Το… βάρος σε εξωστρέφεια και οικονομική διπλωματία!

on .

Ας περιγράψουμε τι πραγματικά συμβαίνει στις μέρες μας με τις εξαγωγές ελληνικών αγροτικών τροφίμων. Νομίζω πως είναι αναγκαίο αυτό για να αντιληφθούμε πλήρως όλοι μας την κατάσταση, η οποία σαφώς και είναι προβληματική, ώστε να συζητήσουμε έπειτα για το πώς μπορούν να διορθωθούν οι χρόνιες παραλείψεις και δυσλειτουργίες του κλάδου.

Καταρχήν, ο κύριος εξαγωγικός όγκος των αγροτικών μας προϊόντων πωλείται χύμα στην αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λάδι: Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πωλείται χύμα στους ανταγωνιστές μας Ιταλούς και Ισπανούς, που το τυποποιούν και το διακινούν ως δικό τους.

Λίγα επίσης είναι τα επώνυμα ελληνικά τρόφιμα και ποτά που είναι τοποθετημένα στα μεγάλα σημεία πώλησης (αλυσίδες Σ/Μ) στις ξένες αγορές και αυτά από πολύ μεγάλες ελληνικές εταιρίες με πολλά χρόνια εξαγωγικής δραστηριότητας. Οι δε ξένοι καταναλωτές δεν γνωρίζουν τα ελληνικά προϊόντα, ούτε την υψηλή τους διατροφική αξία. Όταν σε όλα τα τουριστικά μας μέρη διατίθεται λευκό τυρί αντί για φέτα πώς θα ξεχωρίσουν την αυθεντική στη χώρα τους; 

Τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά δεν είναι ανταγωνιστικά, ούτε από πλευράς τιμών, ούτε από πλευράς μάρκετινγκ. Παρατηρούνται σοβαρές ελλείψεις στη συσκευασία, τις πιστοποιήσεις, τα δίκτυα διανομής και τις στρατηγικές προώθησης. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως ο παραδοσιακός εξαγωγικός κύκλος που στηρίχτηκε στον ομογενή διανομέα, τον ομογενή καταναλωτή και το ελληνικό εστιατόριο, με χύμα προϊόν, έκλεισε οριστικά, ενώ τα προβλήματα της μεταποίησης, συσκευασίας, συνθηκών παραγωγής, διεθνών πιστοποιητικών, εμπορίας και μη αναγνωρισμένου ελληνικού σήματος (ανίσχυρο εθνικό brand name) αφαιρούν από τα ελληνικά τρόφιμα το διαβατήριο εισόδου στις ξένες αγορές. Ελάχιστες επιχειρήσεις σήμερα διαθέτουν HALLAL πιστοποιητικό για εξαγωγές σε αραβικές χώρες και το αντίστοιχο KOSIER για το Ισραήλ.

Δυστυχώς, η ελληνική γαστρονομία και αγροδιατροφή δεν έχουν συνδεθεί με το τουριστικό μας προϊόν και τον πολιτισμό σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, κανόνας  στην Ιταλία και  Ισπανία από τη δεκαετία του ’80. Οι έννοιες συνεργασία, συνέργεια και clusters είναι άγνωστες στο επιχειρηματικό λεξικό των ελληνικών επιχειρήσεων. Η δε διάλυση των μεγάλων -καθετοποιημένων- συνεταιριστικών επιχειρήσεων αποδείχτηκε τροχοπέδη στην εξωστρέφεια της ελληνικής αγροδιατροφής.

Παράλληλα, δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει τα διαχρονικά λάθη των θεσμοθετημένων φορέων εξωστρέφειας και της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας για διείσδυση, επιχειρηματική στήριξη και ουσιαστικές παρεμβάσεις στις διεθνείς αγορές. Η περίπτωση της φέτας είναι ενδεικτική. Όταν οι Ιταλοί δίναν μάχη για την παρμεζάνα και οι Γάλλοι για το ροκφόρ, η φέτα εξαιρούνταν από τα 323 ευρωπαϊκά ΠΟΠ τυριά στις συμφωνίες ΕΕ με Καναδά και Ν. Αφρική αντίστοιχα. Σήμερα βλέπουμε παντού λευκά τυριά άλμης με την ένδειξη φέτα από διάφορες χώρες. Το ίδιο συμβαίνει και με το γιαούρτι, την ελιά καλαμών, το ούζο, κλπ.. Ελπίζω ο νέος νόμος του 2019 για ανασυγκρότηση της οικονομικής διπλωματίας, που βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση, να βοηθήσει την υπάρχουσα κατάσταση.

Στο μεταξύ, η μεγάλη πτώση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά λόγω κρίσης και πανδημίας αλλά και η τιμολογιακή πολιτική των μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου οδήγησε πολλές επιχειρήσεις σε άναρχες και ερασιτεχνικές προσπάθειες «εξαγωγών» και σε πόλεμο τιμών, πολλές φορές κάτω του κόστους.To VALUE FOR MONEY όμως δεν αποτελεί λύση για τα ελληνικά προϊόντα και την αγροτική παραγωγή. Η δε απουσία σοβαρών διεπαγγελματικών οργανώσεων και αυστηρών κρατικών ελέγχων στην παραγωγή βάζει σε κίνδυνο τα ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα. Το είδαμε με τη μαϊμού φέτα στη Γερμανία και Σουηδία. Θετική ασφαλώς είναι η στάση με τα πρόστιμα του υπουργείου αγροτικής ανάπτυξης.

Η χώρα μας χαρακτηρίζεται εξάλλου από διαχρονική κατασπατάληση πόρων για εξωστρεφείς, υποτίθεται, δράσεις χωρίς καμιά στόχευση και μετρήσιμο αποτέλεσμα, εντελώς αναχρονιστικές και κιτς από φορείς άσχετους με τις εξαγωγές. Μην υποτιμηθεί, τέλος, το κίνημα του γαστρονομικού εθνικισμού (Food nationalism) όπως ονομάστηκε στην Ευρώπη από την αρχή της πανδημίας και δημιουργεί ήδη πολλά προβλήματα στις εξαγωγές.

Η οικονομική διπλωματία

Η οικονομική διπλωματία είναι αναμφίβολα βασικός πυλώνας εξωστρέφειας. Από την εμπειρία μου όμως έχω την αίσθηση ότι η έννοια της οικονομικής διπλωματίας στην Ελλάδα χρησιμοποιείται περισσότερο για την δημιουργία εντυπώσεων από πολιτικούς η άλλους παράγοντες, χωρίς να υπάρχει ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο σχέδιο εξωτερικής οικονομικής πολιτικής και εξωστρέφειας.

Η απουσία αυτή εν πολλοίς οφείλεται και στην υποβάθμιση των Εμπορικών μας γραφείων στο εξωτερικό, μετά το 2001, με την διάσπαση των σχετικών αρμοδιοτήτων σε δυο υπουργεία (ΥΠΕΞ και Ανάπτυξης), την περιθωριοποίηση των υπηρεσιών των εμπορικών ακολούθων και την απουσία δομών ένταξης στο συνολικό σχεδιασμό του ιδιωτικού τομέα.

Είναι γνωστό ότι το 2001 αποφασίστηκε η κατάργηση της Γενικής Γραμματείας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων από το τότε ΥΠΕθΟ και η επανασύσταση της στα πλαίσια του ΥΠΕΞ. Η μεταφορά αυτή διέσπασε σε δυο υπουργεία τις σχετικές αρμοδιότητες με τα γνωστά αποτελέσματα σε βάρος της εξωστρέφειας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά το 2007 με την απόπειρα προοδευτικής κατάργησης του κλάδου ΟΕΥ, και την ανάληψη των θέσεων των Γραφείων ΟΕΥ από υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου. Αποτέλεσμα αυτής της ρύθμισης ήταν η μείωση του δυναμικού από 190 σε κάτω από 150 άτομα. Παράλληλα, το 2010, καταργείται και ο διακριτός κωδικός «εξωτερικό εμπόριο» στον προϋπολογισμό του ΥΠΕΞ με αποτέλεσμα την πλήρη αποδιοργάνωση των Γραφείων ΟΕΥ.

Ευτυχώς η ρύθμιση κατάργησης του κλάδου ΟΥΕ ανεστάλη το 2014 και η προηγούμενη κυβέρνηση ενεργοποίησε ξανά την πρόσληψη ΟΕΥ από την ΕΣΔΔ, στα πλαίσια στήριξης του κλάδου και της εξωστρέφειας. Οι διαχρονικά όμως λανθασμένες πολιτικές οδήγησαν σε υποβάθμιση των Γραφείων ΟΕΥ με σημαντική μείωση του εξειδικευμένου προσωπικού, υποστελέχωση, διάλυση υποδομών, μείωση προϋπολογισμού και πλήρη αποξένωση των Γραφείων ΟΥΕ με τον επιχειρηματικό κόσμο και τους Έλληνες εξαγωγείς.

 Παράλληλα, η αποξένωση του εξειδικευμένου  στελεχιακού δυναμικού του κλάδου ΟΕΥ στα πλαίσια της ΓΓ ΔΟΣ και ΑΣ του ΥΠΕΞ σε συνδυασμό με τη διάσπαση των αρμοδιοτήτων -αφού στο Υπ. Ανάπτυξης βρίσκονταν οι πολυμερείς οικονομικές σχέσεις και η εποπτεία του Enterprise Greece- οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι εκείνη η κατάσταση δεν μπορούσε εκ’ των πραγμάτων να στηρίξει οποιοδήποτε σχέδιο εξωστρέφειας και άσκησης οικονομικής διπλωματίας.

Τα παραπάνω ζητήματα ανέδειξα κοινοβουλευτικά, συνεργαζόμενος με τον τότε υπουργό εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, όπου από το 2016 - 2018 υπήρξα σύμβουλος του σε θέματα εξαγωγών.

Προτάσεις εξωστρέφειας

Κατά την άποψή μου η αποτελεσματική στήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών προϊόντων μπορεί να επιτευχθεί με βάση τις ακόλουθες προτάσεις:

- Θα πρέπει να υπάρξει ολοκληρωμένο σχέδιο αγροτικής ανασυγκρότησης με στόχο την παραγωγή τυποποιημένων, επώνυμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και ποιότητας.

- Χάραξη εθνική στρατηγικής για τα εθνικά μας προϊόντα (λάδι – τυρί – κρασί – μέλι - αλιεύματα, οπωροκηπευτικά κλπ.).

-Οικονομικά κίνητρα στους εμπορικούς ακολούθους, διαρκείς έλεγχοι στις διεθνείς αγορές για προστασία των εθνικών μας προϊόντων από απομιμήσεις.

- Στήριξη εξαγωγικών εταιρειών με ισχυρό και καλό όνομα, συνέπεια, εξειδικευμένα στελέχη, σταθερές αξίες και αφοσιωμένη ομάδα συνεργατών.

-Στρατηγική ανάλυση και τεκμηρίωση του ανταγωνιστικού μας πλεονεκτήματος που είναι: α) Ποιότητα β) Ο μεζές ως γαστρονομική - πολιτιστική- πρόταση του ελληνικού τρόπου ζωής και  γ) η νοστιμιά. 

-Καινοτομία σε: Ασφάλεια προϊόντος και σύγχρονους τρόπους συντήρησης.

- Σχεδιασμός και δημιουργία ισχυρού εθνικού brand name και μακροχρόνια επένδυση στην προωθητική στήριξη με σύγχρονους τρόπους και μέσα. 

- Άνοιγμα νέων δυναμικών αγορών σε Ασία, Λ. Αμερική, διάφορες χώρες της Αφρικής και εντατικοποίηση των προσπαθειών στις χαμένες αγορές του Αραβικού κόσμου. Restart στις παραδοσιακές αγορές με νέο concept της μεσογειακής διατροφής. 

Αυστηροί έλεγχοι σε όλα τα προγράμματα εξωστρέφειας από Περιφέρειες και Δήμους

-  Κίνητρα δημιουργίας clusters λόγω μικρών μεγεθών των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων για εξασφάλιση ποσοτήτων και οικονομιών κλίμακας σε θέματα διανομής και προώθησης, φορολογικά κίνητρα και χρηματοδοτήσεις.

- Προτεραιότητα στις πωλήσεις ραφιού (Σ/Μ) γιατί μόνο έτσι χτίζεται το ισχυρό brand name. 

*Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε τοποθέτηση του κ. Ιωάννη Καραγιάννη για την εξωστρέφεια σε σχετική εκδήλωση του Επιμελητηρίου Ιωαννίνων παρουσία του Υφυπουργού Εξωτερικών & Οικονομικής Διπλωματίας κ. Φραγκογιάννη.