Ι. Καποδίστριας, ο πρώτος εμπνευστής της Ευρωπαϊκής Ιδέας!

on .

 Ο Ιωάννης Καποδίστριας μπορεί ανεπιφύλακτα να ονομαστεί πρώτος Ευρωπαίος πολίτης. Αυτό που αναφέρεται σήμερα ως αυτονόητο, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν άγνωστο. Ο Καποδίστριας το είχε κάμει βίωμά του. Στις 8 Οκτωβρίου του 1818 επέδωσε στο Συνέδριο του Άαχεν το «Προσχέδιο για μια πανευρωπαϊκή συνεργασία».
Έτσι ο Καποδίστριας υπήρξε ο πρώτος εμπνευστής της Ευρωπαϊκής ιδέας και ο πρωτομάστορας της Ευρω-

παϊκής ιδέας και ο πρωτομάστορας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο θαυμαστός αυτός Έλληνας υπήρξε ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του πολιτικού χάρτη των κρατών της Ευρώπης του 19ου αιώνα.
Το 1814 είχε λάβει εντολή από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ να βοηθήσει την ενότητα των καντονιών της Ελβετίας και τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής κυβέρνησης περισσότερο σταθερής. Όλα αυτά, γιατί μέχρι τότε πολλά αντίθετα ρεύματα απειλούσαν την οργάνωση, ως κράτους, της Ελβετίας. Οι Ελβετοί ευγνωμονούντες, ανακήρυξαν πολίτη της Γενεύης τον κόμητα Ιωάννη Καποδίστρια. Αργότερα οι Ελβετοί έστησαν τον ανδριάντα του Ιω. Καποδίστρια για να θυμούνται οι νεότερες γενεές τον θεμελιωτή του πολιτεύματος της χώρας τους.
Ο Ράινχαρτ, ως εκπρόσωπος των Ελβετών, είπε στον Καποδίστρια: «Σε δύσκολους καιρούς μας εδώσατε συνεχώς δείγματα του ενδιαφέροντος της εξοχότητός σας γι’ αυτήν την χώρα. Η Ελβετία δεν θα λησμονήσει ποτέ όσο την βοηθήσατε»
Το 1815 έσωσε την ηττημένη Γαλλία με καταπληκτικό διπλωματικό χειρισμό από τον εδαφικό διαμελισμό και την οικονομική κατάρρευση με τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις, όπως απαιτούσαν οι άλλες νικήτριες δυνάμεις. Απώτερος στόχος του να γίνει η Γαλλία σύμμαχος της Ρωσίας για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Ο Τσάρος τον τιμά με πολλές τιμητικές διακρίσεις και τον διορίζει και επισήμως υπουργό των Εξωτερικών.
Στο διάστημα 1820-1821 πρωταγωνιστεί δυναμικά στα κρίσιμα ευρωπαϊκά συνέδρια, όπως το Λάιμπαχ (=Λιουμπλιάνα). Η Ευρώπη συγκλονίζεται από τα επαναστατικά κινήματα στην Ισπανία και την Ιταλία. Με εισήγηση του Μέττερνιχ αποφασίζουν να τα καταπνίξουν στο αίμα τους. Ο Καποδίστριας αγωνιά για την Ελλάδα. Ο Αλ. Υψηλάντης αρχίζει το κίνημα στη Μολδοβλαχία και αμέσως ξεσπάει η Ελληνική Επανάσταση.
Αυστρία και Αγγλία επιμένουν να εφαρμοστεί η ίδια αντιμετώπιση και στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας κατατροπώνει τους συνέδρους με τον συγκλονιστικό διαχωρισμό του απελευθερωτικού κινήματος των Ελλήνων από εκείνα των άλλων χωρών. Αποφασίζουν να μη στείλουν στρατεύματα στην επαναστατημένη Ελλάδα, να κρατήσουν όμως, «αυστηράν ουδετερότητα». Τότε έσωσε πράγματι και την Ελληνική Επανάσταση. Την ώρα εκείνη αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ ορθή η απόφασή του να μη δεχθεί την αρχηγία της Φιλ. Εταιρείας και να παραμείνει υπουργός των Εξωτερικών στη Ρωσία.
Στις 30 Μαρτίου 1827 η Γ’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων εξέλεξε πρώτο Κυβερνήτη τον Ιω. Καποδίστρια για εφτά χρόνια.
Ο Γκαίτε, ο μέγιστος των ποιητών της Γερμανίας και ίσως το λαμπρότερο άστρο του πνευματικού στερεώματος των νεοτέρων, όταν πληροφορήθηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδος έγραψε στο περιοδικό «Kunst und Altertum»: «Είθε οι αριστείς των Ελλήνων -Φαναριώται- να συσπειρωθούν πέριξ του νέου αυτών φανού, του ευγενούς Κυβερνήτου, είθε οι γραμματισμένοι, οι σοφοί και ευφυείς με την γνώμη των, οι γενναίοι με την πράξιν των, ιδιαιτέρως δε οι κληρικοί με καθαράν ανθρωπιστικήν και αποστολικήν διάθεσιν, να ασπασθούν τα σχέδιά του και τας πεποιθήσεις του και να δεχθούν και να φερθούν ως Φαναριώται υπό την υψηλοτέραν έννοιαν και τας ευχάς ολοκλήρου της χριστιανοσύνης».
Και μόνον ότι αυτά τα υποστηρίζει ο Γκαίτε, αποδεικνύουν το μέγεθος της προσωπικότητας του Καποδίστρια.
Δυστυχώς όμως, όταν έφθασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, όχι μόνο δεν βρήκε την συμπαράσταση που ευχόταν ο Γκαίτε, αλλά συνάντησε αντίδραση από τους Φαναριώτες, τον Υδραίο Λάζαρο Κουντουριώτη και άλλους νησιώτες. Οι νησιώτες δεν αναγνώριζαν σε κανέναν άλλον το δικαίωμα να κυβερνήσει το κράτος. Πίσω από αυτούς, βρισκότανε και οι Άγγλοι, οι οποίοι από το 1814 εχθρεύονταν τον Καποδίστρια για την αντίδρασή του στην κυριαρχία τους στα Επτάνησα. Γι’ αυτό και ήταν οι ηθικοί αυτουργοί στο στυγερό έγκλημα που διαπράχτηκε στην είσοδο του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο την 27 Σεπτεμβρίου 1831.
***
Όταν ήλθε στην Ελλάδα, η πρώτη φροντίδα του να αναζωπυρώσει την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα, διότι εγνώριζε πολύ καλά, ότι οι Άγγλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν το Ελληνικό κράτος να μην επεκταθεί πέρα από τον Ισθμό της Κορίνθου. Γι’ αυτό έστειλε στη Δυτ. Στερεά τον Γεωρ. Βαρνακιώτη και άλλους οπλαρχηγούς και στην Ανατ. Στερεά έστειλε τον Δημ. Υψηλάντη.
Η πρωτεύουσα της Ελλάδος είχε μεταφερθεί από το Ναύπλιο στην Αίγινα για περισσότερη ασφάλεια. Η χώρα ήταν κατεστραμμένη από τον πολύχρονο αγώνα. Παντού υπήρχε «ένα απέραντον ερείπιον». Στην πρώτη του εγκύκλιο προς τον ελληνικό λαό ο κυβερνήτης άρχισε με τη φράση από την Παλαιά Διαθήκη: «Εί ο Θεός μεθ’ ημών ουδείς καθ’ ημών».
Στα τρία χρόνια και τους οχτώ μήνες που τον άφησαν να ζήσει και να διοικήσει το νεοσύστατο κράτος και παρά τις τεράστιες αντιδράσεις του «κατεστημένου» πολλών κοτζαμπάσηδων και κυρίως της αγγλικής, από την αρχή, και αργότερα και της γαλλικής κυβερνήσεως, δημιούργησε ένα, μοναδικό και πρωτοποριακό έργο. Το δημιουργικό αυτό έργο με επιστημονική αντικειμενικότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ότι ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες και ρηξικέλευθες προσδοκίες. Έχτισε πέτρα-πέτρα με τη συγκλονιστική δική του αυτοθυσία και προσφορά τα θεμέλια σε όλες τις μορφές της οργάνωσης ενός αρτιγέννητου κράτους.
Εδημιούργησε τακτικό στρατό, ο οποίος συνέχισε τον πόλεμο, για να επεκτείνει τα σύνορα του κράτους, από τον θανάσιμο γεωγραφικό κλοιό, που απαιτούσε η Αγγλία, η οποία δεν υπέγραφε και την παραχώρηση του δανείου -ανάπτυξη της οικονομίας- γεωργία, βιοτεχνία, εμπορική ναυτιλία- πάταξη της πειρατείας, οργάνωση διοίκησης, σωστή εξωτερική πολιτική, νομοθετικό έργο και δικαιοσύνη, πολεοδομία, ίδρυση νέων πόλεων, προστασία περιβάλλοντος, διανομή γης σε ακτήμονες- αψηφώντας τις απειλές Αγγλίας και Γαλλίας- Εκκλησία, ίδρυση εκκλησιαστικής σχολής και γεωργικής σχολής, τεχνικών σχολών, νοσοκομείων και πάνω απ’ όλα η μόρφωση των παιδιών της Ελλάδος. Περίθαλψη και μόρφωση των ορφανών, απελευθέρωση αιχμαλώτων, ίδρυση σχολείων σε όλες τις επαρχίες, εκτύπωση σχολικών βιβλίων, μόρφωση νέων δασκάλων. Για τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων, για το «Ροδόχρουν όνειρο της Ελλάδος», όπως το αποκαλούσε, δεν υπήρχαν όρια.
Αρνήθηκε να δεχτεί και την πιο μικρή αμοιβή από το κράτος, δαπανούσε πάντοτε εξ ιδίων και χωρίς να διστάσει δήμευσε όλη την κτηματική του πατρική περιουσία στην Κέρκυρα και την έδωσε στον Λάζαρο Κουντουριώτη, για να αγοράσει σιτάρι από τη Μάλτα, για να σώσει το λαό από την πείνα.
Έγινε μαχητικός υπερασπιστής των δικαιωμάτων του λαού και των πτωχών και αυτό τον έφερε σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προκρίτων και των πλοιοκτητών. Όταν ετοιμαζόταν να έλθει ως κυβερνήτης στην Ελλάδα, πρώτη του δουλειά ήταν να πουλήσει τα έπιπλά του. Ήταν καλοκαμωμένα και ακριβά και αν τα έφερνε στην Ελλάδα θα ήταν πρόκληση για τους φτωχούς Έλληνες. Τα πούλησε όλα και κατάφερε να εισπράξει από αυτά πενήντα χιλιάδες ρούβλια. Αμέσως, όλα αυτά τα ρούβλια τα έστειλε σε Έλληνες σιτέμπορους στην Οδησσό και τους παρακινούσε να προσθέσουν και αυτοί ό,τι ήθελαν. Με όλο το ποσόν θα αγόραζαν σιτάρι και θα το έστελναν στους Έλληνες, οι οποίοι πεινασμένοι αγωνίζονταν για τη λευτεριά τους.
Οι Έλληνες σιτέμποροι της Οδησσού σεβάστηκαν την επιθυμία του Καποδίστρια και διπλασίασαν τις πενήντα χιλιάδες ρούβλια που τους έστειλε. Φόρτωσαν πέντε καράβια σιτάρι και στείλανε από ένα στα Ψαρά, στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Τα άλλα δύο τα στείλανε στο Ναύπλιο, για να εφοδιάσουν τον στρατό.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1827, ο Άγγλος υφυπουργός Πολέμου Ουίλμοτ Όρτον ερώτησε τον Καποδίστρια: «Τι θα πρέπει να εννοήσουμε σήμερα, όταν μιλάμε για την Ελλάδα;» Ο Καποδίστριας απάντησε: «Το Ελληνικόν Έθνος αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν να ομολογούν την πιστότητά τους στην ορθόδοξη πίστη τους, δεν σταμάτησαν ποτέ να ομιλούν την γλώσσα των πατέρων τους, την ελληνική και παρέμειναν ακλόνητοι υπό την πνευματική ή κοσμική δικαιοδοσία της Εκκλησίας τους, σε οποιοδήποτε μέρος της τουρκοκρατούμενης πατρίδας τους και αν ευρίσκονταν».
Και στο ερώτημα για το ποια θα έπρεπε να είναι τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδος, απάντησε: «Τα σύνορα της Ελλάδος, εδώ και τέσσερις αιώνες, από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουν οριοθετηθεί από ακλόνητα δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι ανυπολόγιστες συμφορές από τους Τούρκους, ούτε η πολεμική κατάκτηση, κατόρθωσαν ποτέ να παραγράψουν. Χαράχτηκαν δε αυτά τα σύνορα από το 1821 από το αίμα το ελληνικό, που χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και στις πολυάριθμες ναυμαχίες και πεζομαχίες, στις οποίες δοξάστηκε τούτο το Έθνος».
Αντέκρουσε με σθένος και γενναιότητα τις δόλιες επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά και στη διοίκηση του δημιουργημένου Ελληνικού κράτους και αγωνίστηκε να αποτινάξει την ασφυκτική «προστασία» τους. Και η Αγγλία και η Γαλλία γνώριζαν ότι ήταν ικανός να το επιτύχει. Και οι δύο αυτοί αντιδραστικοί και ισχυροί παράγοντες συμφώνησαν πως έπρεπε να πεθάνει, εφόσον δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους.
***
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 έπεφτε νεκρός στα σκαλοπάτια του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο. Οι σφαίρες ήταν ελληνικές, της οικογένειας του Μαυρομιχάλη. Το τραγικό σύνθημα, όμως, το έδωσαν η Αγγλική και η Γαλλική κυβέρνηση. Η τραγωδία της Ελλάδος είχε αρχίσει…