Περπάτησε με πεθαμένο…

on .

Ανεξάντλητος ο μπάρμπα-Γρηγόρης. Όταν βγαίνει στο καφενείο, οι νεώτεροι τον πλησιάζουν να τους ειπεί καμιά ιστορία που βίωσε. Αρχίζει λοιπόν την αφήγηση: 1949 – 1950. Ήμουν μόλις 15-16 χρονών. Εργαζόμουν σε οικοδομές, κουβαλώντας λάσπη.
Η τελευταία οικοδομή ήταν με ξερολιθιά και οι μαστόροι με ‘βαλαν να χτίσω εσωτερικά.
Αρχιμάστορας ήταν ο κυρ-Βασίλης, έξυπνος άνθρωπος, «δικηγόρος αγράμματος» που λέει και η παροιμία.
Ήταν η τελευταία μέρα, η οικοδομή τελείωνε, και το αφεντικό θα μας έκανε τα ζιαφέτια, όπως συνηθίζονταν. Τελειώσαμε, βγάλαμε τα εργατικά μας ρούχα και φορέσαμε δήθεν τα καλύτερα.
Μπήκαμε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Στη μέση ήταν μια τάβλα. Καθίσαμε γύρω-γύρω καταγής στο χώμα. Το φαγητό ήταν έτοιμο και μετά τις ευχές αρχίσαμε να τρώμε, και η γλώσσα του μάστορα και του αφεντικού πήγαιναν ροδάνι.
Εμάς τους μικρούς μας είχαν μάθε οι μεγαλύτεροι να μη μιλάμε. Κάποια στιγμή λέει ο μάστορας στο αφεντικό:
- Για πες μας, Γιάννη, τι συνέβη με τον Κώστα-Δήμο; Θέλω να ξέρω από πρώτο χέρι, αν είναι αλήθεια;
Ο μπάρμπα-Γιάννης χαμογέλασε και του φάνηκαν τα δυο χρυσά δόντια. -Αν και περάσανε πολλά χρόνια, αυτά δεν ξεχνιούνται:
Ερχόμουνα από τα Καμποχώρια (εννοούσε τη Θεσσαλία). Είχα 3 μέρες που περπατούσα· με πήρε η νύχτα προτού φτάσω στο χωριό. Όπως περπατούσα στο σκοτάδι, βλέπω στην άκρη του αυλακιού, που περνάει νερό για πότισμα, έναν άνθρωπο να κάθεται. Τον πλησιάζω και με τη βοήθεια του φεγγαριού, που φώτιζε καλά, γνωρίζω τον Κώστα Δήμο.
- Γεια σου μπάρμπα-Κώστα του λέω
- Γεια σου, μου αποκρίνεται.
- Τι κάνεις εδώ, τέτοια ώρα;
- Ήρθα να ποτίσω τον κήπο, μου λέει.
- Εσύ από πού μας έρχεσαι τέτοια ώρα;
- Από τα Καμποχώρια, του απαντάω, και θα μείνω απόψε στον θείο μου τον Μήτρο.
- Περίμενε μου λέει, θα πάμε παρέα.
Σηκώνεται, παίρνει την κάπα που είχε κρεμασμένη σ’ ένα πουρνάρι, και ξεκινάμε. Ο δρόμος πολύ στενός, δεν πέρναγε ο ένας δίπλα στον άλλο και πήγαινε αυτός μπροστά κι εγώ ακολουθούσα.
Οι κουβέντες λίγες, δεν έβλεπα άνθρωπο, παρά μόνο ένα μπόγο και χαμηλά δυο ποδαράκια να εναλλάσσονται. Φθάνοντας κοντά στο χωριό, μου λέει:
- Εσύ συνέχισε το δρόμο σου, εγώ θα πάω προς την εκκλησία, εκεί μένω. Με καληνύχτισε και ξεχωρίσαμε. Έφθασα στο σπίτι του θείου μου, χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξαν, αν και η ώρα ήταν περασμένη.
Ο θείος μου ήταν πολύ «καλαμπουρτζής», με καλοδέχτηκε με πολλά αστεία. Με πείραζε, «ποια σε περίμενε κι άργησες, μη μ’ κρύβεσαι εμένα».
Με ρώτησε μετά σοβαρολογώντας: -Από πού έρχεσαι και πώς δεν φοβήθηκες τη νύχτα;
- Έρχομαι, του λέω από τα Καμποχώρια, αλλά πιο κάτω αντάμωσα τον Κώστα-Δήμο κι ήρθαμε παρέα μέχρι κοντά την εκκλησία, αυτός τράβηξε προς τα κεί κι εγώ προς τα δω.
Βλέπω το θείο μου να ταράζεται και να ρωτάει και ξανά και ξανά μήπως δεν άκουσε καλά. Φωνάζει τη θεία και της λέει: -Έχουμε θερμόμετρο μην έχει πυρετό το παιδί και «ξενομιλάει»; Τι πυρετό λες αυτού θείε, του λέω.
- Μα ο Κώστα-Δήμος, μου λέει, είναι πεθαμένος και την Κυριακή του έχουμε το μνημόσυνο τα σαράντα.
Τότε άρχισα να τρέμω, κόπηκε η φωνή μου, ποιός ξέρει πού έφθασαν οι σφυγμοί μου.
Ξενυχτήσαμε όλη την νύχτα γύρω στη φωτιά, πού όμως να μας πάρει ο ύπνος. Ο θείος μου ρωτούσε και με ξαναρωτούσε κι εγώ του έλεγα, τα ίδια και τα ίδια.
Το πρωί έφυγα για το σπίτι μου στο Βασταβέτσι και αρρώστησα για μερικές μέρες. Εγώ από τη μια μεριά κι ο θείος από την άλλη το μεταδώσαμε και το ‘μαθε όλο το χωριό. Οι συζητήσεις γύρω απ’ το θέμα αυτό πήγαιναν «γόνα».
Οι συγχωριανοί μόλις έπεφτε το σκοτάδι κλείνονταν στα σπίτια κι έτσι να ενθαρρύνονται οι κλέφτες να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτοί δε φοβούνται, τους νεκρούς αλλά τους ζωντανούς.
Ακούγοντας στο χωριό όλα αυτά που τρομάζουν τον άνθρωπο λέει ο μαστροβασίλης: - Ρε Γιάννη μήπως κοιμήθηκες και τα είδες στον ύπνο σου;
- Α, μαστροβασίλη, δεν ήμουν παιδάκι να μην ξέρω τι γίνεται, ήμουν άνδρας 30 χρονών. Σηκωθήκαμε απ’ το τραπέζι σιωπηλοί και τρομαγμένοι με αυτά που ακούσαμε.
Πέρασαν τα χρόνια, έφυγε ο μπάρμπα-Γιάννης απ’ τη ζωή, νομίζοντας ότι περπάτησε με πεθαμένο. Οι μεταγενέστεροι έλεγαν ότι έκανε λάθος ο μπάρμπα-Γιάννης. Δεν ήταν ο Κ. Δήμος, αλλά ο αδελφός του ο Γιάνν’ Δήμος, που καθόταν κοντά στην εκκλησία.
Αναρωτιέμαι κι εγώ αν ήταν ο Γιάνν’ Δήμος, δεν θα το έλεγε όταν ζούσε;
Θα μας έλεγε, σταθείτε ρε παιδιά, δεν ήταν ο πεθαμένος αδελφός μου, αλλά εγώ ο ζωντανός;
Παρόμοιες αφηγήσεις έχω ακούσει πολλές από παιδάκι που ήμουνα, αλλά και σε ηλικία που μπορούσα να κρίνω.
Εδώ στην περιοχή που διαμένω μου έχουν αφηγηθεί ότι είδαν γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά και γυμνές δίπλα στο ποτάμι και εν συνεχεία σε μονοπάτια, που περνούσαν τότε οι ταξιδιώτες. Να πω όμως και το άλλο, ότι τότε και ειδικά στα χωριά, κοιμόντουσαν με τις κότες και τόσες ώρες, αναπόφευκτο ήταν οι υπερήλικες να αφηγούνται ιστορίες παρόμοιες άλλες φανταστικές και άλλες όπως τις είχαν ακούσει, όπως για ξωτικά, λάμιες, νεράιδες, μάγισσες. Ο κόσμος τότε τα πίστευε αυτά ότι είχαν υπερφυσικές δυνάμεις, προκειμένου να τους κάνουν καλό, αλλά κυρίως κακό. Δεν θα παραλείψω ότι και ο Βιζυηνός αναφέρεται σε ξόρκια, μαντεία, μάγια κ.λ.π κι’ όπως λέει η μάνα του παρότι θρησκευόμενοι ( η θρησκεία έπρεπε να συμβιβαστεί με τη δεισιδαιμονία). Δίπλα στο σταυρό (τα χαμαγλιά και τα σαλαβάτια των μαγισσών). Ο άνθρωπος στην μακραίωνη ιστορία του σε μεγάλη ανάγκη από κάπου έπρεπε να κρατηθεί άσχετα αν αυτό ήταν αντίθετο μα τα πιστεύω του.
Τελειώνοντας ο μπάρμπα Γρηγόρης είπε: «Εγώ τότε μικρός τα πίστευα, τώρα!! Το συμπέρασμα δικό σας».

Μέτσοβο