Ιούνιος, ο Θεριστής…

on .

Ο Ιούνιος έχει πολλές λαϊκές ονομασίες, που αναφέρονται, είτε στη σχέση του με τις εποχές, είτε με τις αγροτικές εργασίες που σχετίζονται μ’ αυτόν. Συνήθως αναφέρεται ως Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλαδή πρώτος μήνας και αρχή καλοκαιριού. Είναι ο μήνας του θερισμού, από τις κορυφαίες στιγμές του γεωργικού βίου: «Αρχές του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή». Βέβαια η εποχή του θερισμού ποικίλλει ανάλογα με το κλίμα και φυσικά τη θερμοκρασία, τη σύσταση του εδάφους και τον χρόνο σποράς. Στα πεδινά της πατρίδας μας ο θερισμός γίνεται συνήθως τον Ιούνιο και γι’ αυτό ονομάζεται θεριστής. Όμως στα ορεινά μέρη θεριστής είναι ο Ιούλιος που για τους πεδινούς είναι ο Αλωνάρης, ενώ αντίστοιχα για τους ορεινούς Αλωνάρης είναι ο Αύγουστος.

Σχεδόν σε κάθε μέρος της Ελλάδας ο Ιούνιος έχει από μία ονομασία ιδιαίτερη, όλες προερχόμενες από τον «ερινασμό» ή «ορνιασμό», δηλαδή την τεχνητή γονιμοποίηση των ήμερων συκιών με «ερινεούς ή ορνούς» δηλαδή με καρπούς άγριας συκιάς. 

Στις 21 Ιουνίου συμβαίνει η θερινή τροπή του ήλιου, το θερινό ηλιοστάσιο, το «λιοτρόπι» όπως το λέει ο λαός με τη μεγαλύτερη μέρα του έτους. Η πανάρχαια αυτή γιορτή συνδυάζεται και γιορτάζεται με τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη: «Τ’ Αϊ Γιαννιού του Λαμπαδιάρη», 24 του μηνός καθώς και με το αρχαιοελληνικό έθιμο του Κλήδονα. 

Ο λαός μας ανάβει φωτιές με ξερά υλικά «για να κάψει τον Μάη», τις οποίες πρέπει να τις υπερπηδήσουν όλοι, τρεις φορές, «για το καλό, «για την υγεία», για την εξυγίανση, για να αποφευχθούν οι αρρώστιες, αλλά και για να υπερπηδηθούν έτσι όλα τα εμπόδια. Κι όποιος τις πηδήξει δεν πρέπει να φοβάται πια, γιατί πήρε μαζί του φυλαχτό το «ιερό μένος του πυρός». 

Την ώρα που τις υπερπηδούν λένε και κάποιες συγκεκριμένες φράσεις, όπως στη Νάξο: «Φεύγω απ’ τον κακό καιρό και πάω στον καλό». Στην Πυλαία τραγουδούν: «Να πηδήσω τη φωτιά, μη με πιάν’ η αρρωστιά».

Η παράδοση λέει πως οι «φωτιές τ’ Αϊ-Γιάννη» ανάβουν σε ανάμνηση της μεγάλης φωτιάς, που άναψε η μητέρα του Ιωάννου, για να ειδοποιήσει τη συγγενή της, μητέρα του Χριστού, για τη γέννηση του Βαπτιστή. Από τη γιορτή του θερινού ηλιοστασίου, το λιοτρόπι, ο Ιούνιος έχει πάρει την ονομασία Λιοτρόπης. Επίσης ονομάζεται ΑΪ Γιαννίτης και Αγιογιαννίτης από τη μεγάλη γιορτή του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου (Γενέθλιον) στις 24 του μηνός, που συνδυαζόμενος με τη θερινή τροπή του ήλιου κατέχει ξεχωριστή θέση στο λαϊκό εορτολόγιο. Στις 21 Ιουνίου καθιερώθηκε ως γιορτή της Μουσικής, ένας εορτασμός που τείνει να γίνει πανευρωπαϊκός. 

Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα από τα έθιμα του θερισμού συγκαταλέγονται αυτά που σχετίζονται με τα τελευταία στάχυα του χωραφιού, τα οποία άφηναν απλώς αθέριστα, αλλά συνήθως από την τελευταία «χεριά», έπλεκαν μία δέσμη, μερικές φορές σε σχήμα Σταυρού που την έλεγαν «χτένι» ψαθί ή σταυρό. Έτσι πλεγμένα, τα έβαζαν στο εικονοστάσι τους με τον καινούργιο σπόρο. Ο Γ. Μέγας γράφει ότι άφηναν κάμποσα στάχυα αθέριστα και έλεγαν: «Αφήνω του ζευγολάτη τα γένια».

Ο θεριστής και Ερινιαστής συνδέεται στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας με την  ωρίμανση και τον θερισμό των δημητριακών. Όταν ροδίζουν (χρυσώνουν) τα στάχυα, τότε αρχίζει ο μεγάλος θέρος, δηλαδή το θέρισμα των σιταριών. Τότε οι γεωργοί κάνουν μεγάλες προετοιμασίες, ετοιμάζουν τα ψωμιά και τις ζωοτροφές για μια βδομάδα. Έχουν μαζί τους και τον «μερωτή», ο οποίος επιβλέπει τα μικρά παιδιά και βόσκει το «μαρτίκι» ένα αρνί ή κατσίκι που θρέφουν οι θεριστάδες. 

Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι, αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας. Κάθε «δράγμα» λέγεται χεριά, τρεις χεριές κάνουν ένα «δρομί» και έξι χεριές μια αγκάλη» (Και συ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι, λαϊκή έκφραση).

Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο ρυπαίνει η νεότερη θερίστρα, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπροικισμένα!».

«Ιούνιος ο θεριστής ή θερτής ο μήνας που κροκίζουν» (παίρνουν τη χροιά του κρόκου) «ψωμώνουν» και θερίζονται τα δημητριακά. Ποιος τα θυμάται αυτά σήμερα; Πολύ φοβάμαι πως τα παιδιά κι όχι μονάχα αυτά που γεννιούνται και μεγαλώνουν στις πόλεις, δεν καταλαβαίνουν. Κι έχουν  δίκιο. Με την εξειδίκευση και την εισβολή της μηχανής, τι νόημα έχει να ανακατεύεται κανείς «εκεί που δεν τον σπέρνουν» και ούτε πρόκειται να θερίσει.

Ας θυμηθούμε τον μπάρμπα Γρηγόρη: «Το θέρισμα με το δρεπάνι μέσα στο λιοπύρι, τα χερόβολα που είχα μάθει να δένω (αν βαριέσαι να θερίσεις, δέσε και κουβάλα), το νερό που έπινα από τη μπούκλα κι ήταν χλιαρό «σαν κάτουρο», τα άγανα που κολλούσαν στο ιδρωμένο κορμί, τα δεμάτια φορτωμένα στον γάιδαρο, που τον τρέλαιναν οι μύγες και τα νταβάνια που έπρεπε κάθε τόσο να του στηρίζεις το σαμάρι με το χέρι για να μη τουμπάρει. 

Κι ύστερα το αλώνισμα με τα ζώα, τους ατέλειωτους κύκλους και τα «χαϊ-χάϊ-χάϊ από όλα τα ψηλώματα του χωριού. Κι όσοι δεν είχαν ζώα με τα δάρτια, ώσπου να’ ρθει η ώρα του λιχνίσματος και να περιμένεις να φυσήξει ο αέρας.

Ύστερα από μια χρονιά που η συγκομιδή φαινότανε ελπιδοφόρα, ακολουθεί η επιδρομή των αρουραίων, του «γκαβοπόντικα». Τι τραβούσαμε δε λέγεται…!» 

Όλα αυτά έχουν λησμονηθεί. Έθιμα της υπαίθρου ήταν και τα κρατούσε ζωντανά στην πόλη η «γειτονιά». Χάθηκαν μαζί της, ένας απόηχός τους ακούγεται ακόμη στο νοσταλγικό τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου:

«Και φωτιές ανάβανε

στους μεγάλους δρόμους

τ’ Αϊ Γιάννη θα’ τανε θαρρώ…»

(Μέτσοβο)