ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Όλο προίκες περνούσαν κι όλο νύφες διάβαιναν!..
 Βρε πως άλλαξαν οι καιροί!.. Όταν έσιαζε ο καιρός κατά την Άνοιξη... όλο προίκες περνούσαν κι όλο νύφες διάβαιναν από το Κουρμανιό μου... Έπεφτε το σύνθημα «περνάν προίκα... περνάν προίκα...». Αν ο γάμος ήταν πρώτης ποιότητας, η προίκα έβγαινε με παϊτόνια και με άλογα στολισμένα με τη νύφη και τον γαμπρό να κάθονται ασάλευτα – οι ντροπαλοί... και χαμογελώντας εκείνοι που ήταν «του κόσμου».
ΚΑυτά έγλεπα εγώ – μια σταλιά τσιούπρα ακόμα... και έλεγα «εγώ δε θα παντρευτώ...». Τέτοιο ρεζιλίκ’... να φέρνουν γύρω στα σοκάκια και να δείχνουν τα τσιόλια τς η καθεμιά; Γιατί δεν έβγαζε κι ο γαμπρός τα θ’κάτ’; Πάντως ήταν από τα μεγάλα «ξάχλια» να πέφτει το σύνθημα ή «περνάει προίκα...» ή «περνάει νύφ’...».
Ο γαμπρός πάλι είχε ξιουριστεί με την παρέα των φίλων του, που του τραγουδούσαν και γύρω-γύρω ήταν άγνωστος κόσμος που έκανε σεργιάνι... Αν πάλι, ο γάμος ήταν δεύτερης και τρίτης ποιότητας περνούσε η νύφη... πεζοπορώντας... και να βαράν παλαμάκια και να τραγδάν οι συνοδοί της... ή και χορεύοντας... κι η «βλιώρα», η μαρίδα δηλαδή, να κοσιεύει πίσω - μπροστά... ή γελώντας ή πετάζοντας λάσπη από τις λακούβες του δρόμου που είχε περάσει ο «καταβρεχτήρας» πριν λίγο... Ωραία πράγματα σας λέω...
Εμείς, που τα καλοκαίρια είμασταν στο χωριό, χορταίναμαν «ψίκια» στον Άη-Θανάση, τον Άη-Λια και τον Άη-Μ’νά (Μηνά) είναι τα τρία ξωκκλήσια στο «έμπα του χωριού»! Έπεφτε κι εδώ το σύνθημα... «πάνουν να πάρουν τ’ νύφ’». Ήταν Σαρακατσιανέικοι γάμοι αυτοί! Ένα σωρό άντρες απάνω στα μουλάρια, φορώντας άσπρες μπουραζάνες και πισλιά με ξόμπλια και «κουστέκια» κρατώντας στο χέρι ένα κοντάρι... μ’ ένα μήλο καρφωμένο στην κορφή!.. Ήταν το φρούτο που θα πρόσφερναν στο καινούργιο σόι! Και ύστερα από το γάμο έπεφτε άλλο σύνθημα «παίρνουν τ’ νύφ». Πάλι εμείς να βγούμε στα ξωκλήσια (όλο το χωριό, δηλαδή). Φωνάζαμαν ευκές, χτυπούσαμαν παλαμάκια... Η νύφη καβάλα «γυναικίσια» στη μούλα με το νυφικό της κι από πίσω πεζοπόρες, ένα σωρό σαρακατσιάνες με τα σκουτιά τα έργα τέχνης να συνοδεύουν τη νύφη. Σκυλιά τους να συνοδεύουν την πομπή... σκυλιά μας να κάνουν το χαλασμό γαυγίζοντας τη «βλαχνιά». Πάνω σ’ αυτό, στο γάμο δηλαδή, υπάρχει και το ανέκδοτο... Πήγε η Σαρακατσιάνα κοπέλα στα «κονάκια» τ’ άλλα, νύφη. Αφού πέρασε κάνας μήνας, λέει στο Μήτρο της: «Να πάμε το Σάββατο να δω λίγο τς δ’κους μ’... μ’ πόνεσε...». Ου Μήτρος πούχαν ανοίξει τα μάτια του με την παντρειά, της λέει... «Αμ’ τι, κι πως θα κοιμθώ ιγώ χώρια μι τς γιρόντς;...». «Α, χαμένε... άμα κοιμθούν τα γερόντια, σιουκ μπουσλώντας κι έλα στ’ άλλο του τσιαντίρ’...». Κι πως θα ξέρου που είσι πεσμέν’ ισύ;». «Θα βγάλου τα τσιουρέπια...». «Αν είνι έτς, καλά πάμι...». Πήγαν, τους δέχτηκαν, έφαγαν ό,τι βρίσκονταν σταυροπόδι στην τσέργα πάνω...
Ο μεγάλος αδερφός της νύφης είχε βρεθεί τυχαίως στα κονάκια, είχε κατεβεί από τις στάνες στις βουνοκορφές, να πάρει ψωμί και να πάει τ’ άπλυτά του και να πάρει καθαρές αλλαξιές... Όταν τους είδε που ήρθαν το Σάββατο, τους είπε... «Α, ωρέ πιδιά... δε στέλναταν χαμπέρ ότι θα νάρθετε... θάχα κατ’ βασ’ του καλύτιρου μανάρ’... τώρα; Πώς ματαφτάνου ικεί;». Και δίνει ένα σάλτο ο βλάχος, μέσα στη νύχτα και φεύγει για τη βουνοκορφή, στη στάνη... Η μάνα της νύφης αφού συμμάζεψε ό,τι είχε να συμμαζέψει, έπλυνε και τα πόδια της στο ρέμα και πήγε και ξάπλωσε στο τσιαντίρι με τις γυναίκες και τα παιδιά τα τσιότσια. Όλοι ήταν κοιμισμένοι, κιχ δεν ακουγόταν. Κι η νύφη είχε αποικοιμηθεί καρτερώντας. Κι όταν αποικοιμήθηκαν οι άντρες, σηκώθηκε ο μαύρος ο γαμπρός και πήγε μπουσιουλώντας στο τσαντίρι με τις γυναίκες και τα παιδιά... Βρήκε τα ποδάρια τα ξεκάλτσωτα κι άρχισε την εργολαβία του! Πριν χαράξει και σηκωθούν τα γερόντια πήγε κι εκείνος στο τσαντίρι τους και τρύπωσε.
Το πρωί της Κυριακής, κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο τον βρήκε η βλαχοπούλα του να κάθεται με τα γερόντια και του λέει... «εσύ ήσουν πούχες την έγνοια πως θα κανς χουρίς «αυτό» μια νύχτα;». Τι λες μουρή ζουρλή;». «Αυτό π’ ακούς...». Γυρνώντας το κεφάλι του προς το τζαντίρι τι να δει; Έβγαινε η πεθερά του ξεκάλτσωτη!.. Πάμε να φύγουμε λέει στη γυναίκα του. Γλήουρα, αλ’ζμώνσα πόδωκα λόγο ν’ ανταμώσω έναν έμπορα σήμερα.
Μωρέ καλοί μ’, μωρέ αχαμνοί, φώναζαν όλοι, πώς φεύγετε αφάγωτοι; Τίποτα ο γαμπρός «πάμι να φύγουμι και πάμι να φύγουμι». Ότ’ έκαναν λίγο παραπέρα, γλέπουν τον αδερφό της νύφης να ροβολάει τη ράχη μ’ ένα «σφαχτό» στους ώμους! «Πού πάτι ωρέ παιδιά και φεύγετε; Εμένα... μ’ απαφτώθκι» (καθαρά το ρήμα το είπε, εγώ ντρέπομαι, δεν μπορώ να το γράψω...). Και του λέει ο μαύρος ο γαμπρός τραβώντας τη γυναίκα του... «δε φταίου ιγώ, δε φταίου ιγώ... ας μην είχινι βγάλ’τα τσιουρέπια...».
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.