Οπαδική βία: Η ανατομία ενός ανησυχητικού φαινομένου...

on .

«Μη, σας παρακαλώ, με χτυπάτε άλλο...». Τα τελευταία λόγια του 19χρονου Άλκη, φίλου του Άρη Θεσσαλονίκης, εκλιπαρώντας τούς -ωσεί ζουλού- επιτιθέμενους, οπαδούς αντίπαλης ομάδας να πάψουν να τον χτυπούν, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή από το μαχαίρι- δρεπάνι τους, ηχούν ως ένας εφιάλτης στ’ αυτιά κάθε γονιού. Κάθε γονιού που με τόσους κόπους, τόσες στερήσεις και θυσίες, τόσες αγωνίες, έφτασε το παιδί του σ’ αυτή την ηλικία.
«Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την πρόσφατη δολοφονία του δεκαεννιάχρονου ως μία αυτοτελή και μεμονωμένη υπόθεση”, θα σημειώσει η κ. Σοφία Βιδάλη, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Παν/μιο (Αυγή, 7-2-022). Και θα συνεχίσει: “Ούτε, βέβαια, ως ένα αμιγώς ποδοσφαιρικό φαινόμενο. Από πολύ καιρό τώρα γινόμαστε μάρτυρες γεγονότων και περιστατικών που, αν και διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν μια κοινή συνισταμένη: αφορούν τη νεολαία και ειδικά εκείνα τα αγόρια και κορίτσια που σε βάρος τους διαπράττονται συστηματικά (αν και ασύνδετα μεταξύ τους) εγκλήματα βίας, είτε από τους μεγάλους αφανώς είτε από συνομήλικους εμφανώς και μη. Από την συχνά έκνομη αστυνομική βία μέχρι τα σεξουαλικά εγκλήματα, τα εγκλήματα εκφοβισμού και βίας στον δρόμο και στο σχολείο, οι νέοι θυματοποιούνται συστηματικά”. Είναι προφανές ότι η ποδοσφαιρική βία, την οποία χρόνια τώρα εκτρέφουν οι ποικιλώνυμοι Σύνδεσμοι των ΠΑΕ με την -τουλάχιστον- ανοχή των Προέδρων των ομάδων και ισχυρών οικονομικών παραγόντων, χρησιμοποιείται από το σύστημα ως “αμορτισέρ”, ως μηχανισμός δηλαδή απορρόφησης, της κοινωνικής οργής.
Πρόκειται για μια κοινωνία σε πολλαπλή και βαθιά κρίση -ηθική, πνευματική, πολιτική, οικονομική- που έχει καταστήσει τη βία κύριο συστατικό της, αναγάγοντάς την σε μέσο κοινωνικοποίησης. Μια κοινωνία της εκμετάλλευσης σε βαθμό «ανθρωποφαγίας» και της αδικίας, του κομματισμού και του «ημετερισμού», της αναξιοκρατίας και της μετριοκρατίας. Μια υποκριτική κοινωνία που με τη σοβαροφάνεια και τη σεμνοφάνεια ως κύρια γνωρίσματά της, ανέχεται ένα συνολικό σύστημα αποπολιτισμού, δημόσιου κουτσομπολιού και κακογουστιάς που αναπαράγεται -πρωί, μεσημέρι και βράδυ- από την τηλεόραση και τα social media. Σε αυτόν το κόσμο της οιωνεί ζούγκλας, βαθιά διεφθαρμένο, καλούμε τη νεολαία να προσαρμοστεί και αυτή φυσικά... ανταποκρίνεται.
Τα περιστατικά αυτά, πλέον, δεν εκπλήσσουν κι αυτό είναι το περισσότερο ανησυχητικό. Τείνουμε να συνηθίσουμε τη βία, με τον κίνδυνο μιθριδατισμού σ΄ αυτή να ελλοχεύει επικίνδυνα. Τη βία, λοιπόν και τον οπαδισμό –ποδοσφαιρικό, πολιτικό, θρησκευτικό- διδάσκονται οι νέοι μας, στην οικογένεια, στην τηλεόραση, στην κοινωνία, και ανάλογα συμπεριφέρονται. Όταν σπέρνεις ανέμους, είναι επόμενο να θερίζεις θύελλες. Όσο απουσιάζει μια σοβαρή πολιτική για τη νεολαία συνολικά: τη μαθητιώσα, τη σπουδάζουσα, την εργαζόμενη και την άνεργη, τη θυματοποιημένη από τις τάσεις της εποχής και την πραγματικά θυματοποιημένη από το έγκλημα∙ όσο τα μιντιακά μέσα –γραπτά και ηλεκτρονικά- με εμφανή στόχευση τον αποπροσανατολισμό, οπαδίζουν φανατίζοντας (ρίξτε μια ματιά στα πρωτοσέλιδα των οπαδικών φύλλων και θα το διαπιστώσετε: ομάδες «θρησκείες», «θεοί» ποδοσφαιριστές, αγώνες «πόλεμοι», «μάχες» κ.τ.ό)∙ όσο ο καταναλωτισμός και η ευδαιμονοθηρία εξορίζουν από τη ζωή των νέων τις πνευματικές και ηθικές αξίες, τόσο αυτοί θα στρέφονται σε συμπεριφορές κοινωνικού μίσους και αυτοκαταστροφής, πέφτοντας σαν «ώριμο φρούτο» στην αγκαλιά ακραίων ιδεολογιών. Χωρίς ηθική και πνευματική αρματωσιά, εύκολα θα γίνονται οι «στρατοί» των διάφορων ποδοσφαιροπαραγόντων.
Έτσι, ούτε η αυστηροποίηση των ποινών σε περιπτώσεις οπαδικής βίας (μη δυνατότητα εξαγοράς τους, κατάργηση του «ιδιώνυμου»), ούτε η εξαγγελία από την Πολιτεία –για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια- παρεμφερών μέτρων (νόμιμη λειτουργία των Συνδέσμων, ενδελεχής έλεγχος των μελών τους), παρότι απαραίτητα, είναι από μόνα τους ικανά να εξαλείψουν το φαινόμενο. Αναγκαίο γι΄ αυτό είναι να στραφεί η προσοχή όλων μας στην προσπάθεια ανακοπής της διαδικασίας αποπολιτισμού και κοινωνικού μίσους, στην οποία υποβάλλονται οι νέοι μας, αποδεσμεύοντας όλο τον πλούτο, τη φαντασία και τη χαρά, την αγωνιστικότητα και τη μαχητικότητα που οι νέοι εξ ορισμού έχουν να δώσουν, μέσα από τη δημιουργία, τον πολιτισμό, την τέχνη και τα γράμματα γενικά.
Να διαπαιδαγωγήσουμε τους νέους μας -κι εδώ ο ρόλος των φορέων αγωγής: οικογένειας, σχολείου, Εκκλησίας Μ.Μ.Ε είναι αποφασιστικός- στην ιδέα του ενεργού και υπεύθυνου πολίτη, όπως τον προσδιόρισε ο Θουκυδίδης («τον τε μηδέν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾽ ἀχρεῖον νομίζομεν.»), με την φροντίδα για την δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους μέσω της δημιουργίας λαϊκών πολιτιστικών κέντρων και βιβλιοθηκών, με νέους όρους λειτουργίας του επαγγελματικού και ψυχαγωγικού αθλητισμού και την επανα-ανακάλυψη της μουσικής και της τέχνης συνολικά: «δηλαδή την υπέρβαση της κλειστοφοβικής εσωστρεφούς προσκόλλησης σε μια οθόνη», που διευκολύνει τον αποπολιτισμό και την «υπηκοοποίησή» τους, σταθερές στοχεύσεις του κυρίαρχου συστήματος. Μόνο αυτά μπορούν να αλλάξουν το τοπίο και τη γενιά που τώρα μεγαλώνει και θα είναι η πλέον ουσιαστική απάντηση στη δολοφονία.
Η δολοφονία του Άλκη Καμπανού μάς θυμίζει την ύπαρξη μιας «άλλης» -θυματοποιημένης και αυτής- νεολαίας, που ζει άλλα αδιέξοδα από αυτά που νομίζουμε: των πολλαπλών προβλημάτων από τη διάλυση της οικογένειας, της ανεπάρκειας του σχολείου ως φορέα αγωγής και της αναπόφευκτης ως εκ τούτου απουσίας ποιοτικών ενδιαφερόντων και υψηλών στόχων, της συστηματικής δολοφονίας των ονείρων της, της απογοήτευσης από τη διαφθορά και την απαξίωση μεγάλου τμήματος του πολιτικού προσωπικού, της απόγνωσης από τον εφιάλτη της ανεργίας, του κοινωνικού εξοστρακισμού και της περιθωριοποίησης. Οφείλουμε να σκύψουμε πάνω της με αγάπη και πραγματικό ενδιαφέρον και όχι με τιμωρητικές - εξοντωτικές διαθέσεις. Προς το παρόν, η δολοφονία του -όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις- απλά αλλάζει την ατζέντα τής ούτως ή άλλως «φορτωμένης» επικαιρότητας, για να ξεχαστεί όταν παρέλθει ο αδηφάγος χρόνος της και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να μιλάμε πάλι για τα ίδια, επιβεβαιώνοντας το στίχο του γνωστού τραγουδιού: «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΣΑΣ