Ντροπές…

on .

• Με καυστικό τρόπο σχολίασε χθες στη στήλη του «Μάσκες» ο δημοσιογράφος Μιχάλης Τσιντσινής της «Καθημερινής» τα όσα ακούστηκαν και γράφτηκαν μετά τα συμβάντα στη Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο της ομιλίας του Προέδρου της Ουκρανίας Β. Ζελένσκι. Ιδιαίτερα καυτηριάζει την υποκριτική στάση όσων έφτασαν στο σημείο να βάλλουν κατά του Προέδρου της Βουλής, ενώ κάνει λόγο για μεγάλη διείσδυση της ρωσικής προπαγάνδας στο ελληνικό κοινό. Ακολουθεί αυτούσιο το ενδιαφέρον άρθρο του κ. Τσιντσινή: l Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, λίγο μετά την ομιλία Ζελένσκι, ο εκπρόσωπος ενός κόμματος από αυτά που σνόμπαραν την ομιλία ζήτησε την παραίτηση του Κώστα Τασούλα. Αιτία ήταν, φυσικά,

η εμφάνιση ενός ομογενούς μαχητή που είπε ότι πολεμάει για την υπεράσπιση της Μαριούπολης με το Τάγμα του Αζόφ.
Τα κόμματα που διά της αποχής τους περιφρόνησαν τον αμυνόμενο, εξισώνοντάς τον με τον εισβολέα, κατηγόρησαν τον πρόεδρο της Βουλής ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου του μηνύματος Ζελένσκι. Ο Τασούλας θα όφειλε, δηλαδή, να ζητήσει από τον προσκεκλημένο της Ελληνικής Δημοκρατίας, που διαβιεί σε εμπόλεμη κατάσταση, το προσχέδιο της ομιλίας του για να το τσεκάρει. Θα όφειλε ακόμη να του κάνει και κάστινγκ στους ομογενείς που επιστράτευσε προκειμένου να προκαλέσει στο ακροατήριο του μεγαλύτερη συγκίνηση.
Αυτό που ο Ζελένσκι δεν υπολόγισε είναι η διείσδυση της προπαγάνδας του εισβολέα στο ελληνικό κοινό. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του κοινού έχει εμποτιστεί από την πεποίθηση ότι στην Ουκρανία δρουν -αν δεν κυριαρχούν κιόλας- ανεξέλεγκτες νεοναζιστικές μιλίτσιες. Αριστεροί και ακροδεξιοί ιστότοποι έχουν μετατραπεί τους τελευταίους δύο μήνες σε ιμάντες αυτής της αντίληψης. Εντάξει, η Ουκρανία. Δέχεται επίθεση. Αλλά τη θέλει κι αυτή την «αποναζιστικοποίησή» της. Αριστεροί και ακροδεξιοί τηλεβόες ήταν εκείνοι που πρώτοι επιτέθηκαν στον Έλληνα πρόξενο στη Μαριούπολη, επειδή είχε πει ότι το Τάγμα του Αζόφ συνέβαλε στη στήριξη των αμάχων.
Ποιο τάγμα εννοούσε; Εννοούσε την παραστρατιωτική οργάνωση με τις νεοναζιστικές αναφορές, που εμφανίστηκε μετά την πρώτη ρωσική εισβολή του 2014; Εννοούσε το ακροδεξιό κόμμα, που σχημάτισαν οι βετεράνοι της οργάνωσης και στις εκλογές του 2019 πήρε 2,15%; Ή μήπως εννοούσε τον κλάδο της ουκρανικής εθνοφρουράς στον οποίο έχουν ενσωματωθεί όλοι οι ένοπλοι, ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων;
Ημέρα ντροπής, φώναζαν οι βουλευτές που απείχαν, αλλά και εκείνοι που δεν έκρυψαν πόσο στανικά μετείχαν. Ντροπή γιατί ο Ζελένσκι έβαλε τους νεοναζί στην ελληνική Βουλή. Εκείνοι όμως που πρώτοι έβαλαν τους νεοναζί στη Βουλή, από την πόρτα και όχι από το τηλεπαράθυρο, ήταν 400.000 Έλληνες ψηφοφόροι.
Ντροπή, έλεγαν. Είχαν απέναντι τους τον πρόεδρο μιας βομβαρδιζόμενης χώρας, της οποίας την ύπαρξη δεν αναγνωρίζει αυτός που εννοεί να τη σβήσει από τον χάρτη. Έχουν απέναντι τους ένα καθεστώς που αρνείται την ύπαρξη του γειτονικού λαού και κρατάει τον δικό του λαό στον γύψο -που απειλεί τους Ρώσους αντιφρονούντες ότι θα τους «φτύσει» σαν «μύγες». Και η ντροπή ήταν του Ζελένσκι και της ελληνικής Βουλής που του έδωσε βήμα.
Ντροπή; Όντως. Μια κάποια αιδήμονα αμηχανία μπορούσε κανείς να διακρίνει μέσα στο Βουλευτήριο. Μπορούσε να δει ένα ζευγάρι χαμηλωμένα χέρια να μιμούνται δειλά τη κίνηση του χειροκροτήματος. Δειλά και ντροπαλά. Σαν να μούδιασαν ψάχνοντας μια πρόφαση για να μη σμίξουν. Σαν να τη βρήκαν.