Η άνοιξη κράτησε λίγο...

on .

 Ποιος θα το ’λεγε ότι μέσα σε μια ανθοφορία ενός θαύματος που κυριάρχησε για λίγο στις καρδιές των Ελλήνων, θα επακολουθούσε τέτοια κυοφορία σκότους, μαρασμού, αντιδράσεων, τέτοια καταβαράθρωση αξιών ώστε να μας φέρνει στη μνήμη το λοιμό των Αθηνών, όπως τον γνωρίζουμε από την ασύγκριτη πέννα του Θουκυδίδη. Είχαν φουσκώσει οι καρδιές από ευγνωμοσύνη για τη μεγάλη υπηρεσία των γιατρών στους πάσχοντες από την εμφανιζόμενη πανώλη, οι άνθρωποι στεκόταν ο ένας απέναντι στον άλλο, ένιωθες τι σημαίνει ενσυναίσθηση, άνοιγαν τα παράθυρα των πολυκατοικιών και χαιρόσουν να βλέπεις και να ακούς ένα θερμά αισιόδοξο κόσμο να τραγουδά με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, δίνοντας τόνους αισιοδοξίας, πως το κακό θα το ξεπεράσουμε όλοι μαζί και σύντομα.
Μα το θαύμα κράτησε τόσο λίγο, όσο κρατούν συνήθως τα θαύματα και τελικά αυτό που θα επικρατούσε ήταν το «corruptio optimi pessimus» (η διαφθορά του πιο καλού, στο χειρότερο).
Ήδη είχαν αρχίσει τα πρώτα σημάδια του κακού που θα επακολουθούσε, μα δεν ήταν ακόμη έντονα ορατά. Κάθε μέρα που περνούσε μας παράλλαζε, oι άνθρωποι πέθαιναν κοπαδιαστά, ο θάνατος θέριζε χωρίς διακρίσεις, μας ξεφλούδιζε τα πολιτιστικά επιχρίσματα, μας γύμνωνε, στη θέση του ανθρώπου έμεναν αποσκελετωμένα ένστικτα, homo homini lupus (ο άνθρωπος λύκος για τον συνάνθρωπό του) στον κατ’ οίκον εγκλεισμό τα ζευγάρια σπαράζονταν, οι νέοι μας έκαναν σύμβολο το «φάγωμεν, πίωμεν...».
«Πονοκέφαλος, ισχυρός πυρετός, κόκκινα μάτια, ισχυρός βήχας, βραχνάδα, εκπνοή δυσώδης, και επειδή το κακό τους βασάνιζε, χωρίς να ξέρουν ποιο θα είναι το τέλος τους, δεν σέβονταν ούτε θείο ούτε ανθρώπινο νόμο. Οι άρρωστοι πέθαιναν χωρίς να προλάβουν να ιδούν ένα συγγενή τους. Άλλοι πάλι αποφάσιζαν να χαρούν τη ζωή τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αφού θεωρούσαν ζωή και πλούτη εφήμερα», μαθαίνουμε από τον Θουκυδίδη, που περιγράφει εναργέστατα τον λοιμό της αρχαίας Αθήνας. Όλα αυτά τόσο πολύ κοντά στα σημερινά δικά μας. Επανάλειψη ιστορίας;
Παλαιότερα πέφταν φρενήρη τα ζωντανά ζευγάρια στα κρεβάτια της ηδονής και σηκώνονταν ψαροκόκαλα. Τώρα δεν υπάρχουν ζευγάρια, για λίγα γραμμάρια ηδονής αγκαλιάζονται ναρκωμένοι με... πτώματα.
Ο πλανήτης όταν ασφυκτιά, θα αφήσει πίσω του ερημιά και πόνο, αλλά θα βρει δικλείδες διεξόδου. Πολύ φοβάμαι όμως πως πάντα θα μαστίζουν τον κόσμο μας τέτοιες και παραπλήσιες συμφορές «έως αν η αυτή φύσις των ανθρώπων ή».
Δεν θα ’θελα όμως να κλείσει εδώ το γραπτό μου, τόσο σύντομα και απαισιόδοξα. Η Ζωή έχει πολλές κρύπτες και πολλά μονοπάτια. Θα βρει το δρόμο της. Δε γίνεται η ζωή τη ΖΩΗ να θανατώσει... το έχω ξαναγράψει.