Ο Μετσοβίτης Νεομάρτυς Νικόλαος ως πρότυπο αναστασίμου ήθους…

on .

Η ιστορική και παραδοσιακή πόλη του Μετσόβου, η πατρίδα των Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών, των Διδασκάλων του Γένους και των Εθνικών Αγωνιστών, γιορτάζει την 17η Μαΐου τη σεπτή μνήμη του πολιούχου της νεομάρτυρος Νικολάου, ο οποίος το 1617 μαρτύρησε πάνω στη φωτιά στην κεντρική αγορά των Τρικάλων για την Ορθοδοξία και το Γένος.

Ο Μετσοβίτης νεομάρτυς Νικόλαος παρουσίασε στη ζωή του δύο εκ διαμέτρου αντίθετες υπαρξιακές καταστάσεις, που ήταν απόρροια της συναισθηματικής αστάθειας και των ψυχικών μεταπτώσεων που συντελούνται στα ενδότερα της ανθρώπινης οντολογίας. Τη ζωή της πτώσεως, που εκδηλώνεται με την άρνηση της χριστιανικής πίστεως και την ένταξή του στον Μουσουλμανισμό και τη ζωή της μετάνοιας, που αρχίζει με την επανένταξή του στην Ορθοδοξία και κορυφώνεται στο ένδοξο επί της πυράς μαρτύριό του την 17η Μαΐου 1617 στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας.

Η περίπτωση του νεομάρτυρος Νικολάου προσφέρεται για υπαρξιακούς παραλληλισμούς με το σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος είτε βρίσκεται έξω από το φως της Αναστάσεως είτε λούζεται μέσα στη φωτοχυσία της.

Ο Νικόλαος ξεκινάει από το φτωχό τότε Μέτσοβο και πηγαίνει στα Τρίκαλα για να εργασθεί. Εκεί προσλαμβάνεται σε τούρκικο αρτοποιείο. Όμως οι Αγαρηνοί, χρησιμοποιώντας την απάτη και τις υποσχέσεις, τον αναγκάζουν να εξισλαμισθεί. Και ενώ με την επιστροφή του στο Μέτσοβο ζούσε χριστιανικά, όταν ξαναπήγε στα Τρίκαλα έκανε και δεύτερη παράβαση της συνειδήσεώς του με τη δέσμευσή του να φέρνει κάθε χρόνο σε Τούρκο κουρέα από ένα φόρτωμα δαδί, για να μην τον παραδώσει στις τουρκικές αρχές. 

Ο Νικόλαος παρουσίασε τις πνευματικές αυτές πτώσεις, γιατί δεν είχε αναγεννηθεί εν Χριστώ και δεν είχε βιώσει το γεγονός της Αναστάσεως. Κάτι που συμβαίνει και με το σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος ζώντας έξω από τη χαρά της Αναστάσεως νιώθει να την περισφίγγουν τα τείχη της περατότητας του είναι του, στερείται ενός ασφαλούς βάθρου ζωής και αφήνει την ψυχή του ανικανοποίητη στις πιο βαθιές μεταφυσικές απαιτήσεις και ανάγκες. Η ζωή του αποκτά αρνητικό χαρακτήρα. Η ύπαρξή του εμφανίζεται γυμνή και αδύναμη, γεμάτη αντιφάσεις, αφού αντιμετωπίζεται σε όλο το βάθος της αδυναμίας, της μοναξιάς και της εγκαταλείψεως. Έξω από την Ανάσταση ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κίνηση από το μηδέν στο πουθενά και η ζωή του καταντάει να γίνεται ένα μάθημα για το πώς να πεθαίνουμε, σύμφωνα με τον περί ζωής φιλοσοφικό ορισμό του Σωκράτη. Ο γερμανός ποιητής Jean Paul βλέπει έξω από την Ανάσταση να κυριαρχεί «το αμέτρητο άδειο», «το απλανές και άλαλο μηδέν», «η παγερή και αιώνια ανάγκη», το «θυελλώδες χάος», «τα αιώνια μεσάνυχτα». Έτσι αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι έξω από τη θαλπωρή της Αναστάσεως ο άνθρωπος αυτομηδενίζεται και πεθαίνει.

Όμως ο νεομάρτυς Νικόλαος δεν έμεινε στην πτώση. Προχώρησε στη μετάνοια, που είναι αναμοχλευτική δύναμη καθάρσεως, διανοίας, αισθημάτων και βουλήσεως. Γυρίζοντας στο Μέτσοβο κάνει αυστηρή αυτοκριτική και συνειδητοποιεί ότι οι πνευματικές αυτές πτώσεις και οι ένοχοι συμβιβασμοί δεν είναι γνωρίσματα των γνησίων μαθητών του Ιησού. Τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση να μη ξανασυμβιβασθεί σε θέματα πίστεως και, αν χρειασθεί, να θυσιάσει και αυτή ακόμη τη ζωή του. Εξομολογείται και πηγαίνει για άλλη μια φορά στα Τρίκαλα, για να δώσει όμως τώρα την «καλήν μαρτυρίαν Ιησού Χριστού» (Αποκ. 1,9), η οποία ολοκληρώνεται με το μαρτυρικό επί της πυράς, θάνατό του στην κεντρική αγορά των Τρικάλων την 17ην Μαΐου 1617.

Αυτές οι μεταπτώσεις, όσο απλές και αν φαίνονται, είναι ωστόσο αρκετά δραματικές και παρουσιάζουν τον ψυχογραφικό πίνακα ενός ανθρώπου, που πορεύεται από την ομιχλώδη ατμόσφαιρα προς το φως. Στην περίπτωση του Νικολάου παρακολουθούμε τη διαλεκτική πορεία μιας ψυχής, που ανακαλύπτει κλιμακωτά τον εαυτό της. Γι’ αυτό και συγκινεί ιδιαίτερα τις αδύνατες, ασθενικές ψυχές μας. Είναι μια μορφή, που ζητάει τον Ευριπίδη της Ορθοδοξίας.

Ο Νικόλαος είναι πλέον ο ώριμος καρπός της Αναστάσεως του Χριστού. Σ’ αυτόν έχει πλήρη εφαρμογή το παύλειο: «Του γνώναι Αυτόν και την δύναμιν της Αναστάσεως Αυτού» (Φιλιπ.3,10). Ο νεομάρτυς Νικόλαος γίνεται «μάρτυς της Αναστάσεως του Χριστού» (πράξ.α’, 22) και προσφέρει την πασχάλια εμπειρία του στους ανθρώπους όλων των εποχών ως τη μόνη διέξοδο για την υπέρβαση της πνευματικής νύχτας που μας κυκλώνει.

Είναι κρίμα γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος αγνοεί τις τεράστιες ανθρωπολογικές διαστάσεις του γεγονότος της Αναστάσεως, αφού μονάχα αυτή μπορεί να τον βγάλει από τα ασφυκτικά πλαίσια στα οποία τον περισφίγγουν η φθορά και ο θάνατος. Η Ανάσταση αποτελεί τη βάση της ελπίδας του ανθρώπου και το ξεκίνημα μιας καινούργιας δημιουργίας για την ανθρωπότητα. Η πίστη και η μετοχή σ’ αυτήν είναι ο μοναδικός τρόπος υπερβάσεως του ανθρωπίνου αδιεξόδου. Με την Ανάσταση έχουμε πρόσληψη του ανθρώπου και εγκεντρισμό του στη θεία ζωή, έξοδο από τη φθορά και το θάνατο της ατομικότητας και δυνατότητα αφθαρτοποιήσεως και καινοποιήσεώς του. Όπως παρατηρεί ο Απόστολος Παύλος «το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α΄Κορ. ιε΄, 53).

Ο άνθρωπος που ενσαρκώνει το αναστάσιμο ήθος που εξέφρασε ο νεομάρτυς Νικόλαος, νιώθει ελεύθερος από τα εφιαλτικά σύνδρομα της ενοχής, της αγωνίας και της βασανιστικής μέριμνας. Εντάσσει το παρόν στην προοπτική του μέλλοντος. Γεμίζει ελπίδα και εσωτερική ειρήνη. Κάνει υπέρβαση της ψυχικής ανεστιότητας και του εσωτερικού ανικανοποιήτου. Απομυθοποιεί το παράλογο του πόνου και του θανάτου και κατακτά τη λύτρωση, τη οποία καμιά άλλη ενδοκοσμική αξία δεν μπορεί να του προσφέρει.

Ο νεομάρτυς Νικόλαος, που είναι «του Μετσόβου το βλάστημα και λαμπρόν σεμνολόγημα και Τρικάλων ένθεον εγκαλώσπισμα», προκειμένου να δεχθεί τον Αναστάντα Λόγο νέκρωσε έναν ολόκληρο κόσμο φθοράς, αρνήσεως, δειλίας και ατομοκεντρισμού. Έτσι συγχαίρει με τον Αναστάντα Κύριο «εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Του» και δεέται «λυτρούσθαι κινδύνων πάντας ημάς». 

ΜΙΧΑΗΛ ΤΡΙΤΟΣ