Πανεπιστήμια και Περιφερειακή Ανάπτυξη…

on .

Ο ρόλος των Πανεπιστημίων στην ανάπτυξη των Περιφερειών, έχει αποτελέσει θέμα αρκετών συζητήσεων και μελετών τις τελευταίες δεκαετίες. Το γενικό συμπέρασμα αυτών είναι ότι, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, τα Πανεπιστήμια μπορούν να συμβάλουν πολύπλευρα και θετικά στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή των Περιφερειών.
Η εκπαίδευση αποτελεί βασικό στοιχείο για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη γιατί το ανθρώπινο δυναμικό ως

βασικός συντελεστής παραγωγής συμβάλει σε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο κοινωνικών παροχών. Επιπλέον, με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι τα Πανεπιστήμια επηρεάζουν θετικά την καινοτομία και τη τεχνολογική πρόοδο σε τοπικό επίπεδο, που με τη σειρά τους οδηγούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη διάχυση της νέας τεχνολογίας προς όφελος των πολιτών.
Αυτές οι πανεπιστημιακές δραστηριότητες, όπως συνοπτικά εκφράζονται μέσα από την επένδυση στην εκπαίδευση και το ανθρώπινο κεφάλαιο, αλλά και την παραγωγή γνώσης και έρευνας, ταιριάζουν απόλυτα με τις βασικές λειτουργίες της Περιφέρειας, όπως είναι η προώθηση της καινοτομίας, η πολιτιστική ανάπτυξη και η ενίσχυση της απασχόλησης και των ειδικοτήτων αιχμής. Κοινός τόπος επομένως αυτής της συνεργασίας μεταξύ των Πανεπιστημίων και των Περιφερειών είναι η δημιουργία σε τοπικό επίπεδο μια βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία θα στηρίζεται από τη μια πλευρά σε σταθερά οικονομικά συστήματα που θα διασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη, και από την άλλη σε ένα πλαίσιο που θα προωθεί την ευημερία του συνόλου του πληθυσμού, με απώτερο σκοπό την διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής.
Μέσα από αυτή την οικονομική και κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, με τη χρήση ευρωπαϊκών κονδυλίων, υπήρξε μαζική ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων και κυρίως τμημάτων ΤΕΙ, στη λογική «κάθε πόλη και ΑΕΙ» χωρίς ωστόσο κανέναν ακαδημαϊκό και επιστημονικό σχεδιασμό. Η τάση αυτή ενισχύθηκε από τις μικρότερες ή μεγαλύτερες πολιτικές πιέσεις εξωακαδημαϊκών θεσμικών παραγόντων. Μετά από 20 και πλέον έτη, μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι τόσο ακαδημαϊκά όσο και οικονομικά αυτή η «αναπτυξιακή» πολιτική απέτυχε παταγωδώς!
Τα πρώτα οικονομικά προβλήματα αυτής της αλόγιστης αύξησης των τμημάτων, άρχισαν να καταγράφονται κιόλας από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Καθώς τα περισσότερα τμήματα βασίζονταν στα ευρωπαϊκά κονδύλια για να λειτουργήσουν, όταν αυτά περιορίστηκαν έπρεπε να χρηματοδοτηθούν από εθνικούς πόρους, γεγονός που πίεσε τον κρατικό προϋπολογισμό και τους προϋπολογισμούς των Πανεπιστημίων. Όμως και ακαδημαϊκά αυτή η πολιτική δημιούργησε υπερβολές.
Σήμερα διαθέτουμε πληθώρα τμημάτων σε ίδια και συναφή γνωστικά αντικείμενα, με έλλειψη κατοχυρωμένων επαγγελματικών δικαιωμάτων για πολλές ειδικότητες. Διαθέτουμε απομονωμένα τμήματα σε μικρές επαρχιακές πόλεις, χωρίς τη ζητούμενη ποιότητα φοιτητικής ζωής και την επαρκή παρεχόμενη φοιτητική μέριμνα. Το γεγονός ότι όλο και λιγότεροι αποφοιτούν πλέον - με αποτέλεσμα οι «αιώνιοι» φοιτητές να έχουν ξεπεράσει τους ενεργούς- αποτελεί ανησυχητικό σημάδι σχετικά με την ποιότητα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Με αυτά τα ακαδημαϊκά και οικονομικά δεδομένα, η αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη, μέσω συγχωνεύσεων και μετακινήσεων τμημάτων, κρίνεται σήμερα επιβεβλημένη. Αυτή η αναδιάρθρωση, όπως προκύπτει από όλες τις εκθέσεις της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), πρέπει να στηρίζεται σε σταθερά και ποιοτικά θεμέλια με στόχο:
• Τη δημιουργία δυναμικών επιστημονικών μονάδων με διεθνές κύρος.
• Την ενίσχυση επαφών και συνεργασιών μεταξύ διδακτικού προσωπικού διαφορετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
• Τη δημιουργία λειτουργικότερων οργανωτικών δομών.
• Τη βέλτιστη αξιοποίηση υπηρετούντος ανθρώπινου δυναμικού και υπαρχουσών εκπαιδευτικών και ερευνητικών υποδομών.
• Την επίτευξη συστήματος με καλύτερη σχέση κόστους-οφέλους μέσω αξιοποίησης και εξοικονόμησης πόρων.
• Τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους φοιτητές.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συνεργασία μεταξύ Πανεπιστημίων, Περιφερειών και Δήμων, όχι μόνο πρέπει να συνεχιστεί, αλλά πρέπει να εντατικοποιηθεί κιόλας. Στις πόλεις με ισχυρή την εκπαιδευτική και ερευνητική παρουσία του Πανεπιστημίου, η συνεργασία πρέπει να αφορά στην προώθηση της καινοτομίας και της γνώσης, με στόχο την καλλιέργεια των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που θα επιφέρει βιώσιμη ανάπτυξη, με θετικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα.
Στις πόλεις όπου το Πανεπιστήμιο δεν έχει εκπαιδευτική και ερευνητική παρουσία, μπορούν να αναζητηθούν εναλλακτικές προσεγγίσεις, όπως η οργάνωση θερινών/χειμερινών μαθημάτων και εργαστηρίων εξειδίκευσης, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά αυτών των πόλεων, η οργάνωση διεθνών συνεδρίων, η ίδρυση στοχευμένων δομών συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης με γνώμονα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε περιοχής, όπως π.χ. τουριστικών επαγγελμάτων, αγροτικών εκμεταλλεύσεων κλπ.
Μετά από δέκα χρόνια βαθιάς οικονομικής κρίσης και δύο χρόνια μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης, καλά είναι να συμφωνήσουμε όλοι ότι, η πλήρης αξιοποίηση των παραγωγικών μας πόρων αποτελεί πρώτη εθνική προτεραιότητα. Οι εθνικοί και ευρωπαϊκοί πόροι, ανθρώπινοι και χρηματικοί, πρέπει να αξιοποιηθούν μακριά από την κακή προϊστορία της μικροπολιτικής στόχευσης, αλλά με κύριο γνώμονα την αναγκαιότητα ενός νέου παραγωγικού μοντέλου προς όφελος των νέων γενεών.