Οι ΗΠΑ τα συμφέροντά τους και η αντιμετώπιση της Ελλάδας…

on .

 Στο προσκήνιο -πολιτικό και δημοσιογραφικό- κυριάρχησε τις προάλλες η συνάντηση Μπάιντεν - Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο. Έχει γίνει συνήθεια εδώ και αρκετά χρόνια οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας -υποψήφιοι ή εν ενεργεία- να θεωρούν περιζήτητη και να την επιδιώκουν με όλα τα μέσα μια συνάντηση με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, για το δικό του λόγο ο καθένας, που έχει όμως σχέση με την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας. Μια συνάντηση όμως που έγινε τον Ιούνιο του 1964 στο Λευκό Οίκο ανάμεσα στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Λίντον Τζόνσον και τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου, ήταν διαφορετική από τις άλλες. Δεν ζητήθηκε από τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας αλλά, κατά κάποιο τρόπο, «επιβλήθηκε» από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και τους συμβούλους του, που έστειλαν μάλιστα και το προεδρικό αεροσκάφος για να τον μεταφέρει στην Αμερική.

Είχαν περάσει μόλις λίγοι μήνες από την πανηγυρική επανεκλογή του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία, με την οποία, ύστερα από τον Ανένδοτο Αγώνα της Ένωσης Κέντρου, την παραίτηση του Καραμανλή και την αποχώρησή του από την Ελλάδα, άλλαζε το πολιτικό σκηνικό στη χώρα μας, το οποίο, φαίνεται, δεν ήταν και τόσο αρεστό ούτε στους Αμερικανούς, ούτε και στα ανάκτορα τα οποία τελούσαν υπό την άμεση επιρροή τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε προηγηθεί, το Νοέμβριο του 1963, η δολοφονία του Τζον Κέννεντι και την Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών ανέλαβε ο Αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον τον οποίο οι βιογράφοι του χαρακτήρισαν σκληρό διαπραγματευτή και πολιτικό που επιζητούσε τον απόλυτο έλεγχο.

Εκείνη την εποχή βρισκόταν σε εκκρεμότητα το Κυπριακό πρόβλημα, αφού οι συμφωνίες της Ζυρίχης - Λονδίνου, που υπογράφηκαν το 1959 από την Αγγλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, σύντομα αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν βιώσιμες και δεν έγιναν αποδεκτές από τον Κυπριακό λαό. Από την Αμερική και το ΝΑΤΟ ασκούνταν πιέσεις για μια ειρηνική λύση του Κυπριακού μέσα στα συμμαχικά πλαίσια. Ο αμερικανός διπλωμάτης μάλιστα Άτσεσον είχε συντάξει και ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, το οποίο δεν αποδέχτηκε η Ελληνική Κυβέρνηση και ο Μακάριος, γιατί κατά τη γνώμη τους οδηγούσε στη διχοτόμηση και έπρεπε να απορριφθεί. 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ανέλαβαν να πείσουν την Τουρκία και την Ελλάδα να αποδεχτούν το Σχέδιο Άτσεσον, γι’ αυτό κάλεσαν στην Ουάσιγκτον τους πρωθυπουργούς της Τουρκίας Ινονού και της Ελλάδας Παπανδρέου, επιδιώκοντας μάλιστα μια συνάντηση μεταξύ τους. Κατά τη συνάντηση του Παπανδρέου με τον Τζόνσον ο Έλληνας Πρωθυπουργός αρνήθηκε να αποδεχτεί την πρόταση του Αμερικανού Προέδρου, επισημαίνοντας μάλιστα ευθαρσώς, όπως θυμάται ο Ανδρέας Μοθωνιός, διευθυντής του Γραφείου του «Γέρου», που συνόδευσε τότε τον Πρωθυπουργό στο ταξίδι του στην Ουάσιγκτον, πως «αυτό που μας λέτε είναι τελεσίγραφο. Αυτού του είδους τα τελεσίγραφα η Ελλάδα τα έχει λάβει από το φασισμό και το ναζισμό και δεν ανέμενε ότι θα ελάμβανε από τους συμμάχους και μάλιστα από τους ηγέτες του ελευθέρου κόσμου. Εις τόνον ηρεμώτατον οφείλω να σας δώσω την απάντησιν την οποίαν υπαγορεύει η Ιστορία και η τιμή του Έθνους μου: Όχι».

Έμειναν όλοι άναυδοι. Την άλλη μέρα στην «Ουάσιγκτον Πόστ» υπήρχε πρωτοσέλιδο άρθρο με τίτλο: «Ο Τζόνσον ηττήθη από τον Παπανδρέου». Ο Γ, Παπανδρέου δήλωσε στους συνεργάτες του πως «οι μεγάλοι δεν συγχωρούν ποτέ και ήδη έχει αρχίσει το έργον της διάβρωσης. Θα βρουν ανθρώπους ακόμα και στον δικό μας χώρο». Ο Ανδρέας Μοθωνιός πλησίασε το «Γέρο» και του είπε: «Κύριε Πρόεδρε, σήμερα υπερασπίσατε Θερμοπύλες». Ο «Γέρος τον κοίταξε και του είπε: «Όπως λέει και ο Καβάφης, ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιόνταν, όχι θα ξανάλεγε».

Πάντως οι φόβοι του «Γέρου» σύντομα επαληθεύθηκαν. Ένα χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 1965, έγινε η αποστασία και δυο χρόνια αργότερα ακολούθησε η επτάχρονη δικτατορία. Αυτό το περιστατικό, φαίνεται, είχε υπόψη του ο Καρατζαφέρης, όταν, κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο, σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν ο Μητσοτάκης εφόσον γίνει πρωθυπουργός, θα εφαρμόσει τη Συμφωνία των Πρεσπών που υπέγραψε ο Τσίπρας, απάντησε: «Η Συμφωνία αυτή επιβλήθηκε από την Αμερική και από το ΝΑΤΟ. Όποιος πει όχι στους Αμερικανούς, ξέρει τι τον περιμένει». 

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν αυτή η στάση ικανοποιεί σε μικρό η μεγάλο ποσοστό τους σημερινούς Έλληνες, αφού από τότε οι συναντήσεις των Πρωθυπουργών της Ελλάδας με τους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν ένα καθαρά εθιμικό χαρακτήρα, χωρίς, θέλω να πιστεύω, ουσιαστικό περιεχόμενο, γιατί η πείρα μας έχει διδάξει ότι οι ισχυροί της γης αντιμετωπίζουν τα μικρά και αδύναμα κράτη με βάση τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Θυμάμαι, στο σημείο αυτό, την τελευταία συνέντευξη που είχε δώσει στην ΕΡΤ, λίγο πριν από το θάνατό του, ο γνωστός στους παλιότερους Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος τόνισε: «Γνώρισα πέντε Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Και οι πέντε μου υποσχέθηκαν ότι θα λύσουν το Κυπριακό, αλλά δεν έκαναν τίποτε». 

Τώρα αν ρωτήσετε γιατί, την απάντηση τη δίνει στο βιβλίο του ο Κίσινγκερ που γράφει: «Τα στρατηγικά συμφέροντα της Αμερικής εξυπηρετούνται περισσότερο από την Τουρκία παρά από την Ελλάδα». Πάντως, τα τελευταία χρόνια, απ’ ό,τι διαπιστώνω, όσο πιο γαλαντόμοι αποδεικνύονται οι Έλληνες Πρωθυπουργοί προς τους Αμερικανούς σε ό,τι έχει σχέση με την προμήθεια εξοπλισμών και συμμετοχή σε εξοπλιστικά προγράμματα, τόσο περισσότερες περιποιήσεις απολαμβάνουν, οι δε φιλοφρονήσεις τους προσφέρονται αφειδώς. Και να λάβετε υπόψη πως αυτά τα χρήματα προέρχονται από δάνεια μιας χώρας υπερχρεωμένης και τα προϊόντα τους προορίζονται να χρησιμοποιηθούν -αν και πότε - όχι εναντίον μιας χώρας που ανήκει σε αντίθετο στρατόπεδο, αλλά εναντίον μιας χώρας που ανήκει στον ίδιο συμμαχικό συνασπισμό, στο περιβόητο ΝΑΤΟ.

Διερμηνεύοντας πρόσφατα αυτόν τον παραλογισμό, που εγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας, το να εξοπλίζεσαι δηλαδή για μια πιθανή και δυστυχώς υπαρκτή σύγκρουση με μια γειτονική χώρα με την οποία ανήκεις στον ίδιο Οργανισμό ο οποίος έχει ιδρυθεί για να προστατεύει τα μέλη του από κάθε έξωθεν απειλή, ο Πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν δεν δίστασε, δημόσια, να χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «Οργανισμό χωρίς εγκέφαλο». Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν αυτός ο χαρακτηρισμός του Μακρόν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.