Όταν σωριάστηκαν τέσσερα Ζαγορίσια «αγκωνάρια»…

on .

 Φεύγοντας το 2021, με τις μεγάλες συμφορές των δύο τελευταίων χρόνων που διέλυσαν οικογένειες και κοινωνία μέσα στη θύελλα της πανδημίας, σωριάστηκαν τέσσερα εκατόχρονα «αγκωνάρια», καθώς έφυγαν από τη ζωή ο ένας πίσω από τον άλλο σπουδαίοι Ζαγορίσιοι, ίσως από τους τελευταίους της γενιάς τους, που άφησαν με τη ζωή και το έργο, στο πέρασμά τους ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στο Ζαγόρι μας. Το Ζαγόρι που λάτρεψαν και πόνεσαν και βοήθησαν όσο κι όπως ο καθένας μπορούσε, για να το παραδώσουν έτσι μοναδικό κι

ανέγγιχτο στις επόμενες γενιές.
Πρώτος ο Διλοφιώτης γιατρός Γιώργος Τριανταφυλλίδης, τον ακολούθησε ο Κατωσουδενιώτης γεωπόνος με την πλούσια κοινωνική προσφορά Ξενοφώντας Κοντούρης, κατόπι ο Παπιγκιώτης Ιωάννης Παπαϊωάννου ο συμβολαιογράφος και ιστορικός και τελευταίος ο Τσερβαριώτης Μενέλαος Κικόπουλος ο φιλόλογος και ιστορικός. Έφυγαν κι άφησαν φτωχότερο το Ζαγόρι.
Είχα την τύχη να τους ζήσω και να τους γνωρίσω και τους τέσσερις.
Τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη, το Διλοφιώτη γιατρό και φίλο μια ζωή.
Τον Ξενοφώντα Κοντούρη, τον «κύριο Φώντα» τον ευπατρίδη, τον αξέχαστο αρχοντάνθρωπο, με την Ολύμπια μεγαλοπρέπεια στο λόγο του, τους εκλεπτυσμένους τρόπους, την πηγαία ευγένεια και καλοσύνη, την γλύκα και την τρυφεράδα της φωνής του στο τραγούδι, τέλειο ζευγάρι με την Μίνα του.
Αξέχαστες οι γιορτές στο σπίτι τους, εκλεκτοί οικοδεσπότες με το γάργαρο γέλιο της Μίνας να καθοδηγεί τον μεγαλόπρεπο καβαλιέρο της, ακόμα και μασκαρεμένοι τις Αποκριές.
Τότε που με το αετίσιο βλέμμα του, την τεκμηριωμένη άποψη και τον αδιαμφισβήτητο πατριωτισμό του, έκανε το «Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών» φωλιά και στέγη των κατατρεγμένων κι έγινε ο ίδιος κατατρεγμένος.
Ένας Ζαγορίσιος στο τιμόνι του Βορειοηπειρωτικού, που συμφωνούσαν όλοι με τη γνώμη του και παραμέριζαν γιατί υπήρξε ΑΚΕΡΑΙΟΣ. Απλός, καταδεκτικός φίλος, έβρισκε λύση σε κάθε πρόβλημα. Ήταν το αποκούμπι.
Τώρα από ψηλά με τη Μίνα του συνεχίζουν να αποτελούν παράδειγμα για τις ζωές όλων όσων έζησαν κοντά τους. Ακριβέ φίλε, αξέχαστε!
Τι να πρωτογράψω εγώ για τον πολυσέβαστο κ. Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Παπιγκιώτη συμβολαιογράφο της Κόνιτσας, που με την επαγγελματική του ειδικότητα και την άδολη συνείδησή του δεν άφησε τίποτε που να μη γράψει. Ασταμάτητη η γραφίδα του γύρω από το Πάπιγκο, τη ζωή, την ιστορία, τους ανθρώπους του, τους άσημους και τους μεγάλους και ξακουστούς, τους αγίους και τις εκκλησιές του, εκεί που ο πόνος για τον τόπο του γινόταν λύτρωση.
Άνθρωπος θρησκευόμενος, της προσφοράς, της σεμνότητας, του φιλότιμου, ήσυχος, ήρεμος, γελαστός, άνθρωπος που θα τον προσπερνούσες χωρίς να του δώσεις σημασία αν δεν ήξερες ποιος είναι, μια μειλίχια μορφή!
Άμετρη η αγάπη του για το Ζαγόρι. Το πονούσε, το νοιαζόταν, τον απασχολούσε το μέλλον του.
Ήξερε να σε αφοπλίζει από την πρώτη στιγμή με την ευγένεια, την καλοσύνη, το χαμόγελό του.
Ήξερε να σε ακούει προσεκτικά και με ενδιαφέρον, να σε συμβουλεύει, να σου δίνει αξία και θάρρος να σε τιμά με το λόγο του.
Πόσα αλήθεια δεν του οφείλω! Κάθε συνάντηση ήταν μάθημα. Υπήρξε για μένα ένας δάσκαλος, ένας πατριδολάτρης οδηγός.
Κάθε συζήτηση γινόταν αιτία να σκεφτώ και να πάω παραπέρα. Και μου διηγούνταν ένα περιστατικό για να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ήθελε να βοηθήσει τους νεώτερους Ζαγορίσιους σαν τα ίδια τα εκλεκτά παιδιά του.
Πρόφθασε να καλοδεχτεί με άδολη χαρά το τελευταίο βιβλίο μου «Μι του ματ’ κι μι του πλόχειρου» κι αφού σκέφτηκε λίγο μου είπε: «Πρέπει να βρούμε ταιριαστό εξώφυλλο Ελένη» και σε λίγο «Θα στείλω στην Κόνιτσα να σου βρούνε τη φωτογραφία της μάνας μου που πλάθει πίτα στο μαγειριό!» κι έλαμψε το πρόσωπό του. Κι έστειλε τον Χαρητάκη και την βρήκε και κοσμεί και δίνει αξία στο βιβλίο μου η φωτογραφία της πρεσβυτέρας Δέσποινας Παπαϊωάννου.
Ενδιαφέροντα, πολύτιμα τα βιβλία που εξέδωσε και τα κιβώτια που έχει στο γραφείο του γεμάτα με ανέκδοτα αρκετά και άπειρες σημειώσεις. Θησαυρός που τον κατατάσσουν στους μεγάλους συγγραφείς του Ζαγοριού. Και λυπάμαι που αφήσαμε στη μέση εκείνη τη συζήτηση και την έρευνα για την ομοιότητα των λέξεων του Παπίγκου και του Ελαφοτόπου, δεν προφθάσαμε να βρούμε τη λύση της.
Τελευταίο έπεσε του δικού μου χωριού το Τσερβαριώτικο αγκωνάρι, ο φιλόλογος και ιστορικός Μενέλαος Κικόπουλος.
Θάλασσα απέραντη η αγάπη του για το χωριό. Εκεί θρονιασμένη η σκέψη του, νύχτωνε και ξημέρωνε, καθώς βαρούσε «κύμα» η θύμηση και ξαπόσταινε η ψυχή του,
Άριστος φιλόλογος, παράλληλα με το διδακτικό του έργο ασταμάτητη η γραφίδα του για το χωριό του.
Νόστος βασανιστικός, σαν ήταν μακριά, χαρά κι αγαλίαση σαν αντάμωνε με τους χωριανούς στο μεσοχώρι ή σαν ξαπόσταινε στο πεζούλι του σπιτιού του.
Αρκεί ν’ ανάπνεε τον αέρα του χωριού του. Και έρχονταν βροχή οι μνήμες.
Όλη του τη ζωή μάζευε πληροφορίες από παντού κι έγραφε για το αγαπημένο του Τσερβάρι το «ομορφότερο του κόσμου».
Σπουδαία έκδοση ο Τόμος «Ελαφότοπος Ιστορική μονογραφία» και οι άλλοι για τη ζωή και την Λαογραφία του χωριού. Σχολαστικός φιλόλογος, μεθοδικός, αντικειμενικός, μ’ όλες τις αρετές του ερευνητή.
Με πλήθος ανέκδοτες φωτογραφίες από διάφορα αρχεία, έψαχνε σαν την μέλισσα αθόρυβα.
«Πηγή» για την ιστορία και τη ζωή του χωριού τα βιβλία του. Για όποια πληροφορία ή αμφιβολία έχουμε, «να δούμε τι γράφει ο Κικόπουλος» λέμε.
Ρουφούσε τη ζωή, του έδινε ενέργεια και έμπνευση το χωριό, γιατί το λάτρευε κι έκανε και την εξαίρετη οικογένειά του να το λατρέψει.
Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ποίηση. Κάθε άνθρωπος, κάθε πέτρα, κάθε καλύβι, κάθε γεγονός, γινόταν στίχος που πήγαζε απ’ την ψυχή του κι έτρεχε ρυάκι στην πένα του, βρυσομάνα.
Τελευταία ποιητική συλλογή τα 124 σονέτα, σαν αποχαιρετιστήριο στο χωριό του.
Το χωριό του χρωστά ένα μεγάλο «ευχαριστώ», γιατί με τα γραπτά του το τίμησε, το ανέδειξε το έκανε γνωστό. Ώρα καλή Μενέλαε, σ’ ευχαριστώ για τη μεγάλη προσφορά σου στο χωριό μου.
TTT
Έφυγαν πρόσφατα τέσσερις μεγάλοι στην ηλικία Ζαγορίσιοι, αλλά και μεγάλοι και στην προσφορά τους. Κι έφυγαν «άκλαυτοι». Η πανδημία δεν μας άφησε να τους αποχαιρετίσουμε, να τους κλάψουμε, να τους τιμήσουμε όπως τους έπρεπε…
Έφυγαν σαν άγνωστοι κι άσημοι κι ανώνυμοι κι ας ήταν όλη τους η ζωή αγώνας και προσφορά για τον τόπο τους, το μικρό και το μεγάλο το Ζαγόρι μας, καθένας με το δικό του όραμα.
Έφυγαν και το Ζαγόρι μας έγινε φτωχότερο!
Θα μας λείψουν πολύ, η σοφία τους, η λατρεία τους για τον τόπο, η παντός είδους προσφορά τους, οι αλογάριαστες έγνοιες τους, η δίψα για την προκοπή, ο φόβος για την αλλοίωση, οι ελπίδες για το μέλλον, οι χρυσές συμβουλές τους αποτέλεσμα της μακρόχρονης πείρας τους.
Κι όμως δεν τους τιμήσαμε, όσο ζούσαν. Το έχουμε αυτό οι Ζαγορίσιοι… Κακό «χούι». Μετά θάνατον οι τιμές και η αναγνώριση! Σαν χρέος ανεξόφλητο!
Σφιχτοί, τσιγκούνηδες στην τιμή, στην αναγνώριση, στη χαρά, όταν ζούσαν! Γιατί άραγε;
Δύσκολος ο καλός λόγος! Κάτι μας σταματάει. Μικροπρέπεια, ζήλια, επιπολαιότητα, δεν μετρήσαμε καλά το μέγεθός τους και το βγάλαμε λειψό, αγνωμοσύνη; Τι; Πρέπει να το ψάξουμε και να το διορθώσουμε! Όλοι θέλουν έναν καλό λόγο, περισσότερο αυτοί που αγωνίζονται χωρίς να σκέπτονται την υστεροφημία τους. Χωρίς να περιμένουν το «ευχαριστώ» κι ας το δικαιούνται κι ας το αξίζουν. Χωρίς κανένα συμφέρον προσωπικό, μόνο για του τόπου, του Ζαγοριού το καλό!
Μετά θάνατον οι τιμές! Στις νεκρολογίες οι έπαινοι, καθυστερημένη η αναγνώριση της αξίας τους, πικραμένοι πολλοί κι αδικημένοι όσο ζούσαν, στην ταφόπλακα η δικαίωση κι ο έπαινος.
Για ποιον; Για τους απογόνους; Που οι ίδιοι με την προσφορά τους την πολύχρονη και πολύπλευρη στον τόπο έκλεψαν χρόνο απ’ την παρουσία τους, τη φροντίδα, τις ζωές τους που ίσως παραμέλησαν με κάποιο τρόπο τις οικογένειές τους, τους δικούς τους ανθρώπους;
Τι να την κάνουν την τιμή οι απόγονοι, όταν δεν την χάρηκε ο άνθρωπός τους; Για να ξαλαφρώσουν τη συνείδησή τους, για τον τύπο, για τα προσχήματα; «Για τα μάτια του κόσμου» που λέμε στο Ζαγόρι;
Έφυγαν… Ας είναι αναπαυμένοι… Κι ας γίνουν οδοδείχτες για τους πολλούς κι άξιους νέους μας.
Γιατί πρέπει, είναι ανάγκη αδήριτη να ξαναχτιστούν τα αγκωνάρια για να σταθεί όρθιο το Ζαγόρι μαζί μ’ όσα μένουν ακόμα ορθά, σε πείσμα του χρόνου. Και να μη καταντήσει μια θλιβερή λιθοσωριά!