Ένα… σεργιάνι στα παλιά Γιάννινα!

on .

 «Δρόμοι παλιοί που αγάπησα… κάτω από τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ…», γράφει ο ποιητής. Άραγε γιατί όλοι οι ηλικιωμένοι, όταν ανταμώνουμε, ο νους μας τρέχει στα περασμένα και αναπολούμε με νοσταλγία τα χρόνια εκείνα που  ήμασταν νέοι; 
Ο λόγος είναι σαφής. Η νεότητα είναι η φάση εκείνη της ζωής μας, που γεμάτοι σφρίγος και διάθεση ονειρευόμαστε. Έχοντας την ορμή της νιότης, θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή και έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας να κατακτήσουμε το άγνωστο.
Ιδιαίτερα μάλιστα σε μια ηλικιακή περίοδο που μετράμε απώλειες στο σώμα, στον νου και στη διάθεση, αναπολούμε το χθες και πολύ θα θέλαμε να το ξαναζήσουμε.
Ο καιρός και οι περιπτώσεις το ‘φεραν ν’ ανταμώσουνε δυο παιδικοί φίλοι στην παλιά μας γειτονιά (απέναντι από την Μητρόπολη) και να περπατήσουμε τους δρόμους, που πριν από 65 περίπου χρόνια περπατούσαμε καθημερινά, πηγαίνοντας, είτε στον Γελέκη να ανταλλάξουμε πολυδιαβασμένα παιδικά περιοδικά, είτε στον Μώλο να χαζέψουμε με τις βάρκες. Παρότι πηγαίναμε σε διαφορετικά σχολεία (στην Καπλάνειο Σχολή ο ένας, στο 9ο Δημοτικό Σχολείο ο άλλος) ήμασταν πολύ δεμένοι, αφού μέναμε στο ίδιο σπίτι. Βέβαια αργότερα οι γυμναστικές και πανεπιστημιακές σπουδές μας χώρισαν προσωρινά και η βιοπάλη αργότερα οριστικά, διατηρώντας μόνο τηλεφωνική επικοινωνία. Το σπίτι που μέναμε, παμπάλαιο με τέσσερα μεγάλα δωμάτια, (ένα για κάθε οικογένεια) με κοινή κουζίνα μια μεγάλη λάντζα με μια βρύση και στο βάθος του κήπου υπαίθρια τουαλέτα, «ευήλια και ευάερη» όπως περιγράφεται σε χρονογραφήματα της εποχής εκείνης.
Ο κήπος στενόμακρος και μικρός, αρκετός όμως για τα ατέλειωτα παιχνίδια μας και τις αταξίες μας που δεν γνώριζαν όρια και ώρες κοινής ησυχίας. Μάταια φώναζε για λίγη ησυχία ο πάντα βλοσυρός σπιτονοικοκύρης μας ο «κυρ-Μίχος» και οι γείτονες που αγανακτούσαν από τις φωνές και τα παιχνίδια μας. Η γειτονιά μας, κλασική γειτονιά της πόλης μας την δεκαετία του ’50.
Μέτοικοι οι περισσότεροι από τα γύρω χωριά, βρήκαν απάγκιο στα αστικά κέντρα. Στήσανε σπιτικό, δούλεψαν σκληρά, άλλωστε άνθρωποι του μόχθου και της προσπάθειας ήταν όλοι τους και πρόκοψαν τόσο οι ίδιοι, όσο και τα παιδιά τους. Ήταν η εποχή που η χώρα μας έβγαινε, καθημαγμένη από μια σειρά πολέμων, πολύ φτωχή σε υλικά αγαθά, αλλά πλούσια σε αγάπη, συντροφικότητα και κυρίως με μια πίστη ότι, η αυριανή ημέρα θα είναι πιο καλή από την σημερινή. Μια πολύχρωμη και πολύβουη εικόνα η γειτονιά μας. Ξαναζωντανεύουν μπροστά μας οι γραφικές φιγούρες του Κώστα του γαλατά από την Κατσικά και τις νοικοκυρές που έβγαιναν να πάρουν πρωί-πρωί το γάλα, (συνηθισμένο πρωινό της οικογένειας), του Ηλία, σκουπιδιάρης του Δήμου, από τους τελευταίους Τουρκαλβανούς που έμειναν στην πόλη, θηριώδης στην όψη και στο ανάστημα με τα ακαταλαβίστικα ελληνικά του, τον μπάρμπα- Τάκη τον σαλεπιτζή με την χαρακτηριστική φωνή του, που άλλοτε περιφερόταν με μια φουφού που έψηνε κάστανα και άλλοτε με ένα τετράγωνο νταβά που πωλούσε σάμαλι. Χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς μας ήταν και ο Βαγγέλης Βάρδας, πλανόδιος μανάβης με την σούστα, που την έσερνε το μικρό μουλαράκι, πάντα γεμάτη ζαρζαβατικά, φρούτα και λαχανικά, σωστή κινητή λαϊκή αγορά.
Αν και τα ψαράδικα της «Σκάλας» ήταν κοντά στην γειτονιά μας, πολλές φορές περνούσε και ο πλανόδιος ψαράς προς μεγάλη χαρά των παιδιών, που τρέχαμε να δούμε τα ψάρια, που σπαρταρούσαν στα πανέρια που είχε επάνω στο κάρο του. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι του μόχθου απόντες πια, αφού πάνε πολλά χρόνια που εγκατέλειψαν την άπονη τούτη ζωή, μας περικυκλώνουν για να μας θυμίζουν ένα παρελθόν που έσβησε πια. Γι’ αυτό η γειτονιά μας ήταν τόσο όμορφη. Γι’αυτό οι γειτονιές όλου του κόσμου έχουν πολυτραγουδηθεί. Αριστερά, όπως βγαίναμε από την μεγάλη εξώπορτα του παλαιού σπιτιού μας, και κολλητά ήταν συνεχόμενα τα σπίτια του Θωμά Νούσια του Αθανασιάδη συνεταίρος στο γνωστό κατάστημα «Αθανασιάδης - Σωτηριάδης» που για την εποχή του ήταν ότι είναι η αλυσίδα ενδυμάτων «Ζάρα» σήμερα. Πιο πέρα ήταν τα σπίτια του Τσουκανέλη του Γ. Γκλίναβου και του Αρσένη Γεροντικού εκπαιδευτικού (Καθηγητής Γαλλικών), ένας από τους πιο ολοκληρωμένους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής μας. Τα Ηπειρωτικά γράμματα, και όχι μόνο, του χρωστάνε πολλά.
Σήμερα μια σειρά ψυχρών και απρόσωπων κτιρίων υψώνονται στην άλλοτε ζεστή και ανθρώπινη γειτονιά μας. Δεξιά του σπιτιού ήταν (και είναι ακόμη σήμερα) το διώροφο σπίτι των Γκιναίων. Η γιαγιά Ιουλία, μια από τις παλαιές Γιαννιώτισσες αρχόντισσες, φρόντιζε με ιδιαίτερη επιμέλεια τον κήπο της. Σ’ αυτό συνέβαλε και ο Ηλίας, ο σκουπιδιάρης του Δήμου, που έριχνε τις κοπριές που μάζευε στους κήπους των σπιτιών.
Καθημερινό και ανέξοδο λίπασμα για τους κήπους. Τα παιδιά της, ο Γιώργος και ο Σπύρος, με καλές θέσεις στο Δημόσιο, και με πλούσιες αγαθοεργίες στο ενεργητικό τους, ήταν πάντα πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν οποιονδήποτε συμπολίτη τους. Θυμόμαστε όταν είχαν υπηρεσία ως επόπτες στα Δημόσια θεάματα, εμείς τα παιδιά της γειτονιάς είχαμε εξασφαλισμένη την δωρεάν κινηματογραφική παράσταση.
 
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει. Προχωρώντας, υπήρχαν τα σπίτια του Βακάλη, του Δούβλη και του Τζίμη Χαντζή. Ακριβώς απέναντι από την είσοδο της Μητρόπολης διασώζεται ένα ακόμη γωνιακό κτίριο. Είναι το αρχοντικό του Γκιώκα. Στέκει ακόμα αγέρωχο, αλλά λαβωμένο κι αυτό απ’ το χρόνο.
Ο περίγυρος της Μητρόπολης και του παρεκκλησίου του Αϊ-Γιώργη είναι ίδιος και απαράλλαχτος, όπως πριν 60 χρόνια. Ανεβασμένοι στον εξωτερικό περίβολο, παρακολουθούσαμε σημαντικά γεγονότα, όπως την νεκρώσιμη ακολουθία του Κυρού Δημητρίου, την επίσκεψη του αοίδιμου Πατριάρχη Αθηναγόρα στην πόλη μας και άλλα. Τον φέρνουμε στη μνήμη μας ψηλό, ευθυτενή, με την μακριά γενειάδα του να κατεβαίνει τις σκάλες από το Δεσποτικό.
Πραγματικά «δρυς της Ορθοδοξίας» όπως εύστοχα τον χαρακτήρισαν. Εντύπωση μας προξενούσε τότε η κοσμοσυρροή που επικρατούσε τα απογεύματα των Κυριακών, προκειμένου ν’ ακούσουν τα εμπνευσμένα κηρύγματα του τότε Ιεροκήρυκα της Μητρόπολης και αργότερα Μητροπολίτη Κονίτσης του Μακαριστού Σεβαστιανού.
(Συνεχίζεται)