Ο Χρήστος Σαρτζετάκης...

on .

Η Πολιτειακή και Πολιτική Ηγεσία της χώρας προέπεμψε τις προάλλες στην τελευταία του κατοικία, με τις καθιερωμένες τιμές που αποδίδονται στους πρώτους πολίτες της Χώρας, τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης έγινε γνωστός, όχι μόνο πανελλήνια αλλά και διεθνώς, ως δικαστής που σύνδεσε το όνομά του με την πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του Λαμπράκη. Η δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς και ειρηνιστή Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάιοτου 1963, συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Πρώτος που ένιωσε αυτόν το συγκλονισμό ήταν ο τότε -και επί οκταετίαν- πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής ο οποίος, μόλις την πληροφορήθηκε, έξαλλος από οργή, δήλωσε: «Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Και κυβερνήτης, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ήταν αυτός, όμως το Κράτος, όπως επιβεβαιώθηκε από τη δολοφονία του Λαμπράκη, το κυβερνούσε το Παρακράτος.
Η υπόθεση της ανάκρισης αυτής της πολύκροτης υπόθεσης ανατέθηκε στο νεαρό ανακριτή Σαρτζετάκη. Κατά καλή του τύχη τρεις μήνες μετά τη δολοφονία μετατέθηκε από την Εισαγγελία της Πάτρας και ανέλαβε προϊστάμενος Εισαγγελίας Θεσσαλονίκης και μαζί και την υπόθεση της δολοφονίας ο έμπειρος εισαγγελέας Στυλιανός Μπούτης. Ανακριτής και εισαγγελέας, πιστοί τηρητές του νόμου και άτεγκτοι υπερασπιστές του δικαίου, συνεργάστηκαν αρμονικά και αγνόησαν τις ποικίλες παρεμβάσεις της τότε πολιτικής ηγεσίας και της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου της οποίας προίστατο ο μετέπειτα πρώτος πρωθυπουργός της χούντας, ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Και δίπλα στις παρεμβάσεις, οι απειλές των οργάνων του παρακράτους. Παρεμβάσεις και απειλές που άφησαν αδιάφορους τον εισαγγελέα και τον ανακριτή, οι οποίοι, εν ονόματι του δικαίου, έστειλαν στο εδώλιο των κατηγορουμένων τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας και τίμησαν τον εαυτό τους και τη Δικαιοσύνη την οποία είχαν ορκιστεί να υπηρετήσουν. Ήρθαν, στη συνέχεια, ο Βασιλικός και ο Γαβράς, ο πρώτος με το βιβλίο «Ζ», ο δεύτερος με την ομώνυμη ταινία, που κατέστησαν το όνομα του ανακριτή Σαρτζετάκη γνωστό σε όλον τον κόσμο.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι, λίγο πολύ, γνωστά. Ο Σαρτζετάκης συνελήφθη και ταλαιπωρήθηκε από τη χούντα. Ο Μπούτης είχε στο μεταξύ πεθάνει. Αυτά τα δυο γεγονότα έκαναν τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου το 1985, να επιλέξει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας το Χρήστο Σαρτζετάκη.
Η εκλογή του από τη Βουλή των Ελλήνων συνοδεύτηκε από κάποια σχόλια σχετικά με τα έγχρωμα ψηφοδέλτια και την αμφισβήτηση της ψήφου του Προέδρου της Βουλής Γιάννη Αλευρά που ασκούσε τότε και τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Πολλή συζήτηση και αρκετός θόρυβος προκλήθηκαν λίγο χρόνο μετά την εκλογή του με την αμφίσημη φράση του «είμεθα Έθνος ανάδελφον». Από ορισμένους αντιμετωπίστηκε με πικρόχολα σχόλια στα οποία απάντησε ο ίδιος υποστηρίζοντας πως φυλετικά και πολιτιστικά διαφέρουμε από τα άλλα έθνη τα οποία μάλιστα κατά καιρούς τα βρήκαμε απέναντί μας και γι’ αυτό χρειάζεται εθνική ομοψυχία προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας χωρίς να περιμένουμε βοήθεια από τους ξένους.
Την ίδια εποχή βρέθηκε και διανυκτέρευσε στα Γιάννινα, προκειμένου να συμμετάσχει στις γιορτές του Σουλίου. Του παραθέσαμε, σε στενό δημοτικό κύκλο, τιμητικό δείπνο, κατά το οποίο συζητήσαμε και την υπόθεση της δολοφονίας του Λαμπράκη και μας εξιστόρησε τα προβλήματα που συνάντησε ως ανακριτής κατά την εξιχνίαση της υπόθεσης. Έδειξε κατά τη συζήτηση ότι, παρά την όποια τυπολατρία του, ήταν αυστηρά προσηλωμένος στην ιδέα του δικαίου, την ίδια δε γραμμή ακολούθησε και ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά την ταραγμένη εκείνη εποχή.
Είναι γεγονός ότι και μετά την αποχώρησή του από την Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν ενεργό πρόσωπο, αρθρογραφούσε, έγραφε βιβλία, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισε το βιβλίο του με τίτλο «Επιτελών το Καθήκον μου», το οποίο μάλιστα πρόσφατα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Τα θυμήθηκα αυτά, με αφορμή τον πρόσφατο θάνατό του και σε σύγκριση με τους επόμενους τρεις Προέδρους της Δημοκρατίας. Είχα την ατυχία να τους γνωρίσω και τους τρεις, στα πλαίσια του αγώνα που διεξάγουμε επί χρόνια, για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και της νομιμότητας σε ό,τι αφορά τα άλλοτε πλούσια και σήμερα χρεοκοπημένα Εθνικά Κληροδοτήματα των Ιωαννίνων. Μιλάω για το Στεφανόπουλο, τον Παπούλια και τον Παυλόπουλο. Με βάση το άρθρο 33 του Συντάγματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν αναλάβει τα καθήκοντα, δίνει τον ακόλουθο όρκο «Ορκίζομαι να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση...».
Σκεφθήκαμε, λοιπόν, πως, με βάση το παραπάνω άρθρο, που τους επιβάλλει με όρκο να είναι τηρητές του Συντάγματος, θα θελήσουν, αφού ενημερωθούν, να ζητήσουν από την αντισυνταγματικώς δρώσαν και προκλητικώς παρανομούσαν πολιτικήν ηγεσίαν να πράξει το πιο απλό και αυτονόητο για μια στοιχειωδώς συντεταγμένη Πολιτεία: Να ζητήσουν να εφαρμοστεί και στα Γιάννινα το Σύνταγμα και οι νόμοι που συμφωνούν με αυτό, συνεπείς άλλωστε προς τον όρκο που είχαν δώσει.
Με αυτό το σκεπτικό υποβάλαμε και στους τρεις σχετικά υπομνήματα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα αποδεικτικά στοιχεία και ζητήσαμε την παρέμβασή τους. Ο Στεφανόπουλος μας συνέστησε να πάμε στα δικαστήρια, ενώ το θέμα ήταν δικαστικά λυμένο με τελεσίδικη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, ο Παπούλιας δεν μας απάντησε, όπως και ο Παυλόπουλος τον οποίο επισκεφθήκαμε στο Προεδρικό Μέγαρο, συζητήσαμε το θέμα το οποίο μάλιστα γνώριζε από τότε που ήταν βουλευτής και ήταν ο συντάκτης του πορίσματος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με το οποίο ζητήθηκε η κατάργηση αυτού του καθεστώτος. Του υποβάλαμε δε και δεύτερο υπόμνημα, μετά τη συνάντηση, αλλά απάντηση δεν πήραμε. Ακολούθησαν και οι τρεις τη γνωστή και καταδικασμένη από το Λαό μας τακτική της εξουσίας «μη θίγετε τα κακώς έχοντα». Για το λόγο αυτό βρισκόμαστε επί χρόνια σ’ αυτό το αδιέξοδο. Το τραγικό δε και με τους τρεις είναι ότι είχαν παρευρεθεί στα «Ελευθέρια» της πόλης των Ιωαννίνων και συνεόρταζαν με τους εδώ παροικούντες, ενώ ήξεραν ότι στην πόλη μας ισχύει ακόμα καθεστώς χειρότερο και από αυτό της τουρκοκρατίας.
Αυτά σκεφτόμουνα τις προάλλες, με αφορμή το θάνατο του Σαρτζετάκη, ο οποίος κινδύνευσε και τη ζωή του προκειμένου να αποδώσει δικαιοσύνη και ταλαιπωρήθηκε από τη χούντα. Όσον δε αφορά τους τρεις προαναφερόμενους διαδόχους του Προέδρους της Δημοκρατίας, στο νου μου, συνειρμικά ήρθε ο γνωστός -σε πολλούς- Αισώπειος μύθος, που καταλήγει στο επιμύθιο με τη φράση: «Ούτε ότε ήλθες έγνων, ούτε, εάν απέλθης γνώσομαι».
Βέβαια, ο Σαρτζετάκης είχε στο πλευρό του και έναν άλλο εντιμότατο και άτεγκτο εκπρόσωπο της δικαιοσύνης, το συμπατριώτη μας εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη, με τον οποίο συνδιαχειρίστηκε την υπόθεση Λαμπράκη, αλλά αυτός έμεινε αγνοημένος και παραμένει και σήμερα άγνωστος στους πολλούς, γι’ αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο σημείωμα.