Η νύχτα – ορόσημο μεταξύ σκλαβιάς και ελευθερίας…

on .

Από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι το Φεβρουάριο του 1913 ο Ελληνικός στρατός πολεμούσε μέρα – νύχτα το φοβερά οχυρωμένο Μπιζάνι και δεν έπεφτε. Στα μέσα Φεβρουαρίου το Γενικό Επιτελείο στο χάνι Εμίν Αγά του Τερόβου αποφάσισε να οργανώσει τη μεγάλη και αποφασιστική επίθεση με το κατάλληλο σχέδιο. Έτσι, τη χαραυγή της 19-2-1913 άρχισε ο σφοδρός κανονιοβολισμός του Μπιζανίου και του αριστερού των Τούρκων (Αετοράχη). Μέχρι τα ξημερώματα της 20ης Φεβρουαρίου ρίχτηκαν περισσότερες από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) οβίδες, με αποτέλεσμα ο τουρκικός στρατός να έχει σοβαρές απώλειες.
Στις 7.30’ το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου οι Ελληνικές δυνάμεις, με τις λόγχες κυρίεψαν τα οχυρά της Μανωλιάσσας, της Μονής Τσούκας και του Αη Σάββα, για πρώτη δε φορά από τον αυχένα της Ολύτσικας ηχούσαν ξαφνικά τα πυρά των δύο ορειβατικών πυροβόλων, τα οποία είχαν ανεβάσει εκεί στη διάρκεια της νύχτας γυναίκες από τα Τσερίτσιανα.
Πανικόβλητα τα τουρκικά στρατεύματα υποχώρησαν στην πεδιάδα των Ιωαννίνων, χωρίς να κατορθώσουν να ανασυνταχθούν στο χωριό Ραψίστα (σημερινή Πεδινή). Στο μεταξύ τα πυκνά πυρά του ελληνικού πυροβολικού παράσυραν σε φυγή και τη δύναμη του Στρατηγείου του Εσσάτ πασά, η οποία βρισκότανε στο χωριό Άγιος Ιωάννης μισή ώρα έξω από τα Γιάννενα. Τότε μεγαλούργησε το Τάγμα Ευζώνων με διοικητή τον Ιωάννη Βελισσαρίου. Η εντολή που είχε ο Βελισσαρίου ήταν: Να σταματήσει στη Ραψίστα (σημ. Πεδινή). Αυτός συνέχισε την προέλαση μέχρι τη σημερινή Ανατολή, έκοψε τα τηλέφωνα Μπιζανίου – Ιωαννίνων και συνέλαβε αιχμαλώτους τους Τούρκους που υποχωρούσαν προς τα Γιάννενα.
Στις 11 το βράδυ ερχόταν με λευκή σημαία μία άμαξα από τα Γιάννενα. Επέβαιναν δύο Τούρκοι αξιωματικοί και ο επίσκοπος Δωδώνης (Μητροπολιτικός Επίτροπος), οι οποίοι έφεραν έγγραφο των Προξένων Ρωσίας, Αυστρίας, Ρουμανίας και Γαλλίας. Τους το είχε ζητήσει ο Εσσάτ Πασάς να μεσολαβήσουν για την παράδοση των Ιωαννίνων. Το έγγραφο απευθύνονταν στο Διάδοχο – Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο:
Υψηλότατε,
«Ημείς οι υπογεγραμμένοι πρόξενοι, υποβάλλομεν μετά σεβασμού εις την Υμετέραν Υψηλότητα τα εξής:
Ο διοικητής των αυτοκρατορικών στρατευμάτων Εξοχώτατος Εσσάτ Πασάς, όπως αποφύγη την άσκοπον αιματοχυσίαν, μας επεφόρτισεν όπως παρέμβωμεν και διευκολύνωμεν την παράδοσιν της πόλεως. Παρακαλούμεν όθεν όπως διατάξητε να παύσουν αι εχθροπραξίαι. Ανάλογοι διαταγαί εδόθησαν υπό του Εσσάτ.
Οι υπογεγραμμένοι θα ήσαν ιδιαιτέρως ευγνώμονες, εάν εγνώριζεν ημίν η Υψηλότης σας διά μέσω κηρύκων τας αποφάσεις της.
Έπονται αι υπογραφαί των προξένων.
Οι απεσταλμένοι παραλήφτηκαν με αυτοκίνητο και με τη συνοδεία του υπίλαρχου Στάικου, μεταφέρθηκαν στο Στρατηγείο Εμίν Αγά την 3ην πρωινήν ώραν.
Ο Διάδοχος απάντησε με την ίδια αποστολή στον Εσσάτ. Εδήλωσε, ότι δέχεται την παράδοση υπό τον όρο τα τουρκικά στρατεύματα με λευκή σημαία να παραδίδονται στα Ελληνικά καθώς θα προχωρούν.
Στο μεταξύ η πόλη βρισκόταν ανάστατη και έντρομη. Οι φυγάδες Αλβανοί και Τούρκοι στρατιώτες, χωρίς καμιά σκιά εξουσίας ευρισκόμενοι, ρίχτηκαν σαν άγρια ακρίδα στην πόλη, λεηλατώντας την αγορά, σπάζοντας πόρτες καταστημάτων και ληστεύοντας σαν βάνδαλοι.
Όλοι αυτοί πυρπόλησαν ολόκληρο το τετράγωνο κοντά στη Μητρόπολη και οι τεράστιες φλόγες με την απαίσια λάμψη τους φώτιζαν το τελευταίο κακούργημά τους στην πόλη των Ιωαννίνων. Απαίσιοι πυροβολισμοί, θόρυβοι, πανδαιμόνιο και χτύποι τσεκουριών και ροπάλων, αλλά και με κοντάκια όπλων, αναστάτωναν όλη την αγορά.
Αλλά και οι συνοικίες βρέθηκαν στην ίδια κρίσιμη στιγμή εμπρησμού. Κατά δεκάδες ολόκληρα τάγματα διαλυμένα με δάδες αναμμένες προσπαθούσαν να πυρπολήσουν τα σπίτια. Η συνοικία κοντά στο Άλσος (τότε μνήματα), από όπου περνάει η λεωφόρος, από την οποία έφευγε προς το Λυκόστομο ο υποχωρών στρατός, κινδύνευσαν σοβαρά ολόκληρες ώρες.
Στρατιώτες με αναμμένους δαυλούς, προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά. Άνδρες και γυναίκες, άγρυπνοι πίσω από τα παράθυρα, ευρισκόμενοι σε μεγάλη απόγνωση, με κραυγές και φωνές, κάπου – κάπου με πυροβολισμούς, τους απέτρεπαν. Ευτυχώς, ο παραλυμένος στρατός καίτοι στην τελευταία κακουργία βρισκόμενος, ούτε κανένα θάρρος, ούτε καμία δύναμη είχε. Και οι κραυγές των γυναικών και οι φωνές των ανδρών έτρεπαν σε φυγή όλο αυτό το ρέμπελο ασκέρι και συνεχώς έφευγε γρήγορα χωρίς σταματημό.
Και ακούγονταν τότε οι φωνές γυναικών από ψηλά πίσω από τα ημίκλειστα παράθυρα: «Στα γκρεμοτσακίσματα παλιόσκυλα! Στην κατάρα του Θεού φονιάδες»…
Η αγορά, όμως, κινδύνευε πολύ από λεηλασία και πυρκαγιά. Τα τουρκαλβανικά στίφη, οργίαζαν κατά αμέτρητες εκατοντάδες. Μερικοί γενναιότεροι, που ήθελαν να βγουν για να προστατεύσουν τα καταστήματά τους με κίνδυνο της ζωής τους εμποδίζονταν από τις σπαρακτικές κραυγές των οικογενειών τους γιατί ήταν μεγάλος ο κίνδυνος.
Και τότε, την κρίσιμη εκείνη στιγμή, ο συμπαθέστατος στους Γιαννιώτες υποπρόξενος της Γαλλίας Ντυσσάπ μαζί με την ευγενέστατη κυρία του και τον διερμηνέα του Γαλλικού Προξενείου Ιωάννη Λάππα αποτόλμησαν να φανούν, στο κέντρο της λεηλασίας.
Ένας Αλβανός άρπαξε το επώμιον της κυρίας από τα χέρια του συνοδού φύλακα. Ο ευγενής, όμως, πρόξενος σπρώχνοντας, απειλώντας, νουθετώντας, παραμερίζοντας κατόρθωσε πολλά.
Ο θυρωρός του Ρωσικού Προξενείου Παναγιώτης Καλλίγερος με το περίστροφο στα χέρια, ραπίζοντας, πυροβολώντας, αναποδογυρίζοντας τους αποκτηνοθέντες και αφιλότιμους εμπρηστές τους απωθούσε σαν αγέλη ζώων κατά δεκάδες, κλωτσώντας τους στα οπίσθια και με το αριστερό χέρι με μαστίγιο κατόρθωσε να ανακόψει τη λύσσα τους.
Στο μεταξύ ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος όρισε διοικητή των Ιωαννίνων για να τηρηθεί η τάξη τις ώρες εκείνες, τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Σούτσο, ο οποίος μαζί με το Στάικο και το Μελά και το ιππικό τους το πρωί της 21 Φεβρουαρίου μπήκαν πρώτοι στα Γιάννινα.
Συγχρόνως με το ιππικό μπήκαν στην πόλη και ανταρτικά σώματα. Η ηλιοκαμένη και γενειοφόρος όψη τους ενθουσίαζε το πλήθος. Πρώτη τους φροντίδα ήταν το άνοιγμα των φυλακών.
Το ιππικό και οι αντάρτες και το πλήθος έφθασαν μπροστά στις φυλακές. Το τι έγινε τότε εκείνη την ώρα δεν περιγράφεται. Η τουρκική χωροφυλακή, η οποία τη νύχτα δραπέτευσε, διπλοκλείδωσε την απαίσια εξώπορτα. Μόνον μπροστά στον πλάτανο των φυλακών, ένας Τούρκος ανθυπολοχαγός και δύο λοχίες περίμεναν να παραδώσουν τις φυλακές στους Έλληνες…
Οι έγκλειστοι ζούσαν στιγμές χαράς και αγωνίας. Είδαν λευκή σημαία στο φρούριο και Τουρκάλες με μπαούλα να φεύγουν, ζούσαν στην πιο αμφίβολη χαρά και αοριστία. Η πόλη φλέγονταν από πυροβολισμούς χαράς. Όλη η φυλακή σείονταν. Κατάκοιτοι ασθενείς σηκώνονταν, με όση δύναμη είχαν και ζητοκραύγαζαν. Ετοιμοθάνατοι που ψυχορραγούσαν μέχρι χθες αναζούσαν, εσήκωναν τις μαύρες ψάθες και ζητωκραύγαζαν.
Επιτέλους η απαίσια κλειστή θύρα ανοίγεται, οι ελευθερωτές ανασύρουν τους σιδερένιους μοχλούς. Η άγρια φυλακή του Αλή Πασά, αντηχεί από πλατύστηθες ζητωκραυγές. Γλυκό φως ελευθερίας χύνεται από τα παράθυρα που άνοιξαν, οι ιππείς και οι αντάρτες, φάνταζαν σαν άγγελοι ελευθερωτές για τους δυστυχείς εγκάθειρκτους, οι οποίοι συνωθούνταν ασφυκτικά μπροστά στην εξώθυρα ζητώντας όλοι να βγουν με μιας έξω και ζητωκραυγάζοντας μεθυσμένα.
Ανάμεσά τους και ο διευθυντής της εφημερίδας «Ήπειρος» Γεώργιος Χατζής – Πελλερέν. Πέντε μήνες σε κείνο το ανθυγιεινό μπουντρούμι είχε γίνει ετοιμοθάνατος.
Κατάκοιτος με πυρετό, ασκεπής τυλιγμένος σε μια πελώρια γούνα, σωστή μορφή Λαζάρου που έβγαινε από τον τάφο, έτσι φάνηκε στην είσοδο υποβασταζόμενος από τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας Κούτσικο, ο οποίος μπήκε μέσα και τον σήκωσε, διότι ήταν σε άσχημη κατάσταση…
Την παραμονή της μεγάλης ημέρας έγραψε ένα ποίημα ακούγοντας το κανόνι που χτυπούσε το Μπιζάνι. Η πρώτη στροφή είναι: Τέτοιο γλυκό τραγούδημα από καμμιά φλογέρα ποτές έτσι δεν γλύκανε ανθρώπων την καρδιά, όπως απόψε η τρομερή που σχίζει τον αέρα ολόγυρα στα Γιάννινα η αγριοκανονιά! Γλυκό κανόνι νάξερες πόσο γλυκειά η λαλιά σου!..