται στο χαρακτηρισμό της ως  ΝΠΔΔ, και προσδιορίζονται οι όροι ίδρυσης, συγχωνεύσεως ή καταργήσεως της και 

δ)  Στην παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν. 590/1977 που όριζεται ότι "Ο εφημέριος μεριμνά δια την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και δια παν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Ενορίας". 

Εάν η ηγεσία της Εκκλησίας ορθοτομεί "τον λόγο της Αληθείας" του Κυρίου μας, έχει ως στόχο το πρότυπο  της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, έστω και εάν αυτό ρεαλιστικά φαίνεται σήμερα ουτοπικό, εάν αυτό ΤΟ ΔΙΑΚΥΡΡΗΣΣΕΙ με παρρησία, εάν  με πράξεις της  δείχνει ότι το προωθεί με όσες δυνάμεις έχει, τότε έχοντας πίστη και στην Θεία Πρόνοια κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί το τι μπορεί να γίνει κατορθωτό.

Τότε θα δικαιώσουμε με τα έργα μας ως μέλη της Εκκλησίας την ρήση του Κυρίου μας "Υμεις εστέ το φως του κόσμού" (Ματθ. Κεφ. Ε΄, 14).   

* O Νικήτας Αποστόλου είναι πρώην Τμηματάρχης του τέως Υπ. Γεωργίας.