Συμφωνία με ασυμφωνία…

on .

Αντιπαράθεση σε υψηλούς τόνους είδαμε στη Βουλή ανάμεσα στα κόμματα κατά τη συζήτηση της νέας συμφωνίας για στρατιωτική συνεργασία με την Αμερική. Και ενώ θα έπρεπε να βρεθεί μια κοινή γραμμή για την άμυνα της χώρας, οι πολιτικοί ηγέτες προτίμησαν να αναδείξουν τη δικιά τους προσέγγιση για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ ανεξάρτητα από το τι χρειάζεται σήμερα η χώρα μας. Γι’ αυτό και όσοι συμπολίτες παρακολούθησαν τη συζήτηση δεν έμαθαν ούτε περισσότερα για τις αμυντικές ανάγκες της πατρίδας, ούτε κατανόησαν βαθύτερα τι σημαίνει «στρατιωτική συνεργασία» με μια από τις υπερδυνάμεις της εποχής μας. Επομένως οι πολιτικοί μας ηγέτες για μια φορά ακόμη κατανάλωσαν τον πολιτικό τους λόγο στην προσπάθεια να συγκινήσουν και όχι να πληροφορήσουν και να πείσουν τον κόσμο που ενδιαφέρεται για τα εθνικά μας ζητήματα.

Εκτιμώ πως σε κάθε εποχή και σε κάθε συγκυρία η χώρα μας οφείλει να προσαρμόζει την εξωτερική της πολιτική και τη στρατιωτική της συνεργασία ανάλογα με τους κινδύνους και τις απειλές που δέχεται από εξωτερικούς παράγοντες. Επομένως η αμυντική – στρατιωτική συνεργασία δεν είναι δόγμα ούτε ιδεολόγημα, αλλά πρόκειται για επιλογές που επιβάλλει η κάθε φορά πραγματικότητα και η διεθνής κατάσταση. Γιατί τα πολιτικά πράγματα που αναφέρονται στη σχέση της χώρας με τον έξω κόσμο δεν είναι ούτε σταθερά ούτε ευθύγραμμα.

Και αυτό οφείλεται στις μεταβολές που συμβαίνουν στα οικονομικά συμφέροντα, κυρίως των ισχυρών και στις γεωπολιτικές κατευθύνσεις που ακολουθούν τα κράτη. Με βάση, λοιπόν, την σύγχρονη πραγματικότητα η Ελλάδα «ανήκει στον δυτικό κόσμο» και ακολουθεί την πολιτική που συλλογικά αποφασίζεται. Και σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ καθορίζουν και τα πλαίσια μέσα στα οποία τα κράτη – μέλη προσαρμόζουν και την εξωτερική τους πολιτική.

Βεβαίως κανείς δεν αμφισβητεί σε θεωρητικό επίπεδο ότι κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για τις συμμαχίες σε στρατιωτικό επίπεδο και για τις επιλογές της για στρατιωτικούς της εξοπλισμούς με σκοπό την προστασία της άμυνας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Αλλά, εφόσον έχουμε αποδεχτεί την ένταξη της χώρας στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, οφείλουμε και να εφαρμόζουμε τις αποφάσεις αυτών των υπερεθνικών κέντρων για να μπορούμε να απαιτούμε και την υποστήριξή τους σε περίπτωση απειλής από κάποια χώρα.

Και σ’ αυτή τη συνεργασία οπωσδήποτε η κάθε κυβέρνησή μας πρέπει να επιδιώκει την επιβολή όρων που εξυπηρετούν τα συμφέροντά μας. Αλλά ο συσχετισμός των δυνάμεων και η πολιτική ακτινοβολία διαδραματίζουν και την ανάλογη επιβολή. Δηλαδή ο ρεαλισμός θα πρέπει να διαμορφώνει και τη δική μας διεκδίκηση.

Με βάση αυτές τις σκέψεις εκτιμώ ότι η νέα συμφωνία με τις ΗΠΑ είναι μια αναγκαστική επιλογή που με βεβαιότητα εξυπηρετεί τα Εθνικά μας συμφέροντα και δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας της χώρας απέναντι στον επεκτατισμό και τις επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας. Ενώ η κριτική κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ, κινούνται στη σφαίρα του λαϊκισμού και της υποκρισίας. Γιατί μου φαίνεται αδιανόητο να μην αντιλαμβάνονται την έκταση της απειλής από τον Ερντογάν και την συνεχή πρόκληση της χώρας για στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Μακάρι να φτάσουμε κάποτε σε σημείο που να ζούμε ειρηνικά με τους γείτονες και να ξοδεύουμε την οικονομία μας για ανάγκες κοινωνικές και σκοπούς ευγενικούς. Αλλά ως τότε επιβάλλεται τα κόμματα να χρησιμοποιούν τη γλώσσα της αλήθειας και στα εθνικά ζητήματα να διαμορφώνουν πολιτικές που υπηρετούν το εθνικό – γενικό συμφέρον και όχι το κομματικό ακροατήριο.