Η ενδεδειγμένη για τις μέρες μας «διακονία του λόγου» της Εκκλησίας

on .

 Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι πρώτοι πιστοί του Χριστού στα Ιεροσόλυμα επέλεξαν την λέξη Εκκλησία για να προσδιορίσουν λεκτικά την ιδιαίτερη κοινωνία που συναποτελούσαν. Στην κοινωνία αυτή είχαν έναν νέο τρόπο σχέσεων κοινωνίας, ύπαρξης και συνύπαρξης, που οδηγεί στην δυνατότητα να βιώνεται η ζωή μόνο ως αγάπη.

Το καινούργιο στη λειτουργικότητα της Εκκλησίας ήταν τα στοιχεία της ισότητας της αδελφότητας, της κοινοκτημοσύ-νης και της διακονίας. Αυτά την διαφοροποιούσαν από τις υπάρχουσες θεσμικές οργανώσεις της τότε κοινωνίας, όπως κατ’ εξοχήν ήταν ο πολιτικός θεσμός της αυτοκρατορίας. Στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων οι αποφάσεις ήταν συλλογικές και λαμβάνονταν «ομοθυμαδόν» (Πραξ. Κεφ. Δ΄ στ. 24).

Τα στοιχεία της ισότητας και της αδελφότητας, ως απτές πραγματικότητες γίνονταν ιδιαίτερα φανερές στην πρώτη χριστιανική οργάνωση της κοινωνίας κατά την άσκηση του θεσμού της διακονίας, που αυτόνομα είχαν θεσμοθετήσει οι πρώτοι Χριστιανοί. Η διακονία στην Εκκλησία είναι έργο που έρχεται ως προέκταση του έργου και της ζωής του Χριστού και των Αποστόλων. Επομένως το έργο και η ζωή του Χριστού και των Αποστόλων πρέπει να ήταν και να είναι οδοδείκτης και για στους σημερινούς Χριστιανούς και βεβαίως για τους διαδόχους των Αποστόλων, τους σημερινούς Επισκόπους. Για τους Χριστιανούς «ηγούμενος» είναι «ο διακονών», «μέγας» είναι ο «διάκονος», «πρώτος» είναι ο «δούλος» και «μείζων» είναι ο «νεώτερος». Όταν, στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων η όλη διακονία κατέστη δυσχερής να καλυφθεί από τους ιδίους τους Αποστόλους, για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα, διαχώρισαν την «διακονία των τραπεζών» που την παρέδωσαν στους εκλεγέντες από τους πιστούς επτά «διακόνους». Οι Απόστολοι επέλεξαν να παραμείνουν «προσκαρτερούντες τη προσευχή και τη διακονία του λόγου» (Πράξ. Αποστ. Κεφ. ΣΤ΄ 4). Η διακονία του λόγου συνίσταται στην διδαχή των πιστών της Εκκλησίας, που έχει στόχο τον Ευαγγελισμό τους, την σωτηρία και την θέωσή τους, αλλά και στην προσπάθεια διάδοσης της αληθείας της χριστιανικής ορθοδόξου πίστης μας στην όλη κοινωνία. Για να έχουμε σωστή εκτίμηση της σημασίας της «διακονίας του λόγου», πρέπει να θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου μας. «Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν, ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως».( Ματθ. Κεφ. ΙΒ 36) και «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» ( Ματ. Κεφ. Ι-32.) Ο Επίσκοπος είναι ο πόλος της ενότητας, των αποφάσεων και της δράσης της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Το γεγονός αυτό θεσμοθετήθηκε στον 34ο Αποστολικό Κανόνα. Η διακονία του λόγου στους παρελθόντες αιώνες εγένετο με ομιλίες από άμβωνος, γραπτές επιστολές, βιβλία αλλά και με παροτρύνσεις και υποδείξεις προς τους κοσμικούς άρχοντες, καθώς και με κανόνες Επισκοπικών συνόδων με σχετικό περιεχόμενο.

Πρέπει ο κάθε Επίσκοπος να επιμελείται, με τον λόγο που θα εκφέρει, να ορθοτομείται ο λόγος της αληθείας του Κυρίου μας, αλλά και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας, ώστε να μην είναι ένας «ξύλινος λόγος». Σήμερα εκτός από τον «άμβωνα» προστέθηκαν και άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας, που η επιστήμη και η τεχνολογία μας προσέφεραν. Είναι οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο κινηματογράφος και οι ιστοσελίδες του διαδικτύου. Όλα αυτά τα μέσα πρέπει να τα χρησιμοποιήσει η Εκκλησία στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση και ένταση.

Το κυριότερο όμως ζήτημα είναι το περιεχόμενο του λόγου Της να ανταποκρίνεται στα σημερινά προβλήματα του ανθρώπου και να καλύπτει τις σημερινές ανάγκες του. Παράδειγμα προς μίμηση είναι τα Πατερικά κείμενα ιδίως εκείνα του 4ου μ.Χ. αιώνα. Βλέπουμε σε αυτά ότι αναποκρίνονταν στα αιτήματα και τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Δεν ήταν ξύλινος λόγος. Τα γεγονότα του πολέμου στην Ουκρανία έφεραν με οξύτητα στην επιφάνεια τα σύγχρονα παγκόσμια αιτήματα τα σχετικά με την διασφάλιση της ειρηνικής συνύπαρξης των κρατών. Απέναντι σ΄ αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να ανταποκριθεί η διακονία του λόγου της Εκκλησίας με κύριους εκφραστές της τους Επισκόπους της. Από τις 27 Φεβρουαρίου εφέτος, οι Πατριάρχες Οικουμενικός Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Μόσχας και πασών των Ρωσιών, οι Αρχιεπίσκοποι Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Αθηνών και πάσης Ελλάδος και άλλοι Επίσκοποι απηύθυναν μηνύματα σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όλοι τους τάσσονται υπέρ του να πρυτανεύσει η λογική και να σταματήσουν άμεσα οι αιματοχυσίες. Δηλώνουν ότι συμπάσχουν με τα αθώα θύματα της πολεμικής σύρραξης, «συμβαδίζουν» με τους πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Δηλώνουν ότι η χριστιανική συνείδησή τους καταδικάζει κάθε μορφή βιαιοπραγίας και γι’ αυτό προσεύχονται να επικρατήσει η ειρήνη σύμφωνα και με τους λόγους του Κυρίου και Θεού μας: «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται». Καλούν και ζητούν από τους πιστούς και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως να εντείνουν τις προσευχές τους, να ζητήσουν την εξ ύψους δύναμη και αντοχή για την ειρήνη και παρακινούν τον καθένα, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, να συνεισφέρει στην ειρήνευση και την καταλλαγή στην πολύπαθη Ουκρανία και όπου γης. Όλα αυτά καλώς ελέχθησαν. Όμως τα γεγονότα δείχνουν ότι ήταν ανεπαρκή. Ο πόλεμος κλιμακώνεται. Ήδη έχει ξεκινήσει και οικονομικός πόλεμος μεταξύ των χωρών του λεγόμενου Δυτικού κόσμου και της Ρωσσίας και ακούονται πλέον απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων. Πρέπει κατ’ αρχήν να σημειωθεί το γεγονός ότι οι ανωτέρω δηλώσεις των προκαθημένων των Εκκλησιών Επισκόπων έπρεπε να εναρμονίζονται και με άλλες πράξεις και δηλώσεις τους, ώστε να μην υπάρχουν και σκιές και ελλείψεις για τις ενδεδειγμένες χριστιανικά ενέργειες από μέρους τους. Έπρεπε, και είναι ακόμη καιρός, να ζητήσουν από τους κοσμικούς άρχοντες συγκεκριμένα την συγκρότηση ικανών διεθνών θεσμών διασφάλισης της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, ώστε να διασφαλίζεται η ειρηνική συνύπαρξη των κρατών. Να συμπληρωθεί ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ, ώστε να διασφαλιστεί η εφαρμογή των αποφάσεών του. Να διασφαλισθεί η ύπαρξη των μέσων επιβολής των αποφάσεων αυτών στην διεθνή κοινότητα. Δυστυχώς οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι δεν συνέτισαν τους κοσμικούς άρχοντες, ώστε ο ΟΗΕ να μην έχει τις παθογένειες της «Κοινωνίας των Εθνών».

Πρέπει περαιτέρω να ζητήσουν από αυτούς, την θεσμοθέτηση διεθνών κανόνων, ώστε η παγκοσμιοποίηση, που είναι συνέπεια της ανάπτυξης των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας , να γίνει προς όφελος των λαών και του κάθε ανθρώπου και όχι προς υποδούλωσή των. Κυρίως ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πατριάρχης Κύριλλος σ’ αυτόν τον πόλεμο πρέπει διαρκώς να θυμούνται ότι είναι Επίσκοποι, διάδοχοι των Αποστόλων και ότι έπρεπε να μην υπάρχει κανένα ίχνος κοσμικής επιρροής στην κρίση στην στάση και στους λόγους των. Δυστυχώς, συνειδητά ή ασυνείδητα, σαφώς ο Βαρθολομαίος τάχθηκε στο πλευρό της κυβέρνηση του κ. Ζελένσκι και ο Κύριλλος στο πλευρό της Κυβέρνησης του κ. Πούτιν. Η σκιά της αίρεσης του εθνοφυλετισμού εμφανώς αιωρείται στα λόγια και στη στάση τους. Δεν είδαν με το πρίσμα του Ευαγγελίου, ότι η Εκκλησία του Χριστού «δεν μερίζεται» σε Ουκρανούς, Ρώσους, Έλληνες, Σέρβους, Ρουμάνους κ.λ.π. και ότι αυτοί που αλληλοσκοτώνονται είναι όλοι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, «σώμα Χριστού» (Α΄Κοριθ. Κεφ. 12). Δεν βλέπουν όλους τους πιστούς ως «γένος έν , Θεού και ανθρώπων» όπως ο Ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π. 52,789). Εν όψει των γεγονότων που ζούμε, με τις σχετικές δηλώσεις τους, οι ανωτέρω Ποιμενάρχες μας πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους, την «διακονία του λόγου», που ως Επίσκοποι όφειλαν, προς το ποίμνιο, που ο Κύριος του έχει εμπιστευθεί, προς την Εκκλησία του Χριστού. Ήταν τα μηνύματά τους δυστυχώς φως σπίθας στο βαθύ σκοτάδι και όχι το φως που θα έλαμπε και θα ήταν ο φωτεινός δρομοδείκτης για τον κόσμο. (Ματθ. Κεφ. Ε΄ 14-16). Προσωπικά πιστεύω ότι τα γεγονότα είναι τέτοια, που επιβάλλεται να συγκαλέσουν πανορθόδοξη σύνοδο Επισκόπων και παραιτούμενοι από εγωισμούς και ιδιοτέλειες, αλληλοσυγχωρούμενοι και εν αγάπη και προσευχόμενοι, ζητώντας την παρέμβαση και τον φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, να θυμίσουν σε όλους τους πιστούς και κυρίως σε όσους μας κυβερνούν και αυτοπροσδιορίζονται και αυτοαποκαλούνται «Χριστιανοί» τα όσα ανωτέρω γράφω και ότι ως πολιτικοί άρχοντες όφειλαν και οφείλουν να λειτουργούν σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου μας ως διάκονοί Του και όχι ως όργανα του εωσφόρου. Να σεβαστούν οι πολιτικοί άρχοντες την ελευθερία όλων των ανθρώπων, διότι για όλους τους ανθρώπους όπου γης ισχύουν τα «Τιμής ηγοράσθητε μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (Κορ. Α΄Κεφ. 7 στ.23), «Τη ελευθερία ουν η Χριστός ημας ηλευθέρωσε, στηκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. Κεφ.5 στ.1). Αυτοί που δεν σέβονται την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των λαών είναι τύραννοι. Έπρεπε τέλος να μας συστήσουν να αγωνιζόμαστε όλοι οι πιστοί ως Χριστιανοί μέσα και μέσω των ενοριών μας συλλογικά στην κοινωνία που ζούμε, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και «πολιτικής πίεσης», με αγάπη, για την δικαιοσύνη, την ειρήνη, την ελευθερία την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις άλλες εντολές του Ευαγγελίου. Να αγωνιζόμαστε με παρρησία και να αντιμαχόμαστε το μίσος, την αδικία την ανισότητα, την καταπίεση, την αυθαιρεσία, τον πόλεμο. Να αγωνιστούμε σήμερα ενάντια σε όλους τους υποκριτές, τα όργανα της «Νέας Τάξης Πραγμάτων», που χύνουν ποταμούς με κροκοδείλια δάκρυα για την συντελούμενη στην Ουκρανία ανθρωπιστική καταστροφή, ενώ υπογείως προωθούν την υλιστική υποδούλωση των λαών μέσω σχεδίου εωσφορικής παγκοσμιοποίησης την οποία απεργάζεται το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι, για να είμαστε συνεπείς με την πίστη μας οι Χριστιανοί, οφείλουμε να αγωνιζόμαστε για όλα τα παραπάνω, που κατά τον κόσμο είναι «ουτοπία».

Ο Χριστιανός δεν είναι ο ρεαλιστής που επιδιώκει το κατά τον κόσμο «εφικτό καλό», πιστεύει και αγωνίζεται για την κατά τον κόσμο «ουτοπία», την αδελφωμένη ανθρωπότητα.

*Ο Νικήτας Αποστόλου είναι πρ. Τμηματάρχης του πρώην Υπουργείου Γεωργίας - πτυχιούχος ΠΑΣΠΕ