Τα πολιτικά κόμματα και ο ρόλος τους στην Ελλάδα…

on .

«Τα πολιτικά κόμματα της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα έγιναν για να ικανοποιούν τις φιλοδοξίες τους παρανομώντας», ήταν το σχόλιο ενός φίλου αναγνώστη του προηγούμενου άρθρου μου, με θέμα το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας. Το πρόβλημα όμως με τα πολιτικά κόμματα στη χώρα μας -κατ’ επέκταση δε με την πολιτική κατάσταση που επικρατεί εξαιτίας της συμπεριφοράς των πολιτικών κομμάτων- δεν αφορά μόνο τη μεταπολίτευση, αλλά συνδέεται με όλη τη χρονική περίοδο,

από της συστάσεως του Νεοελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα. Και δεν αφορά μόνο τη χώρα μας.

Θυμάμαι, ως φοιτητής, σε μια φροντιστηριακή εργασία για το Ροίδη, έναν από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, διάβασα τον ορισμό που έδωσε στη λέξη κόμμα, με βάση τα δεδομένα της εποχής του, που αξίζει να τον ξαναθυμηθούμε. Γράφει ο Ροίδης: «Κόμμα εστίν, ομάς ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπό έναν οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν του πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».

Βαρείς οπωσδήποτε οι χαρακτηρισμοί του Ροίδη για τα σημερινά δεδομένα. Να μην ξεχνάμε όμως πως τα δεδομένα εκείνης της εποχής ήταν διαφορετικά. Την Ελλάδα κυβερνούσε απολυταρχικά η ξενόφερτη βασιλεία με πρώτο και «καλύτερο» τον Όθωνα που υπέγραφε, όπως επιβεβαιώνουν τα Β.Δ. της εποχής του, ως «Όθων ελέω Θεού Βασιλεύς των Ελλήνων». Όμως και μετά την έξωσή του, οι διάδοχοί του δεν έπαυαν να διαφεντεύουν τον τόπο, όπως αποδεικνύει και το βασιλικό πραξικόπημα του 1965, με το οποίο απομακρύνθηκε από την εξουσία ο λαοπρόβλητος πρωθυπουργός του 52% και το οποίο καυτηρίασε, με το παρατιθέμενο σκίτσο του, ο Φωκίων Δημητριάδης.

Αυτά βέβαια δεν συνέβαιναν μόνο στην Ελλάδα. Κρίνοντας την «απατηλή πραγματικότητα» της Γερμανίας ο διακεκριμένος κοινωνιολόγος, πολιτικός και οικονομολόγος Max Weber στο βιβλίο του «Η πολιτική ως επάγγελμα» επισημαίνει: «Το γραφειοκρατικό κράτος ήταν μια απέραντη επιχείρηση, που οι υπάλληλοι, οι τεχνικοί, οι ειδικοί, έπρεπε να εξασφαλίσουν τη λειτουργία της. Και τα κόμματα ήταν μηχανές -αγέλες, χωρίς ψυχή, που υπάκουαν σ’ έναν αρχηγό και αγωνίζονταν για την κατάληψη της εξουσίας, όχι για να διακινήσουν κάποια υψηλή υπόθεση, αλλά για να αρπάξουν θέσεις και να θεραπεύσουν ιδιοτελείς σκοπούς». Αυτά συνέβαιναν το 1919, αυτό δε «το τέρας» της γραφειοκρατίας το ζούμε, σε μεγάλο βαθμό και σήμερα.

Με τη λεγόμενη όμως μεταπολίτευση του 1974, στην Ελλάδα, τα πράγματα άλλαξαν. Φτιάξαμε νέο Σύνταγμα, με το οποίο καθιερώσαμε την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ιδρύθηκαν νέα πολιτικά κόμματα. Η Δημοκρατία έχει ασφαλώς ανάγκη από ισχυρούς θεσμους. Χρειάζεται όμως και μια δραστική κοινή γνώμη και δεν μπορεί να λείψει το ένα ή το άλλο χωρίς να υποστεί σοβαρό πλήγμα. Αυτό δεν το κατανοήσαμε όσο έπρεπε όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπου δε η δραστική αυτή κοινή γνώμη για την προάσπιση βασικών θεσμών της πολιτείας έκανε την εμφάνισή της, αλλά έθιγε κατεστημένα συμφέροντα, αυτή, μολονότι δικαιώθηκε για τη δράση της από όλα τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας, περιφρονήθηκε και κυνηγήθηκε από τους ισχυρούς μηχανισμούς της εξουσίας και της παραεξουσίας και μάλιστα διαχρονικά και από όλες τις κυβερνήσεις.

Τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα επί ολόκληρες δεκαετίες είχαν ένα μειονέκτημα: ήταν κόμματα αρχηγικά. Οι αρχηγοί έκαναν κουμάντο, ως απόλυτοι άρχοντες και επέβαλαν τις απόψεις τους κατά τρόπο που δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση από  κανένα. Όποιος είχε διαφορετική άποψη, καλούνταν να «κατεβεί από το τρένο». Η κατάσταση έγινε πιο ασφυκτική για τα πολιτικά κόμματα με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985, με την οποία αφαιρέθηκαν οι όποιες αρμοδιότητες είχε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, με αποτέλεσμα να μην έχει το δικαίωμα να συγκαλεί ούτε τους αρχηγούς των κομμάτων για να ανταλλάξουν απλώς απόψεις γύρω από βασικά εθνικά θέματα.

Προσθέστε στα παραπάνω το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που ανατρέπει το βασικό στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας και τα διαβόητα «μπόνους» των 50 βουλευτών που είναι ουσιαστικά διορισμένοι από τον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος και όχι εκλεγμένοι από το λαό και έχετε μια πρώτη αλλά αρκετή εικόνα των πολιτικών κομμάτων της μεταπολίτευσης. Η πολιτική που ασκήθηκε -και ασκείται και σήμερα- σε βασικά θέματα δεν ήταν εθνική, αλλά κομματική και μάλιστα από κόμματα που ήταν, λόγω του καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος, κόμματα μειοψηφίας. Αναφέρω ως παράδειγμα το εθνικό θέμα της Παιδείας, η διαχρονική διοίκηση της οποίας επιβεβαιώνει τις απόψεις του Ροίδη για την κακοδαιμονία της Παιδείας στη χώρα μας.

Η κατάσταση χειροτέρεψε, όταν, με τα ίδια δεδομένα, ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας οι διάδοχοί τους, κάποιοι μάλιστα κληρονομικά, οπότε σχηματίστηκαν μέσα στα κόμματα ομάδες, οι γνωστές «κλίκες», που αντιμάχονταν η μια την άλλη για το ποια θα επικρατήσει. Θυμάστε τι συνέβη μετά το θάνατο του Ανδρέα και τη διεκδίκηση της διαδοχής του από το Σημίτη και τον Τσοχατζόπουλο και φέρτε στο νου σας όσα ακολούθησαν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε από το παρασκήνιο η δράση της λεγόμενης «άρχουσας τάξης» που εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του πολιτικού συστήματος και προσπαθούσε, με επιτυχία αρκετές φορές, να επιβάλει τις απόψεις της. Δε χρειάζεται να προσθέσω τίποτε για τον ξένο παράγοντα, γιατί ο ρόλος του είναι γνωστός μέχρι σήμερα. Έτσι τα πολιτικά κόμματα -και μαζί μ’ αυτά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα- παρουσιάζονται εκ των πραγμάτων, εξασθενημένα και δεν ήταν, ούτε είναι, σε θέση να παίξουν το ρόλο που προβλέπει το Σύνταγμα.

Και τώρα θα ρωτήσετε: Καλά, αντιδράσεις δεν υπήρχαν; Ασφαλώς, κάπου - κάπου υπήρχαν, αλλά με τα γνωστά αποτελέσματα. Θυμίζω πρώτα την περίπτωση Τρίτση που προσπάθησε να αλλάξει το μεσαιωνικό σύστημα της λεγόμενης εκκλησιαστικής - μοναστηριακής περιουσίας και να αποκαταστήσει τον πιο απλό τρόπο δημοκρατικής διοίκησης της Εκκλησίας. Με παρέμβαση του Σεραφείμ στον Ανδρέα εκπαραθυρώθηκε. Η περίπτωση αυτή σας θυμίζει ασφαλώς και την εκπαραθύρωση του Φίλη από το Υπουργείο Παιδείας. Θυμίζω επίσης την περίπτωση Γιαννίτση που θέλησε να αλλάξει το χρεοκοπημένο ασφαλιστικό σύστημα. Ξεσηκώθηκαν όλοι οι εργατοπατέρες εναντίον του και τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Και μην ξεχνάτε ότι ένα μεγάλο μέρος της κρίσης που μας ταλαιπώρησε τα τελευταία χρόνια, σχετίζεται άμεσα με το ασφαλιστικό σύστημα. Οι παραπάνω περιπτώσεις -και πολλές άλλες παρόμοιες- θυμίζουν τις απόψεις που διατυπώνει στο βιβλίο του «Τα Όρια της Νομιμότητας» ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Άλαν Γούλφ για το «δυαδικό κράτος» με την έννοια πως «δίπλα σε ένα κράτος ορατό υπάρχει και ένα κράτος αόρατο». Αυτό το «αόρατο κράτος» το ζήσαμε σε όλο του το μεγαλείο όλα αυτά τα χρόνια του αγώνα για τα Ηπειρωτικά Κληροδοτήματα.

Και το τελευταίο ίσως ερώτημα: Υπάρχει διέξοδος; Επαναλαμβάνω, ως απάντηση, την άποψη του Βασίλη Μαρκεζίνη, με την οποία έκλεισα το προηγούμενο σημείωμα: «Με το υπάρχον πολιτικό σύστημα, αν δεν αλλάξει, δεν υπάρχει διέξοδος».

Και την ευθύνη για την αλλαγή του τη φέρουμε όλοι μας. Θα αλλάξει όμως; και για να αλλάξει τι πρέπει να κάνει;