Πώς θα γίνει πιο αποτελεσματική η λειτουργία της Εκπαίδευσης!

on .

Παρακολουθώντας την πορεία εφαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής, αισθανόμαστε την επιστημονική και κοινωνική υποχρέωση να παρέμβουμε, αναδεικνύοντας συνοπτικά τις προτάσεις μας που αποσκοπούν στη βέλτιστη οργάνωση και λειτουργία της εκπαίδευσης.

Καταρχήν, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι οι παιδευτικές επιδιώξεις του σχολείου επιβάλλεται να είναι ρεαλιστικές και να απηχούν την κοινωνική πραγματικότητα - με τη στενότερη και ευρύτερη έννοια -, η οποία έχει αλλάξει ριζικά. Έχουμε νέα δεδομένα που επιβάλλουν να τα λάβει σοβαρά υπόψη το σχολείο, όπως: περιβάλλον ρευστό και ανασφαλές, οικονομική αστάθεια (παγκοσμιοποίηση), πολυπολιτισμικότητα, τεράστια και ταχύτατη παραγωγή γνώσης, υψηλή τεχνολογία (κινητή τηλεφωνία, διαδίκτυο), ραγδαία διακίνηση πληροφοριών (υπερπληροφόρηση και πληροφοριακή «ρύπανση»), νέα και ακραία φαινόμενα συμπεριφοράς (θρησκευτικός φανατισμός, τρομοκρατία), εμφάνιση πανδημικών φαινομένων, απουσία γειτονιάς για τα παιδιά, νέα ήθη και νέες συνήθειες και πρακτικές και, ασφαλώς, αντιμετώπιση μιας παθογενούς κουλτούρας παγιωμένων αντιλήψεων και πρακτικών. Όλα αυτά το σχολείο επιβάλλεται να τα διαχειριστεί παιδαγωγικά ως πραγματικά δεδομένα στις λειτουργίες και τη διαμόρφωση των σκοπών του. Αυτό σημαίνει ότι, με βάση και τα γνωστά προβλήματά του, το σχολείο είναι αναγκαίο να αλλάξει φιλοσοφία και προσανατολισμούς, προσδίδοντας βαρύτητα στην παιδαγωγική και κοινωνική αποστολή του και, ειδικότερα, στην ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.
Έχοντας, λοιπόν, ως βάση τις θεωρητικές και ερευνητικές προσπάθειες γύρω από την οργάνωση, λειτουργία και αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης, τις γνώσεις και εμπειρίες από τη λειτουργία, συνολικά, της εκπαίδευσης σε διεθνές επίπεδο, καθώς και τη διαχρονικά ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα μας, για την ανάκαμψη, τη βέλτιστη οργάνωση και λειτουργία του ελληνικού σχολείου, προτείνονται τα ακόλουθα σημεία:
1. Για λόγους επιστημονικούς και μεθοδολογικούς απαιτείται, πρωτίστως, να διεξαχθεί μια συνολική και συστηματική μελέτη και χαρτογράφηση της υπαρκτής σχολικής πραγματικότητας, στην οποία θα αποτυπώνονται όλες οι εμπλεκόμενες παράμετροι στη οργάνωση και λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Ειδικότερα, να αναδειχθούν κυρίως τα προβλήματα σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας.
2. Να θεσπιστεί μια σταθερή και, κατά το δυνατόν, συναινετική και ενιαία εκπαιδευτική πολιτική, που θα έχει διάρκεια και συνέχεια. Αυτό συνεπάγεται ότι στο θέμα αυτό κυρίαρχο ρόλο είναι αναγκαίο να παίξει ένας συνολικός εκπαιδευτικός σχεδιασμός και μια ορθολογική και εφαρμόσιμη νομοθέτηση, έχοντας υπόψη τις παθογένειες που αφορούν τις στρεβλώσεις στη λειτουργία του ελληνικού σχολείου, όπως είναι π.χ. ο γνωσιοκεντρικός και εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας ειδικά του λυκείου.
3. Στην κατεύθυνση αυτή, βασικό ρόλο θα παίξει η ρεαλιστική και επαρκής χρηματοδότηση. Σε σχέση με την εκπαιδευτική πολιτική και τη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, κρίνεται επιβεβλημένη η άρτια επεξεργασμένη σύνταξη και ανά τακτά χρονικά διαστήματα αναθεώρηση των αναλυτικών προγραμμάτων, των βιβλίων, των σκοπών και των περιεχομένων τους. Αυτό υποδηλώνει ότι η διδακτέα ύλη είναι ανάγκη να εξορθολογιστεί, για να μην περιλαμβάνει στοιχεία υπερβολής ούτε λογική ποσοτικής παροχής γνώσεων, που οδηγούν σε ανούσιο πληθωρισμό και σε αναπαραγωγικές-απομνημονευτικές διαδικασίες, πίεση και καταπίεση σε μαθητές και εκπαιδευτικούς. Στη σύνταξη των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων καθοριστικό ρόλο οφείλει να διαδραματίσει η συμμετοχή των ειδημόνων και των εκπαιδευτικών της πράξης, παρακάμπτοντας ιδεολογικούς δογματισμούς και στρεβλώσεις, με γνώμονα το εκπαιδευτικό όφελος του μαθητή και της κοινωνίας.
4. Η ποιότητα της εκπαίδευσης εξαρτάται σε υψηλό βαθμό από την εσωτερική αλλαγή στην οργάνωση (π.χ. την αναλογία εκπαιδευτικού-μαθητών, τις μεθόδους διδασκαλίας) και το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επομένως, είναι θεμελιώδης η αναβάθμιση του ρόλου της παρεχόμενης μάθησης, αγωγής, κοινωνικοποίησης και παιδείας, στις οποίες υπάγεται, μεταξύ άλλων, η διαχείριση της διαφορετικότητας, των δυσκολιών και, γενικά, των ιδιαιτεροτήτων του κάθε μαθητή σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
5. Κρίνεται απαραίτητη, επίσης, η αναβάθμιση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης, η οποία θα επιδράσει θετικά στο σύνολο της λειτουργίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και, συνολικά, της κοινωνίας.
6. Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών οφείλει να είναι άρτια όχι μόνο από επιστημονική (ειδίκευση) αλλά και από παιδαγωγική και διδακτική σκοπιά. Η επιμόρφωση είναι αναγκαίο να είναι σταθερή, συστηματική και συνεχής. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί η αναγνώριση, από κάθε άποψη (πολιτειακή, ηθική, οικονομική, κοινωνική) του σημαντικού έργου που επιτελεί ο εκπαιδευτικός στην κοινωνία.
7. Η οργάνωση και λειτουργία της διοίκησης σε όλα τα επίπεδα, από την οποία εξαρτώνται σε υψηλό βαθμό η αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, είναι βασικό να στελεχώνεται από ικανά και άξια στελέχη, που έχουν επιλεγεί με αξιοκρατικές, διαφανείς και, κατά το δυνατόν, αδιαμφισβήτητες διαδικασίες.
8. Τέλος, η αξιολόγηση των εμπλεκομένων στο εκπαιδευτικό έργο (σχολικής μονάδας, εκπαιδευτικών, μαθητών, βιβλίων κ.λπ.), ως διαδικασία, ορθολογική και πρακτική, είναι ουσιώδες να αποφύγει επιτακτικά τον γραφειοκρατικό, τυπικό, διεκπεραιωτικό, βαθμοθηρικό, επιβαρυντικό για την κύρια αποστολή των εκπαιδευτικών κ.λπ. χαρακτήρα της. Αυτό υποδηλώνει ότι η αξιολόγηση, προφανώς, οφείλει να κινείται με αξιόπιστα, έγκυρα, αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια σε ένα πλαίσιο παιδαγωγικό, λειτουργικό και ποιοτικό, με τελικό σκοπό τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αξιολόγηση δεν είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε πανάκεια για τη λύση των εκπαιδευτικών ζητημάτων. Είναι, όμως, ένα σημαντικό επιστημονικό εργαλείο, που η ιδεολογική και εσφαλμένη χρήση του μπορούν να οδηγήσουν σε αμφισβητήσεις και απαξίωσή του. Και, ασφαλώς, δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι παρατηρείται έλλειψη κουλτούρας στο θέμα της αξιολόγησης σχεδόν στο σύνολο των εμπλεκομένων στην εκπαίδευση.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη παρέμβασή μας, υπογραμμίζουμε ότι, ακολουθώντας και υλοποιώντας τις παραπάνω προτάσεις, τότε, πραγματικά, αυξάνουμε τις πιθανότητες ώστε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και, ειδικότερα, το σχολείο να ανακάμψει και να ανταποκριθεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και, συνεπώς, με επιτυχία στην παιδαγωγική και κοινωνική αποστολή του. Ωστόσο, η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει διακομματικές συναινέσεις, αποφυγή συντεχνιακών επιδιώξεων, υπερίσχυση επιστημονικών και παιδαγωγικών δεδομένων και όχι κανόνων του οικονομικού και τεχνοκρατικού συστήματος στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής, γενναιόδωρη χρηματοδότηση, συστηματική χαρτογράφηση εκπαιδευτικής πραγματικότητας και σεβασμό στους πρωταγωνιστές της εκπαιδευτικής πράξης, εκπαιδευτικούς και μαθητές. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι μαθητές του ελληνικού σχολείου να οδηγηθούν στην απόκτηση πραγματικής παιδείας που τόσο πολύ χρειάζεται η σημερινή κοινωνία.
Με την έννοια παιδεία εννοούμε τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων με κριτική και δημιουργική σκέψη, με συλλογική αντίληψη και αλληλεγγύη στον συνάνθρωπό τους, με σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον, με σεβασμό στις πανανθρώπινες αξίες και τον πολιτισμό, με σεβασμό στα δημοκρατικά και θεσμικά δικαιώματα του άλλου, με σεβασμό στη δημόσια και ιδιωτική ιδιοκτησία και με σεβασμό στη δημοκρατία και την ειρήνη. Τούτο σημαίνει, τελικά, ότι το σχολείο έχει την ευθύνη και τη δυνατότητα να καλλιεργήσει στον μαθητή την ικανότητα να μπορεί να σκέφτεται, να αναλύει και ερμηνεύει με ορθολογισμό και πληρότητα τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και να διαχειρίζεται με υπεύθυνο και αποτελεσματικό τρόπο τα ατομικά και κοινωνικά του ζητήματα.
Τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το σχολείο είναι πολύ κοντά στην αποστολή του και ότι μόνο έτσι θα επαληθευτεί το αξίωμα ότι η εκπαίδευση συνιστά μοχλό για την ανάπτυξη του πολιτισμού, της επιστήμης, της τεχνολογίας, της οικονομίας και, συνολικά, της κοινωνίας.

* Ο Χαράλαμπος Ι. Κωνσταντίνου είναι Ομότιμος Καθηγητής Σχολικής Παιδαγωγικής και Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων - Αντιπρόεδρος Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος.