ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ- ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

«Φρύδω, Φρύδω μάζεψέ τα μη γυρίσ’ κανένας για καφέ...»

Είχαμε πατέρα τρομερό φαρσέρ… είρωνα… άνθρωπο που έκανες καινούριο σκώτι με την παρέα του! Ήταν όμως και βασιλόφρων του κιαρατά. Ο πάππης μας από μάνα, ήταν βενιζελικός του κιαρατά… είχε και υπογένειο, σαν όλους τους βαριούς βενιζελικούς. Και μια Πασχαλιά Μεγάλη (η μικρή… ήταν τα Χριστούγεννα…) αποφάσισε να κάνουμε Πασκαλιά στο Καπέσοβο. Κι επειδή ήξερε τις σχολαστικότητες στο νοικοκυριό τους και την «πάστρα» την ανυπόφορη… «μη πατάς εδώ και μην ακουμπάς εκεί…» θέλησε να τους κάνει χ’νέρ να το θ’μνιούντι! Ο μπαμπάς μας ήταν τραυματίας του Μικρασιατικού Πολέμου, είχε τραυματιστεί στο Εσκί-Σεχίρ στην οπισθοχώρηση… κι είχε μπαστούνι με ασημένια λαβή με κεφάλι λιονταριού… ήταν δυνατόν να κάνει χ’νέρια; Λοιπόν, Πασκαλιά μέρα, ύστερα από την Εκκλησία κάνουν βίζδις (επισκέψεις) σε κείνους που τελειώνοντας η εκκλησία και τρώγοντας το αντίδωρο στο προαύλιο… λεν όσες είχαν σηκωθεί χαράματα κι είχαν κάνει τα πάντα να «κρένουν» στο μαντζάτο και την κρεβάτα και στον οντά… λένε εκείνο το χαριτωμένο «πάμε για καφέ από το σπίτ’…». Μαζί με τον καφέ όμως θα βγει και το λικούμ’… είναι λουκούμι ενός δαχτύλου μικρού γυναικείου κι αδύνατης κιόλας γυναίκας (για σπατάλες δεν είναι το Ζαγόρι μου…).
Λοιπόν απ’ λέτε και να μην τα πολυλογώ, ο πατερούλης μου «ντάμπλιασε» πρώτα την κυραμανούλα μου… Πήγε στον οντά κι άφησε ένα κατασκεύασμα που έκανε όλη την μεγάλη εβδομάδα, σαν ερχόταν στο σπίτι το βράδυ… Είχε πάρει γύψο… λαδομπογιά καφέ… πινέλο λεπτό κοκκαλίτσια από κεράσια λιασμένα κι είχε πλάσει κάτι πράγματα σαν τα κουλούρια τα πασκαλιάτ’κα μας κι ύστερα τάβαψε… καφέ όμορφα-όμορφα και τσίτωσε και τα κοκκαλίτσια. Φαινόταν σαν καρκαντζέλια μικρού σκυλιού… Το πρωί έκοψε το αίμα της κυραμάνας!.. Τον ακούμε «Φρύδω… Φρύδω… για έλα λίγο εδώ… μάζεψέ τα μη γυρίσ’ κανένας για καφέ». Κοιτάζει η καψοκυραμάνα, τι να δει… «κακή μ’ καταρουή… κακή μ’ καταρουή… πούθι ήρθι του παλιουκόκουνου (μικρός σκύλος που είχαν στο γειτονικό σπίτι…) και τρέχει να φέρει τα χρειώδη να καθαρίσει το στρώμα δίπλα στο τζάκι του νοντά (οντά). Άστα, της λέει, μη παιδεύεσαι θα τα μάσω εγώ κι απλώνει το χέρι και τα πιάνει! Φωνή η κυραμάνα «Μη Λούσια μ’…» (από το Χαριλούσια μ’), άπλωσε το χέρι και τάβαλε στην τζέπη του σακακιού του! Κόντεψε να νταμπλιαστεί πάλι η καημενούλα. Ύστερα ο πατερούλης μου πήγε με άλλους χωριανούς στο σπίτι του προέδρου του χωριού μαζί με άλλους χωριανούς όταν σκόλασε η Εκκλησιά. Πασκαλιά μέρα, στρωμένα με βελέντζες και κεντητά μαξιλαράκια και κουρτινάκια πλεγμένα με το βελονάκι κι εκεί… Τ’ αφήνει με τρόπο πάνω στις βελέντζες το καλλιτέχνημά του και με τρόπο σκουντάει τη νοικοκυρά του σπιτιού… Πήγε να λιποθυμήσει η γυναικούλα… «Μη συγχίζεστε κυρία Όλγα θα τα πάρω εγώ…» κι απλώνει με τρόπο πάλι το χεράκι του και τα βάζει στην τζιέπη του. Εκεί έβαλαν τα γέλια σαν κατάλαβαν… Πήγα να κάνω κι εγώ… αλλά δεν μου πέτυχαν… δεν είχα καλά σύνεργα!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.