Από την Διονυσιακή λατρεία στις Αποκριές…

on .

 Δεν υπάρχουν στον κύκλο των ελληνικών εθίμων άλλα έθιμα με τέτοιο ξεφάντωμα όπως αυτά των Αποκριών. Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την προέλευσή τους μιας και αυτή χάνεται στα βάθη των αιώνων και συγκεκριμένα στην λατρεία του θεού Διόνυσου στην αρχαία Ελλάδα. Ο Διόνυσος ήταν προπάντων θεός του κρασιού. Όμως κατά τους πρώτους χρόνους η εξουσία του απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη φύση. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της

λατρείας του ήταν κάτι σαν εκστατικό παραλήρημα που κυρίευε τους πιστούς του, οι οποίοι μέσα στη μέθη τους συμμετείχαν και οι ίδιοι στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Διός. Οι δυο τεχνικές του Διονύσου ήταν το κρασί και ο χορός, σκοπός του δε ήταν η «κάθαρσις» με την ψυχολογική σημασία. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγούσε κατευθείαν στην «κάθαρση», δηλαδή: στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Κι ο Διόνυσος είναι ο «Ελευθέριος» και ο «Λύσιος» θεός.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως στην αρχαία κοινωνία οι γυναίκες ήταν αυστηρά περιορισμένες στην οικογενειακή τους ζωή, χωρίς πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες και οι Μαινάδες ή Βάκχες, οι παράφορες γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, φάνταζαν σαν όντα μυθικά. Με θύρσους και λαμπάδες ακολουθούσαν τον αόρατο θεό και οδηγό τους, ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους, χορεύοντας ξέφρενα και βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Μ΄ αυτό τον τρόπο, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία, γινόταν ο ποθητός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η ένωσή της με το θείο. Η Διονυσιακή έκσταση πραγμάτωνε την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας: «το εκτός εαυτού».
Τα αποσπάσματα από κορυφαίους συγγραφείς της αρχαιότητας θεωρώ τεκμηριώνουν στέρεα την προβαλλόμενη επιχειρηματολογία σύνδεσης της διονυσιακής λατρείας με τις αποκριές. Πιο συγκεκριμένα: Ο Ευριπίδης σημειώνει: «Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους». Την ίδια ιδέα εκφράζει κι ο Πλάτωνας, όταν γράφει: «όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει».
Ο Αριστοφάνης απευθυνόμενος στο θεό του κρασιού λέει «Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ’ εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν’ ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο «Εύιος, Εύιος». Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναρριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος». Ο Ηρόδοτος μάλιστα επισημειώνει πως οι Σκύθες κατηγορούσαν τους Έλληνες ότι αναγνώριζαν για θεό τον Διόνυσο, που έκανε τους ανθρώπους να μαίνονται: «Σκύθαι δὲ τοῦ βακχεύειν περὶ Ἕλλησι ὀνειδίζουσι’ οὐ γὰρ φασι εἰκὸς εἶναι θεὸν ἐξευρίσκειν τοῦτον ὅστις μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους» (Ηρόδοτος Δ, 79,3).
Τέλος, ο Σωκράτης δίνοντας μια άλλη διάσταση της έννοιας της μανίας ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη: «νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης. Τῆς δὲ θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικὴν, Μουσῶν δ’ αὖ ποιητικὴν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν». Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η μανία είναι «θείο δώρο» και αναφέρει τέσσερις τύπους «μανίας»: την προφητική, που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), την ποιητική (από τις Μούσες) και την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα).
Ο χριστιανισμός, αν και οικειοποιήθηκε τα σύμβολα του Διονύσου, όπως άλλωστε και πολλά άλλα παγανιστικά σύμβολα και παρότι τον χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο εχθρό του, δεν μπόρεσε ν΄ απαλλαγεί εύκολα απ΄ αυτόν κι ας είχε την πλήρη στήριξη της κρατικής εξουσίας. Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος στα τέλη του ΣΤ΄ μ,Χ. αι. ασχολείται μαζί του και απαγορεύει ρητά στους χριστιανούς να τον επικαλούνται, να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία και να παριστούν διονυσιακά δρώμενα. Τα έθιμα των αποκριών εκκινώντας από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες που ξεδιπλώνονταν στον ενιαύσιο κύκλο, με πιο ανθεκτικές αυτές των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο τον μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα, επιβίωσαν ως τις μέρες μας.
Και τούτο γιατί η φιλοσοφία τους, όπως συναντιέται σε μια πλειάδα τους και με αξιοθαύμαστη ποικιλία στις διάφορες γωνιές της χώρας μας, εστιάζεται στα μύχια ποθούμενα κάθε απλού (λαϊκού) ανθρώπου: στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου (όλοι συμφωνούμε για την «ασκήμια» του και την ανάγκη αλλαγής του), στην αμφισβήτηση της ιεραρχίας (αντίσταση στην αυθαιρεσία κάθε κοσμικής ή και υπερκόσμιας εξουσίας) και στην κατάργηση των καθιερωμένων ορίων (στα υποκριτικά «μη» και «πρέπει» και στους παντοίους καθωσπρεπισμούς).