Η Ηπειρωτική Εταιρεία και ο εξοπλισμός της…

on .

Είναι γνωστό ότι σημαντικό και σπουδαίο ρόλο στο έπος του Μπιζανίου (1912-1913) έπαιξε η «Ηπειρωτική Εταιρεία», δηλαδή η Φιλική Εταιρεία της Ηπείρου, που ιδρύθηκε το 1906. Η οργάνωση και η δομή της είχε ως πρότυπο τη Φιλική Εταιρεία, η οποία είχε το βασικό ρόλο στην προετοιμασία της Μεγάλης Επανάστασης του 1821. Ο κύριος στόχος της Ηπειρωτικής Εταιρείας είχε δύο κατευθύνσεις: 1) Η συγκέντρωση πληροφοριών για τα οχυρά καιτις δυνάμεις του τουρκικού στρατού και η διοχέτευση των πληροφοριών στον Ελληνικό Στρατό. 2) Η οργάνωση και εξοπλισμός ανταρτικών σωμάτων για την ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού, κλπ.

Φυσικά σε ένα εορταστικό άρθρο δεν είναι δυνατό να αναφερθούν παρά λίγα πράγματα γύρω από όλα αυτά. Έτσι θα αναφερθούμε μόνον στον τρόπο προμήθειας όπλων για τον εξοπλισμό των ανταρτικών σωμάτων.
Εξαρχής αποφασίστηκε η ίδρυση τριών διευθύνσεων: Α’ Διεύθυνση στα Γιάννινα, Β’ στην Πρέβεζα και Γ’ στο Αργυρόκαστρο.
Η Α’ Διεύθυνση είχε τη γνώμη ότι δεν μπορούσε να νοηθεί προετοιμασία του λαού για ένοπλη δράση χωρίς παράληλο εξοπλισμό των μελών της. Ο εξοπλισμός, εξάλλου θα συντελούσε στην εξύψωση του φρονήματος των μυημένων. Έτσι στις αρχές του 1908, εισηγήθηκε με μακροσκελή έκθεση στο Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο στην Αθήνα, ότι είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει αυτό. Συγχρόνως υπέδειξε και με ακρίβεια τον τρόπο και το δρομολόγιο για την ασφαλέστερη μεταφορά όπλων.
Το Κέντρο ενέκρινε την πρόταση και έστειλε σαν πρώτη δόση 350 αραβίδες γκρα μαζί με τα ανάλογα φυσίγγια από την Εφορεία Υλικού Πολέμου της Αμφιλοχίας. Τα όπλα αυτά παραδόθηκαν στον πρόεδρο Καλαρρυτών ιατρό Γ. Ζάγλη (εταίρος της Πίνδου ονομάζονταν), ο οποίος φρόντισε για τη μεταφορά και αποθήκευση στους Καλαρρύτες (σημ. οι Καλαρρύτες ήταν το τελευταίο χωριό του Ελληνικού Κράτους).
Αποφασίστηκε να αναθέσουν στους εταίρους Χρηστίδη (Γύλιππο) και Λάιο (Λειβαδέα) να οργανώσουν με δική τους ευθύνη τη μεταφορά με ομάδες που είχαν μυήσει οι ίδιοι. Η επιχείρηση δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η απόσταση των Ιωαννίνων από τους Καλαρρύτες ήταν 16-18 ώρες. Το πέρασμα από τα σύνορα πολύ δύσκολο, γιατί εφρουρούντο άγρυπνα από τα τουρκικά φυλάκια.
Ύστερα από μακρές συσκέψεις καταρτίστηκε με κάθε λεπτομέρεια το εξής σχέδιο: Κατάλληλη εποχή για τη μεταφορά όπλων θεωρήθηκε ο χειμώνας που είναι μεγάλες και βροχερές οι νύχτες. Από τους Καλαρρύτες θα μεταφέρονταν στην Κεπίνα και από εκεί σε μία αποθήκη κοντά στην Κράψη από επίλεκτες ομάδες της Κράψης. Από εκεί από τις ίδιες ομάδες που ήταν συγγενείς του Γυλίππου (Χρηστίδη), τη δεύτερη νύχτα θα μεταφέρονταν στη Μονή Τζιόρας κοντά στο Δρίσκο. Από εκεί θα παραδίνονταν την ίδια ή την επόμενη νύχτα σε επίλεκτους άνδρες των ομάδων Ιωαννίνων και Νήσου, οι οποίοι με μικρές βάρκες από τις ανατολικές ακτές της λίμνης θα τα μετέφεραν την ίδια νύχτα στο τέρμα της συνοικίας Σιαράβας και κάτω ακριβώς από τον πύργο Λιθαρίτσια σε ένα παλαιό μύλο του Ασβεστά που υπήρχε τότε εκεί. Εκεί θα κρύβονταν προσωρινά μέσα στον οχετό που συνέδεε το μύλο με τη λίμνη. Μέσα στο μύλο θα διανυκτέρευε φρουρά, η οποία θα επιτηρούσε τη γύρω περιοχή όλη τη νύχτα. Μόλις εμφανίζονταν οι βάρκες θα έτρεχε να παραλάβει το πολύτιμο φορτίο. Ορίστηκαν συνθήματα και σημεία αναγνωρίσεως. Οι άνδρες διδάχτηκαν όλες τις λεπτομέρειες των ενεργειών τους σε κάθε πιθανή περίπτωση.
Έτσι, μια σκοτεινή και βροχερή νύχτα ο Γύλιππος πήγε στην Κράψη δήθεν να επισκεφθεί έναν άρρωστο συγγενή του. Εκεί μπήκε επικεφαλής της ομάδας που ξεκίνησε προς τη Μονή Τζιόρας Καραμαριώ ή Μρακουμάδι (Καστρίτσα) –λίμνη. Συνόδευε δέκα φορτία όπλων και φυσιγγίων. Ο Λάιος με τρεις άνδρες και τρεις βάρκες, πήγαιναν να παραλάβουν τα όπλα σε θέση που είχε καθοριστεί από πριν, έφθασε στον προορισμό του. Τα μεσάνυχτα συναντήθηκαν οι δύο ομάδες στην ορισμένη θέση. Η συνάντηση ήταν συγκινητική. Δάκρυα χαράς έτρεχαν από τα μάτια των απλοϊκών και γενναίων εκείνων ανδρών και αδελφικοί ασμασμοί ανταλλάχτηκαν στο σκοτάδι με την ευχή: «Καλή λευτεριά».
Βρεχόμενοι μέχρι τη μέση φόρτωσαν γρήγορα τις βάρκες και 2-3 ώρες πριν ξημερώσει κατέβαζαν το φορτίο στου Σιαράβα. Γρήγορα παραλήφθηκε και κρύφτηκε, όπως έπρεπε από τους άνδρες που φρουρούσαν το μύλο του Ασβεστά και συμμετείχαν στην επιχείρηση αυτή.
Βαθειά χαράματα ο Λάιος επισκέφτηκε τον Λάνδον (ψευ. Νινύας), που περίμενε με αγωνία, για να του αναφέρει την επιτυχία της αποστολής του. Αμέσως την άλλη ημέρα άρχισε η διανομή. Οι άνδρες που συμμετείχαν στη μεταφορά πήραν πρώτοι τον οπλισμό τους με 100 φυσίγγια ο καθένας. Δεκαπέντε έως είκοσι από αυτούς που συμμετείχαν στη μεταφορά και δήλωσαν ότι επιθυμούν να παραλάβουν οπλισμό, πήραν όπλα καταβάλλοντας 10 δρχ. για τις ανάγκες του αγώνα. Τα υπόλοιπα μοιράστηκαν δωρεάν «σε αδελφούς και ελευθερωτάς», όπως διηγείται ο Λάιος.
Η διανομή μέσα στην πόλη έγινε με τον εξής τρόπο: Οι μεταπράτες ακατέργαστων δερμάτων Νικ. Μαγιόπουλος, Σιούλας, Κοντογιώργος και Μητσιμάρης, έκρυβαν από ένα όπλο μέσα σε ξερά δέρματα τράγων και τα μετέφεραν «εν πλήρει μεσημβρία» στα σπίτια των μυημένων και μάλιστα από τους κεντρικότερους και πιο πολυσύχναστους δρόμους. Επίσης ιερείς μυημένοι έκρυβαν αυτά κάτω από τα ράσα και ασφαλέστερα έφθαναν στον προορισμό τους τα όπλα και μάλιστα σε συνοικίες που κατοικούσαν στην πλειοψηφία Τούρκοι. (Δηλ. κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Τούρκων).
Στον Παπαγιώργη τον Λαδά, εφημέριο της Μητροπόλεως συνέβη το ακόλουθο χαρακτηριστικό επεισόδιο: Ανέβαινε τη σημερινή οδό Αβέρωφ με ένα όπλο κάτω από το ράσο. Έξω από το καφενείο του Τσανάκα συναντά τον φανατικό Τουρκογιαννιώτη Περτέφ που είχαν γνωριμίες και τον χαιρετά. Του πρότεινε ο Περτέφ να καθίσουν στο καφενείο να κουβεντιάσουν. Αν καθόταν όμως ο Παπαγιώργης θα έβγαινε έξω από το ράσο το όπλο. Είδε κι έπαθε να αποφύγει τις φιλοφρονήσεις του Περτέφ ισχυριζόμενος ότι τον περίμεναν άλλοι ιερείς για να κάμουν ευχέλαιο…
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι, δυστυχώς, ο άδολος και γενναίος αυτός κληρικός που αγωνίστηκε με χίλιους δυο τρόπους για να έρθει το ποθούμενο στα Γιάννενα, δεν πρόλαβε να χαρεί τη λευτεριά. Αρχές του 1912 μια παγερή και βροχερή νύχτα, ενώ έβρεχε ασταμάτητα, πήγε για να κρύψει όπλα στο νεκροταφείο. Βράχηκε μέχρι το κόκκαλο, κρύωσε και έπαθε πλευρίτιδα. Στις 26 Φεβρουαρίου 1912, ένα χρόνο πριν ελευθερωθούν τα Γιάννενα, πέθανε…
Με τον τρόπο που είδαμε πιο πάνω μοιράστηκαν τα 100 όπλα της πρώτης αποστολής μόνον στην πόλη. Ακολούθησαν και άλλες αποστολές μέχρι που τελείωσε το απόθεμα των 315 όπλων που είχαν στους Καλαρρύτες. Στο σώμα Πουτέτση δόθηκαν 35. Σε λίγους μήνες 1.450 όπλα βρίσκονταν είτε στα χέρια των οργάνων της Α’ διεύθυνσης είτε αποθηκευμένα στα Μοναστήρια. Μέχρι το 1912 μεταφέρθηκαν 4.000 όπλα με τα ανάλογα φυσίγγια.
Στο διάστημα που γινόταν αυτά, οι μεταφορές κλπ., το Νεοτουρκικό Κομιτάτο άρχισε κάτι να υποψιάζεται. Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Λειβαδέας (ψευδ. Λάιος) στο βιβλίο του, το Κομιτάτο προσπάθησε με δωροδοκίες να επιτύχει την αποκάλυψη των συμβαινόντων. Πλήρωσαν ένα βαρκάρη από το Νησί, ο οποίος ανέλαβε να στήσει ενέδρα σε κατάλληλες θέσεις, έχοντας μέσα στη βάρκα του Τούρκους αξιωματικούς… Όμως οι αγωνιστές της Ηπειρ. Εταιρείας διέθεταν και δίκτυο αντικατασκοπείας. Έτσι, γρήγορα αντιλήφθηκαν το γεγονός και ειδοποίησαν την Α’ Διεύθυνση. Η Διεύθυνση ειδοποίησε το γιο του βαρκάρη που ήταν μυημένος στην Εταιρεία. Ο γιος φλογερός πατριώτης, πρότεινε ο ίδιος την τιμωρία του με θάνατο και ανέλαβε ο ίδιος την εκτέλεση του πατέρα του. Πράγματι μαζί με τον αδελφό του αποπειράθηκαν να σφάξουν τον πατέρα τους. Ο γέροντας, επικαλούμενος θεούς και δαίμονες, ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για λαθρεμπόρους. Αφού επενέβη όλη η οικογένεια σώθηκε ο γέρος. Ανέλαβε όμως την υποχρέωση να συνεχίσει τη συνεργασία με τους Τούρκους, ειδοποιώντας αμέσως το κέντρο για τον τόπο και το χρόνο που θα γινόταν η ενέδρα. Έτσι κατόρθωσαν να διαλύσουν τις υποψίες των Τούρκων και να συνεχίζεται το έργο της μεταφοράς των όπλων ανενόχλητα.
Τόση ήταν η πίστη των ανδρών εκείνων στην Εθνική ιδέα και στον αγώνα που έκαναν, ώστε δεν δίσταζαν να γίνουν ακόμη και πατροκτόνοι…
Δυστυχώς, λίγα ονόματα των υπέροχων εκείνων Ηπειρωτών και αφανών ηρώων έχουμε, οι οποίοι τόσα προσέφεραν στον αγώνα για να χαράξει και εδώ η λευτεριά. Αναφέρουμε όσα διατηρήθηκαν: Από την ομάδα Κράψης: Αχιλλέας Κόκκινος, Ιω. Μητροκώστας και Γ. Παπαηλίας. Από την ομάδα Νησιού και των Ιωαννίνων: Τα ονόματα των βαρκάρηδων Ιω. Τζιαφά, Κ. Τζιαφά και Κ. Γκαναβιάρη και των ελευθερωτών Γούσια Καζάζη, Λάλου Σταφύλια, Νάκου Αυγέρη, Ιω. Χατζηγιάννη, καθώς και του ενοικιαστή του μύλου που τον είχε μεταβάλλει σε αποθήκη. Τα ονόματα αυτά διέσωσε ο Αλέξανδρος Λειβαδέας (ψευδ. Λάιος).
Με τα 4.000 όπλα οπλίστηκαν τα αντάρτικα σώματα της Ηπειρωτικής Εταιρείας, που βοήθησαν ποικιλοτρόπως τον μαχόμενο Ελληνικό Στρατό. Την 21 Φεβρουαρίου 1913, οι αντάρτες της Ηπειρ. Εταιρείας μπήκαν με το στρατό πρώτοι στην πόλη. Πρώτη τους δουλειά ήταν να ανοίξουν τις φυλακές…