Οι σχέσεις μεταξύ κρατών βασίζονται στο συμφέρον!

on .

 Πρὶν ἀλέκτωρ λαλῆσαι τρίς, επιβεβαιώθηκα στα όσα έγραφα σε προηγούμενο άρθρο μου για την πολιτική της Τουρκίας σε σύγκριση με αυτήν της Ελληνικής κυβερνήσεως. Τόσο οι δηλώσεις της υφυπουργού Eξωτερικών των ΗΠΑ, της Βικτώρια Νούλαντ, όσο και του υπουργού εξωτερικών Μπλίνκεν, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τις αποφάσεις των ΗΠΑ.
Με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο πρόεδρος Τζο Μπάϊντεν και το State Department τα δίνουν όλα στην νέο-οθωμανική Τουρκία του Ερτογκάν, παραβλέποντας τόσο την προμήθεια των Ρωσικών S-400, όσο και την άρνηση της Τουρκίας να επιβάλει τις κυρώσεις που αποφάσισαν Ε.Ε. και ΝΑΤΟ κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Για στρατηγική σχέση μιλούν τώρα οι ΗΠΑ με την Τουρκία. Την επαναφέρουν στο εξοπλιστικό πρόγραμμα παραχωρώντας τους για πρόγευμα 40 μαχητικά φάντομ, αναβαθμίζοντας άλλα 80, και αναμφίβολα κάποια στιγμή δίνοντάς τους και τα 100 μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35! Και όχι μόνον αυτά! Αλλά ικανοποιώντας πιθανώτατα, τουλάχιστον όπως φαίνεται από τις δηλώσεις της Νούλαντ, και τις απαιτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο σχετικά με το φυσικό αέριο, σε βάρος των συμφερόντων τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου.
Επιπλέον, φαίνεται να ικανοποιεί και τις αξιώσεις της στο Κυπριακό πρόβλημα, αποδεχόμενες την λύση των δύο κρατών. Επειδή, το γεγονός ότι η Νούλαντ αποκάλεσε τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Τατάρ «πρόεδρο», δεν οφείλεται σε λάθος, αλλά σε προσχεδιασμένο δήθεν «λάθος», το οποίο λειτουργεί ως «σήμα» στην Ελληνοκυπριακή ηγεσία για τις Αμερικανικές προθέσεις.
Τα λάθη των κυβερνώντων στη διεθνή πολιτική πληρώνονται ακριβά όχι βέβαια από τους υποτελείς ηγέτες, όπως δυστυχώς συμβαίνει με τις Κυπριακές και Ελλαδικές ηγεσίες, αλλά από τους λαούς, τον Ελληνικό και τον Ελληνοκυπριακό. Η αναβάθμιση του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων δεν έγινε ξαφνικά. Έγινε βαθμιαία από όλους τους προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διάρκεια των 47 ετών κατοχής, με το να συνομιλεί ο εκάστοτε ΠτΔ με τον τουρκοκύπριο ηγέτη, αντί οι συνομιλίες να διεξάγονται με ειδικούς εκπροσώπους τω δύο κοινοτήτων.
Καταστροφικό ήταν και είναι, επίσης, το γεγονός των ατερμόνων δικοινοτικών συνομιλιών που κατέληγαν πάντοτε με περισσότερες παραχωρήσεις των Ελληνοκυπρίων προς τους Τουρκοκυπρίους, τέτοιες παραχωρήσεις που δημιούργησαν ένα πλαίσιο λύσεως Αγγλο-Τουρκικών προδιαγραφών και εντέχνως παρέκαμψε το ουσιαστικό πρόβλημα της παράνομης εισβολής και κατοχής εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών και της Ε.Ε.
Αποδεικνύεται ότι το να δηλώνεις και να θεωρείσαι προβλέψιμος και δεδομένος στις διεθνείς σχέσεις αποβαίνει σε βάρος των εθνικών συμφερόντων. Η δε παραχώρηση πολλών στρατιωτικών βάσεων στις ΗΠΑ και μάλιστα, όπως φαίνεται, για επ’ αόριστον διάστημα, και χωρίς έστω ένα ουσιαστικό αντάλλαγμα, όπως π.χ. η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Αιγαίο στα δώδεκα ναυτικά μίλια, αποβαίνει με μαθηματική ακρίβεια σε βάρος των συμφερόντων της χώρας μας.
Οι αδαείς πολιτικοί ηγέτες μας, έχοντας αυταπάτες για τις διεθνείς σχέσεις και τις σχέσεις μεταξύ κρατών, διαμορφώνουν την πολιτική τους ή μάλλον ασκούν πολιτικές παραγνωρίζοντας ότι οι «φιλίες» δημιουργούνται με βάση τα κοινά συμφέροντα και διαρκούν όσο αυτά είναι κοινά, διαλύονται δε όταν τα συμφέροντα αλλάζουν, όπως συμβαίνει με τις ΗΠΑ.
Η λεγόμενη αμυντική συμφωνία που συνήψε η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις ΗΠΑ εξανεμίσθη, μόλις θεώρησαν ότι στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς τους η Τουρκία τους είναι πιο χρήσιμη από την δεδομένη Ελλάδα. Αυτός βέβαια που μελετά την πολιτική των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο δεν εκπλήσσεται γι’ αυτό, αφού πάντοτε η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της χώρας μας και της Τουρκίας ήταν η ίδια, ετεροβαρής, δηλαδή το βάρος έπεφτε στις σχέσεις των με την Τουρκία.
Η γεωστρατηγική θέση της χώρας μας θα ήταν εξίσου σημαντική με της Τουρκίας, αν κατόρθωναν οι Ελληνικές κυβερνήσεις να επεκτείνουν τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο στα δώδεκα ναυτικά μίλια. Η αμέλειά τους να το πράξουν οδήγησε σε ένα καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.
Ψυχρολουσία βέβαια θα υπέστησαν από το συγχωροχάρτι που έδωσαν οι ΗΠΑ στην Τουρκία. Και γιατί να εκπλήσσονται; Δεν είναι οι ΗΠΑ που, αφού χρησιμοποίησαν τους Κούρδους για τη συντριβή του ισλαμικού κράτους, τους εγκατέλειψαν στις ορδές του Αττίλα; Δεν είναι αυτές που μετά από είκοσι χρόνια κατοχής στο Αφγανιστάν, ξαφνικά εγκατέλειψαν τους «συμμάχους» τους στο έλεος των Ταλιμπάν; Γιατί, επομένως, ο Τσίπρας ή ο Μητσοτάκης ή οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός να έχουν εμπιστοσύνη στα λόγια των Αμερικανών και να μην προτάσσουν το εθνικό συμφέρον;
Ο Ερτογκάν, με την διπλοπροσωπία του και την πολιτική του «ουδέτερου» κατάφερε το ακατόρθωτο. Εκεί που οι πλείστοι Έλληνες πολιτικοί μιλούσαν για την απομονωμένη Τουρκία, ξαφνικά είδαν να παρουσιάζεται η Τουρκία ως ειρηνοποιός και να αναβαθμίζεται διεθνώς πολιτικά και γεωστρατηγικά.
Ποιος επομένως, βγήκε κερδισμένος από την πολιτική που ακολούθησε έναντι της Ουκρανίας; Η Ελλάδα με την πολιτική στις ΗΠΑ ή η Τουρκία με τη μη εφαρμογή των κυρώσεων κατά της Ρωσίας;
Τον υποτελή και τον δεδομένο κανένας δεν τον σέβεται. Τον χρησιμοποιεί για τα συμφέροντά του και την κατάλληλη στιγμή τον πετάει σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Ας καταλάβουν, επιτέλους, τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Μητσοτάκης, αλλά και οι Ελληνοκύπριοι ηγέτες ότι οι σχέσεις και οι φιλίες μεταξύ κρατών βασίζονται στο συμφέρον. Ο Θουκυδίδης μπορεί να τους βοηθήσει να αφυπνισθούν από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες τους. Για το καλό της πατρίδας μας.