Γλώσσα, Ιστορία και Ορθοδοξία κράτησαν την εθνική μας ταυτότητα!

on .

 Την 1η Ιανουαρίου 1822 η Εθνοσυνέλευη της Επιδαύρου εξέδωκε πανηγυρικό κήρυγμα της ανεξαρτησίας του ελληνικού λαού, το ακόλουθο: «Εν ονόματι της Αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος:

Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να υποφέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγον της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι: Με αυτά τα δεδομένα, την φρικώδη οθωμανική δυναστεία, ποιοι παράγοντες συντέλεσαν στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων στους τέσσερις αιώνες της «φρικώδους οθωμανικής δυναστείας»; Ήταν η γλώσσα, οι μνήμες από το ιστορικό παρελθόν και η Ορθόδοξη πίστη. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν πριν από λίγα χρόνια οι Ακαδημαϊκοί μαζί με τον ομότιμο καθηγητή Κωνσταντίνο Σβολόπουλο.
Αλλά, η γλώσσα δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί από μόνη της. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε στη διαδρομή της ιστορίας ο βασικότερος πυλώνας διατηρήσεως της ελληνικής γλώσσας. Σε δύσκολους για την πατρίδα μας καιρούς, η Εκκλησία διέσωσε την ελληνική γλώσσα και την μετάγγισε σαν λεκτικό αίμα στο τραυματισμένο και αιμορραγούν σώμα του Ελληνικού λαού!
Είναι γνωστό ότι τα τέσσερα Ευαγγέλια τα οποία γράφτηκαν στην «ελληνική κοινή», διέσωσαν και διέδωσαν την ελληνική στον χριστιανικό κόσμο! Κατά την τουρκοκρατία τα εκκλησιαστικά και λειτουργικά βιβλία ήταν η πηγή που ο λαός ακροάζονταν τη γραπτή γλώσσα του. Η συχνή επανάληψη της ψαλμωδίας άφηνε έναυλες τις λέξεις στα αυτιά του λαού, διότι εκκλησιάζονταν συνεχώς κάθε Κυριακή και εορτή και ψιθυριστά ψάλλοντας μάθαιναν τη Θεία Λειτουργία απ’ έξω και με αυτόν τον τρόπο μάθαιναν σωστά ελληνικά.
Αλλά, η Εκκλησία πρόσφερε πολλά και με το κρυφό σχολείο. Οι πολέμιοι της Εκκλησίας προβάλλουν ως επιχείρημα ότι δεν υπήρχε νόμος της Οθωμανικής Αρχής, που να απαγορεύει τη λειτουργία ελληνικών σχολείων. Αγνοούν, όμως, ότι στο διάστημα της τουρκοκρατίας δεν υπήρχε κράτος όπως το εννοούμε σήμερα. Οι Οθωμανοί είχαν στήσει μία αυτοκρατορία αυθαιρεσίας, όπου ο κάθε πασάς και κάθε μπέης ή αγάς είχε το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει στην περιοχή του. Να αδειάζει πάνω στους ραγιάδες όλη την κακότητα της ψυχής του.
Δεν ήταν ο νόμος που απαγόρευε το σχολείο και το έκανε κρυφό. Ήταν ο φόβος του τυραννισμένου μπροστά στην αυθαιρεσία και τη μοχθηρία του τυράννου. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν το σχολείο ήταν κρυφό ή φανερό στους αγάδες και τους μπέηδες, που δεν ενέκριναν τίποτε χωρίς αφόρητες και ταπεινές ανταποδόσεις. Το ζήτημα είναι ότι η Εκκλησία κράτησε μέσα στον νάρθηκα ακοίμητη λαμπάδα τη γλώσσα την Ελληνική.
Καθώς γράφει ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος Αλέξανδρος Ελλάδιος το 1714, «ιερείς και μοναχοί ως επί το πλείστον, εκπαίδευον την νεολαίαν παρά τοις ναοίς, ή εν τοις οίκοις των».
Ιστορία: Οι μνήμες από το ιστορικό παρελθόν: Ο ελληνικός λαός σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είχε επίγνωση, εγνώριζε πολύ καλά το ιστορικό παρελθόν του. Σε κάποιο μοναστήρι ή στο νάρθηκα μιας εκκλησίας άκουσε από κάποιον ιερωμένο λίγα βασικά πράγματα για το ένδοξο παρελθόν των προγόνων του. Ο Κολοκοτρώνης που δεν φοίτησε σε σχολείο είπε στους μαθητές: «Εις τον τόπο τούτο, όπου εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημιουργούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλα έθνη την σοφίαν των. Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμθα και ελάβαμε το όνομα τούτο…».
Απόδειξη έχουμε και από τους καραβοκύρηδες που εστόλιζαν τα ακρόπρωρα των καραβιών τους με τις μορφές μεγάλων ανδρών της αρχαίας Ελλάδας, όπως του Θεμιστοκλή, του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, κ.α.
Επιβεβαίωση όλων αυτών έχουμε από τον πιο αγνό και άδολο αγωνιστή του 1821, τον υπέροχο Γιάννη Μακρυγιάννη. Ο αγράμματος αυτός ήρωας, όταν τελείωσε σχεδόν η Επανάσταση, στις 26 Φεβρουαρίου 1829, βρισκόμενος ως φρούραρχος στο Άργος, διορισμένος από τον Καποδίστρια, παρακάλεσε ένα φίλο του να του μάθει τη γραφή του αλφαβήτου. Με τα γράμματα αυτά που έμαθε να γράφει, έγραψε τα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία είναι η πιο αγνή μαρτυρία των γεγονότων του μεγάλου αγώνα 1821-1829.
Παράλληλα αποκαλύπτεται από τα γραφόμενά του, ότι, πριν από την επανάσταση, σε κάποιο μοναστήρι έμαθε από κάποιο μοναχό ιερωμένο ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας οι αρχαίοι Έλληνες και τι πρόσφεραν στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Έτσι, στη σελ. 332 (εκδ. 1957) καταφέρεται κατά των Ευρωπαίων που δεν συμπεριφέρονται καλά στους ήρωες της Επανάστασης και γράφει: «Και τι σας έκαμεν αυτό τ’ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομένων, εσάς των πλούσιων. Όλοι οι προκομένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοσθένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και μέρα μ’ αρετή, με λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν νάχη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν… Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπούχε εις το πρόσωπόν του κι έσκιαζε εσένα τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον Γκράν Σινιόρε, φοβόσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου (παραπάνω) από τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν, με τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κι εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ‘φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες που θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή…».
Είδαμε πώς τα λέει έξω από τα δόντια ο άδολος Μακρυγιάννης στους Ευρωπαίους, οι οποίοι εφοδίαζαν τους Τούρκους στα κάστρα και αργούσαν να παραδοθούν. Αξίζει να ιδούμε πώς διηγείται τη γέννησή του ο Μακρυγιάννης: «Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε διά ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα στον νώμο της φορτωμένη εις τον δρόμο, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και εγέννησεν εμένα, μόνη της η καημένη και αποσταμένη. Εκιντύνεψε και αυτήνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνω εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν…»!
Ερχόμαστε τώρα στον τρίτο παράγοντα: την Ορθοδοξία. Ο Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν σε ένα από τα πιο σημαντικά έργα του «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία» γράφει: «…Ο Ελληνισμός επέζησε γαλουχούμενος από την Εκκλησία, επειδή οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν και να κάνουν σχέδια για την ημέρα που θα αποκτούσαν την ελευθερία τους…».
Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση το γεγονός ότι η απώλεια της Ορθοδοξίας, της θρησκευτικής ταυτότητας των Ελλήνων στη διάρκεια της δουλείας εσήμαινε αυτομάτως και την απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Όποιος άλλαζε την πίστη του και γινότανε Οθωμανός διά της βίας ή εκουσίως τούρκευε, έπαυε να είναι Έλληνας.
Άλλωστε, η συμπεριφορά των Τούρκων ιδιαίτερα στα βορειότερα μέρη, ώστε δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Ο καθηγητής Βακαλόπουλος στηριζόμενος σε πηγές περιγράφει ζωηρά την καταδυνάστευση των ραγιάδων από τους κατακτητές: «Οι Τούρκοι τους βασάνιζαν τ΄σο, ώστε οι χωρικοί μόλις είχαν να φάγουν ψωμί. Κότες, φρούτα, χρήμα, όλα τους τα έπαιρναν. Δεν δύσταζαν ακόμη να τους ατιμάσουν τη γυναίκα και τα παιδιά…».
Επιβεβαίωση αυτών έχουμε και από το εξής: Στα μέσα του έτους 1821, ένας Μπέης της Άρτας έλεγε: «Αδικήσαμε τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε και μαύρισαν τα μάτια του… Και η αρχή είναι τούτη, όπου θα χαθεί το βασίλειόν μας». Βακαλόπουλος σελ. 17.
Έτσι, καταπιασμένοι από τη βάρβαρη φορολογική αρπαγή αγαθών ζωής και την ατίμωση, άλλαζαν την πίστη τους, για να διατηρήσουν την τιμή τους, να σώσουν τη ζωή τους, να διαφυλάξουν την περιουσία τους.
Η Εκκλησία αγωνίστηκε πολύ για να σταματήσουν οι προσχωρήσεις Ορθοδόξων στο Ισλάμ. Ο Νεκτάριος Τέρπος και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα μοναχών που έδωσαν την πνευματική μάχη για να αποτρέψουν τον εξισλαμισμό των καταπιεζόμενων αφάνταστα Ελλήνων και για να διατηρήσουν την ελληνικότητα της γλώσσας και την εθνική τους συνείδησης.
Φυσικά, η προσφορά του Κοσμά του Αιτωλού είναι πολύπλευρη και βαρυσήμαντη. Γι’ αυτό και κατατάσσεται στους Διδασκάλους του Γένους. Για την Ήπειρο έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Άλλωστε, είκοσι ημέρες μετά την ομιλία του στον Ναό της Περιβλέπτου Ιωαννίνων στις 4 Αυγούστου 1779, εμαρτύρησε στο Κολικόντασι Β. Ηπείρου…