Η Σαρακοστή…

on .

Ο Μάρτης, όπως γνωρίζουμε είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη Σαρακοστή από την Καθαρά Δευτέρα έως το Πάσχα -Δεν λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή κατά την παροιμιακή έκφραση.
Κύριο χαρακτηριστικό της Σαρακοστής είναι η νηστεία, που η παράδοση τη θέλει απόλυτη τις τρεις πρώτες μέρες. Οπωσδήποτε, την πρώτη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, δεν καταναλώνονται τα υπόλοιπα της προηγούμενης, της Τυρινής Αποκριάς.
Η έννοια αυτής της αλλαγής τονίζεται με την καθαροδευτεριάτικη έξοδο στη φύση και την κατανάλωση νηστίσιμων φαγητών και της λαγάνας, ψωμιού άζυμου δηλ. χωρίς προζύμι. Τέτοιες εκδηλώσεις αποτελούν μάλλον προσπάθεια προέκτασης της αποκριάς και δεν θυμίζουν την αυστηρή Σαρακοστή που αρχίζει.
Πριν από μερικές δεκαετίες ακόμη, στις αγροτικές παραδοσιακές κοινωνίες, αλλά και τα αστικά κέντρα, δεν καταναλώνονταν όλες αυτές οι σημερινές νηστίσιμες λιχουδιές, που, παλιά, θα τις ζήλευε κάθε αρτύσιμη κουζίνα. Κρεμμύδια φρέσκα, ραπανάκια, ταραμάς, όσπρια βρασμένα και αλατισμένα χωρίς λάδι, χαλβάς και θαλασσινά, όπου μπορούσαν να τα μαζέψουν επιτόπου, αυτά ήταν τα εδέσματα της Σαρακοστής.
Έτσι εξηγούνται όσα σκωπτικά έλεγαν όταν αποχαιρετούσαν τον Καρνάβαλο:
«Εμείς ετούτον κλαίομε, εμάς ποιος θα μας κλάψει;
όπου το σκορδοκρέμμυδο
τ’ άντερα θα μας κάψει!
«Ο Λαζανάς ψυχομαχεί κι
ο Μακαρούνης κλαίει
κι ο Κρόμμυδος σουσουραδεί απάνω στο τραπέζι…»
Η αποχή από το κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αβγά και γενικά από ουσίες που επιβαρύνουν τον ήδη καταπονημένο από τον χειμώνα οργανισμό, θα διατηρηθεί μέχρι το Πάσχα, με κατάλυση ψαριών μόνο του Ευαγγελισμού και του Λαζάρου.
Για τη μεγάλη της νηστεία, παρίσταναν τη Σαρακοστή χωρίς στόμα· μια γυναίκα ξερακιανή- η «Κυρά Σαρακοστή»-αυστηρή με χέρια σταυρωμένα, γιατί είναι όλο προσευχή και με επτά πόδια, όσες κι οι εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Την έφτιαχναν από χαρτόνι ή πανί, παραγεμισμένο με πούπουλα, και την κρεμούσαν από το ταβάνι.
Κάθε εβδομάδα που περνούσε έκοβαν κι από ένα πόδι μέχρι να φτάσει το Πάσχα. Στη διάρκεια της Σαρακοστής δεσπόζουν οι χαιρετισμοί της Παναγίας, κάθε Παρασκευή, και η λατρεία των νεκρών, τα Ψυχοσάββατα.
Έτσι το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής των Αγίων Θεοδώρων, είναι Ψυχοσάββατο αφιερωμένο στους νεκρούς. Φτιάχνουν κόλλυβα και τα πηγαίνουν στην εκκλησία. Επίσης κάνουν μνημόσυνα στο νεκροταφείο και προσφέρουν πίτες, κουλούρια και άλλα νηστίσιμα στους γείτονες, να συγχωρεθούν οι ψυχές των νεκρών. Έτσι, εκτός από την ανάμνησή τους, πρέπει να τις καλοπιάσουν για να βοηθήσουν στην αναπαραγωγή της ζωής και στη βλάστηση της φύσης.
Την ίδια περίοδο του έτους, οι αρχαίοι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Ανθεστήρια (γιορτή των λουλουδιών και των νεκρών), ενώ οι Ρωμαίοι και κατόπιν οι Βυζαντινοί το Ασμούρια ή Ροσάλια. Η Σαρακοστή, καθώς συμπίπτει με την ανοιξιάτικη αναγέννηση της ζωής και της φύσης, συνδέεται με μια σειρά από μαγικοθρησκευτικά έθιμα, που αποβλέπουν στην αποτροπή του κακού και στην εξασφάλιση της γονιμότητας, της καλοχρονιάς και της καλής τύχης.
Το έθιμο της νηστείας είναι πανάρχαιο και συναντάται σ’ όλους τους λαούς και τις εποχές. Συνδέεται με φυσιολογικούς μηχανισμούς, η στέρηση της τροφής, με το στρες που προκαλείται στον οργανισμό, αυξάνει την αντοχή σε κρίσιμες καταστάσεις, αλλά και την επιθετικότητα. Σε πολλούς λαούς νήστευαν πριν το κυνήγι ή τον πόλεμο.
Είναι γνωστό ότι οι Λακεδαιμόνιοι πριν από σοβαρές πολεμικές επιχειρήσεις κήρυτταν γενική νηστεία. Όμως η νηστεία πριν από το κυνήγι είχε σε πολλούς πρωτόγονους λαούς και μια άλλη βάση. Επειδή πίστευαν ότι η σάρκα του ζώου, που είχαν φάει πριν, μπορούσε να προειδοποιήσει το κυνηγημένο ζώο, νήστευαν για να καθαριστούν από τις προηγούμενες τροφές.
Στα ιερά παραδείγματα βασίζονται και οι χριστιανικές νηστείες. Νήστευαν ο Μωϋσής, ο Δαυίδ και οι προφήτες, νήστεψαν και ο Χριστός και οι Απόστολοι.
Την βάση των χριστιανικών νηστειών αποτελούσαν στην αρχή τα Πάθη και η Ανάσταση του Χριστού, γι’ αυτό η πρώτη και παλαιοτέρα νηστεία πριν από το Πάσχα σε ανάμνηση των Παθών του κυρίου και της αποχώρησής του από τον κόσμο σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου: «Ελεύσονται ημέραι, όταν απαρθή απ’ αυτών ο Νυμφίος και τότε νηστεύσουσιν» (Ματθαίου Θ΄15).
(Μέτσοβο)