Η ηδονή της περιπέτειας…

on .

«Καημένε Μπάμπη, δεν είναι για την ηλικία μας οι βουτιές στη θάλασσα Απρίλη μήνα! Είμαστε αρκετά μεγάλοι πια για να αντέξουμε μια τέτοια δοκιμασία»!
Ο Μπάμπης όμως, ξεροκέφαλος καθώς ήταν, δεν ήθελε με τίποτε να υπακούσει στις συμβουλές των φίλων του και να συμβιβαστεί! Ήθελε να γευτεί την ηδονή της περιπέτειας. «Εγώ θα πάω», τους είπε ορθά κοφτά. «Δεν θα αφήσω αυτήν την ηλιόλουστη Κυριακή να πάει χαμένη». Πήρε λοιπόν μαγιώ, πετσέτα, γυαλικό, μπήκε στο αυτοκίνητό του,φούλαρε το ρεζερβουάρ με δύο ευρώ το λίτρο, καβαλίκεψε την Εγνατία οδό και τράβηξε για την αμμουδιά.
Δεν θα έλεγες πως ήταν και λίγοι οι άνθρωποι που λιάζονταν στην παραλία ξαπλωμένοι ανάμεσα στις απλωμένες πετσέτες και στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο. Ωστόσο, μέσα στη θάλασσα δεν υπήρχε ψυχή!
Κοίταξε και ξανακοίταξε ο Μπάμπης μέσα στο νερό αλλά δεν είδε κανένα κεφάλι να προεξέχει. «Εγώ όμως θα το τολμήσω», είπε αποφασιστικά και προχώρησε προς τη θάλασσα με σταθερό βήμα και επιβλητική κορμοστασιά! Άπλωσε την πετσέτα του πάνω στην άμμο, γδύθηκε, έφερε το εφαρμοστό του μαγιώ στη σωστή θέση για να τονίζει τα… προσόντα του και πήρε δυο - τρεις βαθιές ανάσες. Πάντα έπαιρνε δυο τρεις βαθιές ανάσες ο Μπάμπης όταν ήταν να αποφασίσει για πολύ σημαντικά πράγματα.
Έπειτα, χωρίς δισταγμό, έκανε πέντε δρασκελιές και έφτασε μπροστά από το ήρεμο κυματάκι που χάιδευε τα μικροσκοπικά βοτσαλάκια που ήταν παρατεταγμένα δημιουργώντας σύνορο ανάμεσα στη θάλασσα και τη στεριά.
«Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς», μονολόγησε πάλι ο Μπάμπης, μεταφράζοντας τον Θουκυδίδη και τον Βιργίλιο, και ακούμπησε το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού του ποδιού πάνω στο νερό της θάλασσας για να της πάρει τη θερμοκρασία! Ένα τρομακτικό ρίγος διαπέρασε την ύπαρξή του! Προς στιγμήν δείλιασε!
Γύρισε πίσω το κεφάλι να δει αν τον κοίταζε κανείς. Αισθάνθηκε πέρα από το κρύο νερό να τον δέρνει και η ατυχία! Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του! «Να με κοιτάνε άραγε από θαυμασμό ή μήπως από απλή περιέργεια;», αναρωτήθηκε. «Δε βαριέσαι, είναι νωρίς ακόμα για μπάνιο», σκέφτηκε και έκανε να γυρίσει στην πετσέτα του μετανιωμένος.
Εκείνη τη στιγμή όμως, το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα σακίδιο που είχε χαραγμένο ανάγλυφα το σήμα των καταδρομών «Ο Τολμών Νικά»! Πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά του η μέρα που τον κάλεσαν να υπηρετήσει στις Ειδικές Δυνάμεις και αντίκρισε αυτό το σύμβολο στην πύλη του στρατοπέδου. Θυμήθηκε το ρίγος και το δέος που αισθάνθηκε μόλις είδε αυτό το έμβλημα, αλλά και την τρομερή απογοήτευση που ένοιωσε αργότερα, όταν τον έκοψαν ως ακατάλληλο και τον έστειλαν να υπηρετήσει σκαπανέας, γιατί φοβόταν να περάσει τα εμπόδια του στίβου καταδρομών.
Όχι, είπε μέσα του, «δεν αντέχω άλλη ντροπή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην παραλία περιμένουν από εμένα να κάνω το πρώτο βήμα και δεν θα τους απογοητεύσω»! Έτσι λοιπόν το αποφάσισε και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς να πάρει τις προβλεπόμενες δυο - τρεις ανάσες, καθώς αυτές του είχανε κοπεί τελείως από το κρύο τη στιγμή που το νερό της θάλασσας έφτασε μέχρι τη μέση του.
Ξαφνικά αισθάνθηκε τα δάχτυλα των ποδιών του να μυρμηγκιάζουν, τις γάμπες του να μελανιάζουν και το εφαρμοστό μαγιώ του να το αισθάνεται επικίνδυνα… ευρύχωρο κάτω από την επίδραση του παγωμένου νερού! Γύρισε τότε -ενστικτωδώς αυτή τη φορά- το κεφάλι πίσω να δει αν ακόμη το κοινό έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον για το κατόρθωμά του!
Και τότε την είδε! Ήταν ψηλή, μελαχρινή, γυμνασμένη, καλοσχηματισμένη με τόσο πλούσιες όσο θα έπρεπε καμπύλες! «Αυτό είναι ένα ισχυρό κίνητρο σκέφτηκε και βούτηξε χωρίς δεύτερη κουβέντα με το κεφάλι στο νερό». Τα επόμενα δευτερόλεπτα νόμισε πως θα πεθάνει, ότι θα πάθει συγκοπή! Οι παλμοί της καρδιάς του έφτασαν τους εκατό… μπορεί και τους διακόσους.
Προσευχήθηκε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια: «Σώσε με Παναγίτσα μου», είπε, «και σου υπόσχομαι πως θα δηλώσω δημόσια χωρίς ντροπή, πως είμαι κρυπτοπαναθηναϊκάκιας και πως στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ φίλησα το χέρι του Ζάεφ»!
Και τότε, «Ω του παραδόξου θαύματος», άρχισε να συνηθίζει το παγωμένο νερό και να… παίρνει τα πάνω του. Απέκτησε τεράστια αυτοπεποίθηση, τόσο τεράστια μάλιστα που βγαίνοντας από το νερό μετά από λίγα λεπτά, κατευθύνθηκε και κάθισε δίπλα στην ασυνόδευτη μορφονιά που τον κοίταζε λιγωμένη από πάνω μέχρι κάτω.
Πιάσανε την κουβεντούλα. «Πώς τα κατάφερες και μπήκες στο νερό μ’ αυτό το κρύο», του είπε εκείνη χαδιάρικα και συνέχισε πεταρίζοντας παιχνιδιάρικα τις ψεύτικες βλεφαρίδες της: «Είσαι ένας ήρωας, ο ήρωάς μου, δεν έχω γνωρίσει άλλον άνδρα σαν κι εσένα»!
«Ναι», απάντησε αυτός κολακευμένος, «μη κοιτάς που τώρα πέρασαν τα χρόνια και έκανα λίγη κοιλίτσα! Κάποτε είχα περάσει κι εγώ την πύλη του στρατοπέδου καταδρομών»! «Εσύ αλήθεια θα βουτήξεις ομορφούλα»;
«Θα βουτήξω κι εγώ σε λίγο, αλλά όχι γιατί είμαι τόσο τολμηρή όπως εσύ. Απλά μπαίνω κάθε τόσο στη θάλασσα μέχρι τη μέση, προς νερού μου, γιατί με δυσκολεύει τώρα τελευταία ο προστάτης» (!) του ψιθύρισε στο αυτί εκείνη και τον έπιασε από το… μπράτσο!
«Εγώ όμως τώρα θα πρέπει να τρέξω λίγο για να ζεσταθώ», είπε εκείνος πανικόβλητος. Κι έτσι, ο Μπάμπης ο «καταδρομέας» που ήθελε να γευτεί την ηδονή της περιπέτειας… ακόμη τρέχει!