Η αξιολόγηση μαθητών και οι αντιδράσεις…

on .

Είναι γνωστό στην εκπαιδευτική κοινότητα ότι το Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών  PISA (Programme for International Student Assessment) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) είναι μία διεθνής έρευνα στον χώρο της εκπαίδευσης, η οποία ξεκίνησε το 2000 και διεξάγεται  σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες, που προσβλέπουν στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων τους. Η έρευνα πραγματοποιείται ανά τριετία και εξετάζει τις γνώσεις των δεκαπεντάχρονων μαθητών στην Κατανόηση Κειμένου (Ανάγνωση), τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες, καθώς και τις δεξιότητες που απέκτησαν κατά τα έτη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Η έρευνα δεν εξετάζει συγκεκριμένη διδακτέα ύλη.

Αναφορικά με το ελληνικό πρόγραμμα PISA που εφαρμόζεται από εφέτος, σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΑΙΘ) «Πρόκειται για εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για μαθητές και μαθήτριες, οι οποίες στοχεύουν στην έγκυρη και αξιόπιστη διάγνωση των γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων τους… Τα θέματα περιλαμβάνουν τις βασικές γνώσεις, που οι μαθητές της ΣΤ’ τάξης του Δημοτικού και της Γ’ τάξης Γυμνασίου απέκτησαν στα γνωστικά αντικείμενα της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών και είναι οικεία για τους μαθητές, στο ύφος των σχολικών βιβλίων και όσων έχουν διδαχθεί αυτά τα χρόνια… Ο στόχος των διαγνωστικών εξετάσεων είναι να βελτιωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα με βάση συγκεκριμένα δεδομένα, αλλά και να διαπιστωθεί το μαθησιακό επίπεδο των μαθητών. Με τις πληροφορίες αυτές θα μπορέσουν να γίνουν διορθωτικές παρεμβάσεις τόσο σε θέματα διδακτικής μεθοδολογίας όσο και στα Προγράμματα Σπουδών… Οι μαθητές δεν χρειάζονται καμία προετοιμασία για να συμμετέχουν στις εξετάσεις, δεν βαθμολογούνται, δεν κρίνεται η εισαγωγή τους σε επόμενη βαθμίδα, δεν συναγωνίζονται μεταξύ τους και δεν πρόκειται να καταλάβουν κάποια θέση…».

Από μια απλή και καλοπροαίρετη σκοπιά, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι οι συγκεκριμένοι προσανατολισμοί έχουν παιδαγωγικά κίνητρα και κινούνται στο πλαίσιο της παιδαγωγικής λογικής και ορθότητας, σύμφωνα με τις οποίες η αξιολόγηση αποβλέπει να διαπιστώσει την επίτευξη ή μη των εκπαιδευτικών στόχων, να εντοπίσει ελλείψεις και αδυναμίες στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς και δυνατότητες, προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα ανατροφοδοτικά, διορθωτικά και ενισχυτικά μέτρα. Επομένως, η άρνηση εφαρμογής του συγκεκριμένου προγράμματος από την εκπαιδευτική κοινότητα θα έμοιαζε με ακατανόητη παιδαγωγική ενέργεια. Γιατί, όμως, οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών εκφράζουν με έντονο τρόπο την αντίθεσή τους στην εφαρμογή των εξετάσεων του συγκεκριμένου προγράμματος; Ποια είναι η στάση τους; 

Σύμφωνα με τα επιχειρήματα, λοιπόν, των δύο Ομοσπονδιών (ΔΟΕ και ΟΛΜΕ), η δίωρη εξέταση σε Γλώσσα και Μαθηματικά με ποσοτικούς δείκτες και κοινά θέματα για όλη τη χώρα μετατρέπουν τους μαθητές σε πειραματόζωα και έχει ως στόχο την κατηγοριοποίηση των σχολείων και τον μορφωτικό αποκλεισμό του μαθητικού πληθυσμού, ενισχύοντας, έτσι, τον κοινωνικό ανταγωνισμό και ιεραρχώντας μαθητές και σχολεία. Επίσης, κατά την άποψή τους, οι εξετάσεις αυτές αποτελούν εργαλεία του ΟΟΣΑ. και των αντιεκπαιδευτικών σχεδίων της Ε.Ε., επιχειρώντας να αλλάξουν τη λειτουργία του δημόσιου σχολείου και να το μετατρέψουν σε ένα εξεταστικό κέντρο, όπου θα κυριαρχεί η εμπορευματοποίηση του μορφωτικού αγαθού. Παράλληλα, υποστηρίζεται ότι προσανατολίζουν τη διδασκαλία σε προσχεδιασμένα μαθήματα και ενισχύουν τη στείρα αποστήθιση σε βάρος της κριτικής και δημιουργικής μάθησης. 

 Με άλλα λόγια, οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ΥΠΑΙΘ, νοηματοδοτούν σαφώς ιδεολογικά και όχι παιδαγωγικά την εφαρμογή του συγκεκριμένου προγράμματος, αρνούμενοι να το εφαρμόσουν. Αυτό σημαίνει, κατ’ επέκταση, ότι δεν εμπιστεύονται τη σκοποθεσία και τη λειτουργία του συγκεκριμένου προγράμματος και, συνεπώς, αμφιβάλλουν και δυσπιστούν ως προς τις προθέσεις και τις ενέργειες του ΥΠΑΙΘ. Έχουν δίκιο ή μήπως είναι υπερβολικά καχύποπτοι; Επειδή η ίδια στάση τους εκφράστηκε και στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, μήπως συνδέουν τις συγκεκριμένες εξετάσεις και με το ζήτημα αυτό, θεωρώντας ότι εμμέσως μέσω αυτών αξιολογούνται οι ίδιοι; Μήπως το ίδιο το ΥΠΑΙΘ έχει ενισχύσει αυτή τη στάση τους; Μήπως υποκρύπτεται ένας δογματικός αρνητισμός;  Μήπως ισχύουν και τα δύο;

 Δίνοντας μια συνοπτική απάντηση στα ερωτήματα αυτά, θα υποστηρίζαμε τα ακόλουθα: Από τις εξετάσεις του συγκεκριμένου προγράμματος θα αναδειχθούν οι επιδόσεις των μαθητών σε συγκεκριμένα μαθήματα και σε συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες, σύμφωνα με τα διδαχθέντα, που βασίζονται στα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά εγχειρίδια, τη διδακτική και μαθησιακή διαδικασία, τον ρόλο του εκπαιδευτικού και στον εν γένει τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και, ειδικότερα, του σχολείου. Την ευθύνη για όλα αυτά την έχει σαφώς και διαχρονικά η ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική. Επομένως, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης αναλογεί στο ΥΠΑΙΘ, το οποίο σχεδιάζει, νομοθετεί, χρηματοδοτεί και εφαρμόζει τα εκπαιδευτικά μέτρα και το οποίο οφείλει να μεριμνά ώστε ο εκπαιδευτικός να είναι σε υψηλό και κατάλληλο βαθμό εκπαιδευμένος, επιμορφωμένος, ενημερωμένος και ικανοποιημένος από τη στάση της πολιτείας απέναντί του.

Και εδώ τίθεται το μεγάλο ερώτημα: Αναλαμβάνει το ΥΠΑΙΘ την ευθύνη αυτή και πώς την μετατρέπει σε πράξη; Γιατί είναι τόσο καχύποπτοι και δύσπιστοι οι εκπαιδευτικοί; Μήπως οι εκπαιδευτικοί αμφιβάλλουν εάν το ΥΠΑΙΘ θα αξιοποιήσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων του προγράμματος προς την προσδοκώμενη παιδαγωγική και εκπαιδευτική κατεύθυνση; Μήπως τους έχει δώσει τις αφορμές και τις αιτίες στο θέμα αυτό η ίδια η ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική; Μήπως οι εσωτερικές εκπαιδευτικές λειτουργίες του σχολείου προδίδουν λανθασμένες λογικές και πρακτικές που διαιωνίζονται, χωρίς το ΥΠΑΙΘ να δίνει το αναμενόμενο ενδιαφέρον και να διορθώνει τα κακώς κείμενα; Μήπως, οι εκπαιδευτικοί δεν είναι ικανοποιημένοι από την εν γένει στάση του  απέναντι στο έργο που επιτελούν; Προφανώς, εδώ υπάρχει ζήτημα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας, το οποίο βασίζεται σε διαχρονικά διαμορφωμένη και συσσωρευμένη κουλτούρα συνεννόησης και συνεργασίας. Θα υποστηρίζαμε, λοιπόν, ότι τα βασικά προβλήματα ξεκινούν από τις παραμέτρους αυτές, καταδεικνύοντας με σαφήνεια ότι υπάρχει σοβαρό θέμα στη συναίνεση και τη συνεργασία ανάμεσα στο ΥΠΑΙΘ και την εκπαιδευτική κοινότητα. Και η μεγαλύτερη ευθύνη ανήκει, σαφώς, σε αυτόν που ασκεί την εξουσία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι συνομιλητές του είναι άμοιροι ευθυνών.

Στην υποτιθέμενη περίπτωση που η συναίνεση και η συνεργασία ήταν υπαρκτές σε ικανοποιητικό βαθμό, θα ήταν ακατανόητη στάση οι εκπαιδευτικοί να αρνούνται την παιδαγωγική αξιολόγηση, που αποβλέπει σε διαπιστώσεις παιδαγωγικές, ωφέλιμες για τη μαθησιακή διαδικασία και τους μαθητές, δεδομένου ότι οι ίδιοι αξιολογούν τους μαθητές τους καθ’ όλη τη διάρκεια του διδακτικού έτους για λόγους εκπαιδευτικούς και παιδαγωγικούς. Επομένως, το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Είναι ιδεολογικό, πολιτικό, συνδικαλιστικό και, ασφαλώς, εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό. Αυτό σημαίνει ότι, για να επιλυθεί, απαιτείται να αναλάβουν όλοι οι εμπλεκόμενοι τις ευθύνες τους και, όπως υποστηρίξαμε πιο πάνω, κυρίως αυτοί που ασκούν την εξουσία. Οι αυταρχισμοί, ο στερεότυπος και δογματικός αρνητισμός και η στείρα εμμονή σε θέματα εκπαιδευτικά  βλάπτουν σοβαρά την παιδεία, τους μαθητές και την ίδια την κοινωνία. Ακόμη και η κοινή λογική επιβάλλει να δοθεί προτεραιότητα στη παιδαγωγική λειτουργία του σχολείου και σε όλες τις εκπαιδευτικές λειτουργίες του. Αυτό, όμως, προϋποθέτει συναίνεση, συνεργασία και αμοιβαίο σεβασμό από όλους τους εμπλεκομένους. 

Οφείλει, επιτέλους, το ΥΠΑΙΘ να αναλάβει πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση, αμβλύνοντας τις δυσλειτουργίες που επικρατούν στις σχέσεις του με την εκπαιδευτική κοινότητα και δίνοντας έμφαση στην αρτιότερη συνεργασία μαζί της. Πάντως, η μέχρι τώρα στάση και οι πρακτικές του ΥΠΑΙΘ προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι πειστικές σε αποδεκτό βαθμό και, μάλιστα, με διαδικαστικές πρακτικές που απέχουν παρασάγγας από παιδαγωγικές λογικές που δείχνουν διάθεση συναίνεσης και συνεργασίας με την εκπαιδευτική κοινότητα.

*Ο κ. Χαράλαμπος Κωνσταντίνου είναι και Αντιπρόεδρος της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος.