Οι ψαράδες στα παλιά Γιάννινα…l

on .

 Είναι Καστρινός ο ψαράς της λίμνης μας στον οποίο αναφέρομαι σήμερα. Από παιδί ακόμα, αλλά και τώρα, παρά τα χρόνια του, συνεχίζει να ψαρεύει, από χόμπι πλέον. Παλιά τα εμπορευόταν τα ψάρια, γιατί είχε το καΐκι ενώ τώρα μόνο με το καλάμι ψαρεύει. Ο φίλος μου ο Λάμπρος, καστρινός κι αυτός, θυμάται, χαράματα την ώρα που σφιχταγκαλιάζονται το φως με το σκοτάδι, ακουγόταν το τρίξιμο της βαριάς ξύλινης εξώπορτας που άνοιγε ο ψαράς μας ντυμένος γερά με την τραγιάσκα του και τα σύνεργα του ψαρέματος.
Τους χειμερινούς μήνες το σκοτάδι ήταν πυκνό από την αντάρα και την καταχνιά που σηκωνόταν από την αχλή της λίμνης. Φορούσε, συνήθως τις στρατιωτικές αρβύλες, που τις κρατούσε από τη θητεία του στο στρατό και ακουγόταν στα σοκάκια να χτυπάνε τα καρφιά που είχαν οι σόλες τότε στα άρβυλα για να μην «σώνονται» εύκολα και γρήγορα. Στον ώμο κρεμασμένες και οι ψηλές μπότες, όπως των ταμπάκηδων εκεί δίπλα, για να μπαίνει στο νερό και να πιάνει τα ψάρια που του ξέφευγαν. Είχε μόνιμη θέση στην όχθη της λίμνης τώρα που άραξε το καΐκι, και όλοι το γνωρίζανε οι ερασιτέχνες ψαράδες και δεν την πιάνανε. Όλοι είχανε δολώματα συνήθως σκουλήκια και σβώλους από καλαμποκίσιο αλεύρι με κρόκο αβγού. Τότε εμείς οι παλιοί Γιαννιώτες καταναλώναμε λιμνήσια ψάρια παρά θαλασσινά, γιατί ήταν πιο φτηνά και γιατί όχι και πολύ νόστιμα.
Η καθεαυτό ψαραγορά των Γιαννίνων τότε ήταν στη Σκάλα, απέναντι από τα σημερινά «Ναυτάκια». Εκεί μαζεύονταν όλοι οι ψαράδες και εκθέτανε τα ψάρια τους σε πανέρια και τα διαφημίζανε διαλαλώντας: «εδώ ο καλός κυπρίνος, εδώ τα γλίνια». Τα κυριότερα ψάρια ήταν τα κυπρίνια, τα γλίνια, οι δρομίτσες, τα μαρίτσια, τα χέλια, οι τσίμες, οι καραβίδες. Πρώτα φτάνανε οι νησιώτες, που ήταν πιο κοντά από τους καμποχωρίτες Αδρομίστα (Λογγάδες) Κλαζιάδες (Δροσοχώρι) Μπρακμάδ (Καστρίτσα). Οι νησιώτες πέρα από τα ψάρια, πωλούσαν και φαλαρίδες που κυνηγούσανε στις καλαμιές του Νησιού.
Σήμερα αποφεύγουμε να καταναλώνουμε λιμνήσια ψάρια, γιατί άλλαξαν τα πράγματα. Η λίμνη παλιά αυτοκαθαριζόταν, βγάζοντας στις όχθες κάθε βρωμιά εκεί που υπήρχαν τα μποστάνια και γύρω – γύρω. Άλλωστε, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τόσα λύματα.
Όπως γράφει ο Θ. Νούσιας, η λίμνη ήταν καθαρή, γιατί οι «φωστήρες» της πόλης δεν την είχαν μετατρέψει σε πισίνα, δεν είχαν προχωρήσει στην εκβάθυνση και τον κριπηδότοιχο, ούτε στο τσιμέντωμα των πηγών και τα μπαζώματα. Και η αποξήρανση της Λαψίστας έπαιξε μεγάλο ρόλο. Το 1972 έγινε το έγκλημα με το φράγμα στο Στρούνι, στο Πέραμα, στο Μπλίτσι, στο Σεντενίκου και στο Κιόσκι. Σήμερα όλοι ρίχνουν κροκοδείλια δάκρυα και εμπαίζουν με το θέμα της λίμνης ενώ γνωρίζουμε ότι το υγρό στοιχείο είναι πηγή ζωής. Άλλη μια πονεμένη ιστορία και αυτή με τη λίμνη μας.
Εμένα αξέχαστα θα μου μείνουν πολλά σαββατοκύριακα που δεν είχαμε σχολείο και με το φίλο μου τον Λάμπρο περπατούσαμε στο Παραλίμνιο. Τα πρωινά ξεκινούσαμε από την προκυμαία στο Μώλο που ήταν λιθόκτιστη με την αποβάθρα που μας θυμίζει και το ρίξιμο του Σταυρού τα Φώτα, μέχρι το «12» και μέχρι τα σφαγεία. Άφθονη και χλοερή η πρασινάδα της ακτής της εξαπλώνονταν μέχρι τις καλαμιώνες, τις ιτιές και τα πλατάνια, που τώρα τα άφησαν στο έλεος – ΕΛΕΟΣ. Στα νερά της καθρεφτίζονται το Κάστρο από την μια και το επιβλητικό Μιτσικέλι, από την άλλη, λικνιζόμενα στα γαλαζοπράσινα κύματά της.
Θυμάμαι όμως και κάτι νύχτες φεγγαρόλουστες, όταν καταγλαΐζει στη λίμνη μας το φεγγάρι και λάμπει σαν ασημένιος δίσκος με ολόχρυσα ανταυγάσματα, λες και το σκάει από κάποιο εργαστήρι της Γιαννιώτικης αργυροχρυσοχοΐας. Πολλές φορές που είχε αεράκι βορεινό μας «χάιδευαν» τ’ αφτιά μας τα κύματα που πάφλαζαν και σαν να μετέφεραν τραγούδι μελωδικό:
Με του βοριά τα κύματα σου στέλνω χαιρετίσματα.
Θα σας θυμίσω και ψαράδες και ψαράδικα της πόλης, όπως επί της Αβέρωφ του Λιάσκα με το μόνιμο γαρύφαλλο στ’ αφτί, που αργότερα συνεταιρίστηκε με τον Γ. Βακάλη. Στην λιμνοπούλα θυμάμαι τον Οβρένοβιτς και μέσα στην πόλη τον Τάκη τον Ζάνια, τον Μελισόβα, τον Μαλτέζο και άλλους.
Πέρα από τα ψαράδικα ήταν και αυτοί που με παρτέρια ή με ποδήλατα και μηχανάκια τριγύριζαν στους μαχαλάδες της πόλης και πουλούσαν τα ψάρια.
Μου έλεγε κάποιος γνωστός μου από αυτούς: «εγώ δεν έχω ψαρέψει ποτέ, πλην όμως για να βγάλω το ψωμί μου έκανα ότι δουλειά έβρισκα. Έτσι λοιπόν όταν αγόρασα ένα παλιό μηχανάκι είπα να κάνω τον ψαρά στα χωριά. Περίμενα εκεί στην σκάλα ή χάζευα στα ταμπάκικα τον Σιούλα και τους άλλους να γδέρνουν ‘’τα τομάρια’’ μέχρι να με φωνάξουν οι ψαράδες και ότι ψάρια τους έμεναν τα έπαιρνα εγώ και ξεκινούσα για τα χωριά. Θυμάμαι μια φορά πήγα στην Μπάφρα, σταμάτησα κάπου κεντρικά και άρχισα να διαλαλώ τα ψάρια που είχα κυπρίνια, μαρίτσια, τσίμες, γλίνια. Όμως δεν πλησίαζε κανένας. Τότε έρχεται κάποιος και μου λέει δεν καταλαβαίνουν αυτά που φωνάζεις, να φωνάξεις ’’χαμψία’’. Αναρωτήθηκα έχει πλάκα να με κοροϊδεύει και το χαμψία να είναι μασκαρόλογα. Βάζω μπροστά το μηχανάκι για να είμαι έτοιμος να φύγω σε περίπτωση που η λέξη αυτή ήταν παλιοκουβέντα. Κι΄ όμως μόλις άκουσαν χαμψία άρχισαν οι γυναίκες να βγαίνουν από τα σπίτια και τις αυλές και πούλησα όλα τα ψάρια στην Μπάφρα.
Ωραίες ιστορίες από τα παλιά Γιάννινα που τις θυμόμαστε με νοσταλγία και αγάπη.
(Μέτσοβο)