Οι αχθοφόροι της οικονομίας στην εποχή του κορωνοϊού!

on .

Είναι γνωστοί σε όλους μας ως «ντελιβεράδες» ή ακόμη και ως «κούριερ», επειδή όμως η ελληνική γλώσσα, αυτός ο πολύτιμος εθνικός θησαυρός μας, έχει πολύ πιο ωραία ονόματα γι’ αυτούς, θα τους λέμε «διανομείς» και «ταχυμεταφορείς». Είναι οι μοναδικοί «νόμιμοι» ημερήσιοι και νυχτερινοί επισκέπτες στα σπίτια μας.
Για κάποιους, μάλιστα, συνανθρώπους μας αποτελούν και τη μοναδική, ολιγόλεπτη επαφή με τον «έξω κόσμο», ενώ, άλλες φορές, μηνύουν την άφιξή τους με το χτύπο του κουδουνιού και φεύγουν «σαν τους κλέφτες», τοποθετώντας «τον κόπο τους» στο χαλάκι της εξώπορτας. Ακόμη και ο λόγος τους, μία καλή κουβέντα, είναι πολύτιμη για ανθρώπους απομονωμένους, ξεκομμένους από το κοινωνικό σύνολο. Ηλικιωμένοι, μοναχικοί, ασθενείς στέκονται στην πόρτα αναμένοντας την παραγγελία τους ή και τον καφέ ή, ακόμη, το φαγητό τους.
Όλοι τους περιγράφουν με συγκίνηση τη θερμή υποδοχή που συναντούν κάθε φορά που πατάνε το κουδούνι για παράδοση. Καλωσόρισμα, φιλοδώρημα, ευχές. Για κάποιους από τους ανθρώπους που επισκέπτονται, αποτελούν μία από τις λίγες επαφές με τον έξω κόσμο. Βέβαια, δε λείπουν και οι δύστροποι, αυτοί που γκρινιάζουν, που βρίζουν για την καθυστέρηση, σε λάθος όμως πρόσωπα. Αυτοί, όμως, είναι λίγοι, ελάχιστοι. Είναι αυτοί που «μαλώνουν με τα ρούχα τους», όπως εύστοχα τους περιγράφει ο λαός μας. Ατελείωτες οι ώρες δουλειάς. Αξημέρωτα αρχίζει η διανομή του καφέ και από το μεσημέρι ξεκινούν και τα πακέτα με φαγητό. Η θεσπισμένη νόμιμη αμοιβή είναι ελάχιστη και ούτε καν αυτή δεν καταβάλλουν πολλοί από τους εργοδότες.
Η θερμή υποδοχή των πελατών, και κυρίως τα φιλοδωρήματα, στηρίζουν το πενιχρό μεροκάματο. Πολλοί -ίσως οι περισσότεροι- κάνουν αυτή τη δουλειά τελευταία και όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Όπως εκατοντάδες, ή και χιλιάδες συνάδελφοί τους, ξεκίνησαν να δουλεύουν όταν ξαφνικά έχασαν τη δουλειά τους. Είναι, ακόμη, και πρώην μικρομαγαζάτορες και μικροεπιχειρηματίες που ο κορονοϊός, μαζί με την οικονομική κρίση που προηγήθηκε στη μνημονιακή περίοδο, τους πέταξε στο δρόμο. Έχουν οικογένειες πίσω τους με έξοδα που «τρέχουν», με παιδιά που σπουδάζουν, και, όπως λένε, «πάλι καλά που βρέθηκε και αυτό»...
Όσο για τα εργασιακά δικαιώματα του κλάδου, την ευθύνη του εργοδότη, τον εξοπλισμό, το όχημα, την αμοιβή, παλιά και πονεμένη ιστορία. Τα αιτήματά τους εις ώτα μη ακουόντων. Εργαζόμενοι δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας. «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Και, φυσικά, σε αυτές τις συνθήκες, δεν τίθενται τέτοια θέματα. Οι συνθήκες εργασίας είναι απλώς… ακαθόριστες! Η πανδημία ήρθε να ισοπεδώσει (οι «επιτήδειοι» πάντοτε καιροφυλακτούν) ό,τι είχε απομείνει από το τσαλακωμένο εργασιακό πλαίσιο της οικονομικής κρίσης. Το εργασιακό σκάνδαλο με ανοχή, δυστυχώς, της πολιτείας, από μεγάλη αλυσίδα διανομής παραπέμπει ευθέως στον Μεσαίωνα.
Οι κίνδυνοι για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου μεγάλοι. Και, φυσικά, δεν είναι μόνο ο δρόμος. Είναι και το ενδεχόμενο της μόλυνσης. Αυτοί οι εργαζόμενοι πάνε οπουδήποτε. Δίχως αναστολές. Παρά τα όποια μέτρα ατομικής προστασίας, ο κίνδυνος ελλοχεύει και ο φόβος κάθε βράδυ κάνει ταμείο. Δε θέλει και πολύ ώστε να γίνουν ντελιβεράδες… κορωνοϊού!
Αυτή η πανδημία, που εδώ και ενάμιση χρόνο βιώνουμε, ανέδειξε πολλούς αφανείς ήρωες: γιατρούς, νοσηλευτές, εργαζόμενους στα Σώματα Ασφαλείας (οι εξαιρέσεις αστυνομικής βίας πάντα θα υπάρχουν από όσα, λίγα είναι αλήθεια, «όργανα» διακατέχονται από το σύνδρομο της εξουσίας), αλλά και διανομείς και ταχυμεταφορείς. Οι τελευταίοι, «κουβαλώντας» το βαρύ φορτίο της εποχής, είναι οι οδηγοί που «τρέχουν» την κοινωνία στην εποχή της πανδημίας, στη χώρα μας και αλλού, διασχίζοντας το ρίσκο της ασφάλτου και της ασθένειας. Αλλά, ταυτόχρονα, η συνεισφορά τους στην οικονομία είναι τεράστια. Διασώζουν ό,τι μπορεί να διασωθεί σ΄ αυτούς τους παράξενους καιρούς.
Τους πρέπει ο σεβασμός και η εκτίμησή μας. Και από το επίσημο κράτος όχι απλά το χειροκρότημα (απ’ αυτό χόρτασαν όλοι), αλλά και η απαιτούμενη αντιμετώπιση: η νομοθετική κατοχύρωση αξιοπρεπών εργασιακών δικαιωμάτων και η προστασία τους από τις αδηφάγες κερδοσκοπικές ορέξεις των λογής επιχειρηματικών ομίλων (σύγχρονων δουλεμπόρων), ντόπιων και ξένων, που στήνουν τις σχετικές πλατφόρμες. Είναι κανονικά και όχι «αόρατοι» εργαζόμενοι ή αυτοαπασχολούμενοι, όπως εκείνοι τους θέλουν.